Αναζήτηση του πλειστηριάσματος μετά την ακύρωση πλειστηριασμού
Ευθύνεται τόσο ο αρχικός οφειλέτης όσο και οι πιστωτές
08/10/2024
07/11/2024
Έστω ότι ακυρώνεται ένας πλειστηριασμός και στο μεταξύ έχει γίνει η διανομή του "τιμήματος"/ πλειστηριάσματος. Ο υπερθεματιστής θα βρεθεί στη θέση να έχει δώσει χρήματα και να μην έχει το ακίνητο στα χέρια του.
Αρχικά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1018 ΚΠολΔ, και όπως τούτο ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 176 παρ. 3 του Ν. 4512/2018, "σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε και διενεργηθεί νέος η απαίτηση του υπερθεματιστή του πλειστηριασμού που ακυρώθηκε να αναλάβει το πλειστηρίασμα που διανεμήθηκε κατατάσσεται μετά τα έξοδα της εκτέλεσης του νέου πλειστηριασμού και πριν από τις απαιτήσεις των άρθρων 975, 976, 1007, 1012 παρ. 4 και 1015 παρ. 4. Για να ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση, ο υπερθεματιστής μπορεί να επισπεύσει πλειστηριασμό με βάση την απόφαση που ακύρωσε την εκτέλεση και πιστοποίηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ότι το πλειστηρίασμα έχει καταβληθεί και διανεμηθεί". Κατά τη διάταξη του άρθρου 1005 παρ. 3 εδ α` ΚΠολΔ "η καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επιφέρει απόσβεση της υποθήκης ή προσημείωσης που υπάρχει πάνω στο ακίνητο", κατά δε το εδ. γ` της ίδιας παραγράφου "αν ο πλειστηριασμός ακυρωθεί, αναβιώνουν αυτοδικαίως οι υποθήκες και οι προσημειώσεις που εξαλείφθηκαν...". Στην περίπτωση ακύρωσης του πλειστηριασμού μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, την παράδοση σ` αυτόν των πλειστηριασθέντων πραγμάτων και τη διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές, ο πλειστηριασμός, καθώς και οι συναρτώμενες με αυτόν παραπάνω σχετικές πράξεις, ως κατάληξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας των πλειστηριασθέντων στον υπερθεματιστή και η καταβολή (διανομή) του πλειστηριάσματος θεωρείται πλέον ότι δεν έγιναν (ΑΚ 180, 184) και αίρονται αναδρομικώς οι συνέπειές τους. Ειδικότερα, σε σχέση με την παροχή του υπερθεματιστή κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού, δηλαδή την καταβολή του πλειστηριάσματος, που ακολούθως διανεμήθηκε στους δανειστές, επέρχεται, ως συνέπεια του ακυρωθέντος πλειστηριασμού, η απόσβεση (αναδρομικώς) της υποχρέωσής του τελευταίου να καταβάλει τούτο, αλλά και η ανατροπή των αποσβεστικών αποτελεσμάτων της καταβολής και διανομής του πλειστηριάσματος. Δηλαδή με την ακύρωση του πλειστηριασμού επέρχεται η ανατροπή της απόσβεσης του χρέους του οφειλέτη, το οποίο αναβιώνει έκτοτε και αντίστοιχα η επανάκτηση των απαιτήσεων των δανειστών, που εισέπραξαν το πλειστηρίασμα και διατηρούν ακέραια την απαίτησή τους κατά του οφειλέτη.
Τι έκρινε ο ΑΠ με την απόφαση 888/2021;
Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού που επισπεύδεται και από δανείστρια τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ 17-7/13.8.1923, αν ακολουθήσει ακύρωσή του και συνακόλουθα και της προς καταβολή του πλειστηριάσματος απαίτησης, αναβιώνει αναδρομικά το χρέος του οφειλέτη και η απαίτηση του επισπεύδοντος, η οποία (απαίτηση) παραμένει αλώβητη, σε όλη της την έκταση. Αντίστοιχα ο υπερθεματιστής, ο οποίος σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τον πλειστηριασμό κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δικαιούται, με βάση την απορρέουσα από το άρθρο 904 ΑΚ αρχή ότι τα καταβληθέντα προς εκπλήρωση άκυρης σύμβασης αναζητούνται, να απαιτήσει την απόδοση τούτου με αγωγή απευθυνόμενη όχι κατά του οφειλέτη, ο οποίος μετά την κήρυξη άκυρου του πλειστηριασμού δεν απαλλάσσεται από τα χρέη του, αλλά πρωτίστως κατά της τράπεζας που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και των λοιπών πιστωτών που τυχόν εισέπραξαν το πλειστηρίασμα, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή έλαβαν τα χρήματα που εισέπραξαν χωρίς αιτία και διατηρούν συγχρόνως λόγω της ανατροπής, και τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη. Ο υπερθερμαστής δικαιούται, πάντως, να στραφεί κατά του οφειλέτη μόνον εάν και εφόσον ο τελευταίος εισέπραξε το υπόλοιπο, που απέμεινε μετά την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών. Η ρύθμιση δεν είναι αντίθετη με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1018 ΑΚ, καθ` όσον όπως προκύπτει από την γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής, που εισήχθη το πρώτον με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 9 του Ν. 958/1971 αλλά και από το σκοπό της, που συνίσταται κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση "...στην προστασία του καταβαλόντος το πλειστηρίασμα υπερθεματιστού εν ακυρότητι του πλειστηριασμού ... καθόσον υπό το (μέχρι τότε) κρατούν νομικόν καθεστώς, ο υπερθεματιστής εις περίπτωσιν ακυρώσεως του πλειστηριασμού μετά την διανομήν του πλειστηριάσματος, έμενεν απροστάτευτος έναντι των μετασχόντων της διανομής, εις περίπτωσιν αφερεγγυότητας τούτων και εν πάση περιπτώσει ήτο υποχρεωμένος να διεξαγάγη δικαστικόν αγώνα δια να αναλάβει τα καταβληθέντα", αφ` ενός μεν αναγνωρίσθηκε ύπαρξη απευθείας αξίωσης του υπερθεματιστή για επίσπευση πλειστηριασμού στο ίδιο το πλειστηριασθέν ακύρως πράγμα, με βάση αυτήν την ίδια την ακυρωτική του πλειστηριασμού απόφαση και με πιστοποίηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που τον διενήργησε περί καταβολής και διανομής του πλειστηριάσματος και αφ` ετέρου προικοδοτήθηκε η απαίτηση του αυτή, τόσο με ειδικό προνόμιο, κατισχύον έναντι κάθε άλλου ειδικού ή γενικού προνομίου επί του πλειστηριασμένου αντικειμένου, όσον και με ιδιώνυμο εκτελεστό τίτλο, δηλαδή την ίδια την απόφαση που ακύρωσε την εκτέλεση, έτσι ώστε να δύναται αυτός το συντομότερο δυνατόν να αναλάβει το πλειστηρίασμα που κατέβαλε. Ο κατά την ανωτέρω διάταξη "νέος πλειστηριασμός" απευθύνεται εναντίον του καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη και έχει ως αντικείμενο το πλειστηριασθέν πράγμα, αφού μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού, αυτό ανήκει και πάλι στον οφειλέτη, χωρίς να αποκλείεται η διακριτική ευχέρεια του υπερθεματιστή να στραφεί κατά των πιστωτών, στους οποίους διανεμήθηκε το πλειστηρίασμα και οι οποίοι στην περίπτωση αυτή έλαβαν χωρίς αιτία τα χρήματα που εισέπραξαν και να επιδιώξει με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την απόδοση του καταβληθέντος πλειστηριάσματος, όπως γινόταν δεκτό μέχρι την εισαγωγή του προαναφερόμενου άρθρου στον ΚΠολΔ. Η διάταξη του άρθρου 1018 ΚΠολΔ θεσπίσθηκε για τη διευκόλυνση του υπερθεματιστή με πρόσφορο και ταχύτερο ένδικο βοήθημα να αναλάβει τα ποσά του πλειστηριάσματος, που συνήθως διανέμονται σε περισσότερους δανειστές του καθ` ού η εκτέλεση και για το λόγο αυτό καθίσταται δυσχερής η ικανοποίησή του και για την προστασία του από την αφερεγγυότητα των τελευταίων (ΟλΑΠ 5/2018). Το δικαίωμα του υπερθεματιστή να αξιώσει το πλειστηρίασμα που καταβλήθηκε από αυτόν, χωρίς όμως να λάβει το πράγμα που πλειστηριάστηκε, στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Ο υπερθεματιστής, όταν επισπεύδει πλειστηριασμό ο ίδιος με βάση το άρθρο 1018 ΚΠολΔ, δικαιούται να αξιώσει προνομιακά και από τον καθ`ού η εκτέλεση, στο πλαίσιο της νέας εκτελεστικής διαδικασίας, μόνο το κεφάλαιο της απαίτησης (ανάληψη πλειστηριάσματος). Και ναι μεν είναι γεγονός ότι ο υπερθεματιστής δικαιούται και τους τόκους του επί του καταβληθέντος πλειστηριάσματος, αφότου η δικαστική απόφαση περί ακύρωσης του πλειστηριασμού κατέστη τελεσίδικη και επιδόθηκε, χρονικό σημείο από το οποίο ο υπόχρεος καθού η εκτέλεση γνωρίζει την γέννηση της σχετικής αξίωσης του υπερθεματιστή για επιστροφή του πλειστηριάσματος (άρθρο 912 παρ. 2 του ΑΚ), όχι όμως προνομιακά, όπως το καταβληθέν πλειστηρίασμα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1018 του ΚΠολΔ, αλλά ως ανέγγυος πιστωτής, που μπορεί να ασκήσει κατά του καθού η εκτέλεση σχετική αγωγή, και ιδίως στην περίπτωση που ο τελευταίος εισέπραξε το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την ικανοποίηση των δανειστών.