logo-print

Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου: Όσα χρειάζεται να γνωρίζετε

04/05/2016

03/12/2017

Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (εφ’ εξής: «Π.Ν.Π.») είναι μια μορφή νόμου της έννομης τάξης μας. Προβλέπονται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα, οι σχετικές διατάξεις του οποίου ορίζουν ότι:

Άρθρο 44 §1

Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.»

Άρθρο 48 § 5

«Αφότου αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα των προηγούμενων παραγράφων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να αντιμετωπιστούν επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται για κύρωση στη Βουλή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη σύγκλησή της σε σύνοδο και παύουν να ισχύουν στο εξής, αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις παραπάνω προθεσμίες ή δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε δεκαπέντε μέρες αφότου υποβλήθηκαν.»

Συνεπώς, για την παραγωγή των νομικών αυτών πράξεων δεν ακολουθείται η «κανονική» νομοθετική διαδικασία1, η ψήφιση δηλαδή του (τυπικού) νόμου από τη Βουλή και η έκδοση και δημοσίευσή του2 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αντιθέτως, στην περίπτωση αυτή η παραγωγή του δικαίου γίνεται κατ' εξαίρεση από το σύνθετο όργανο που αποτελείται από το Υπουργικό Συμβούλιο (το οποίο είναι και το αποκλειστικώς πολιτικά υπεύθυνο3) και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας· οι πράξεις του οργάνου αυτού, οι π.ν.π., έχουν την ίδια ισχύ με τον τυπικό νόμο4. Ωστόσο, η Βουλή καλείται να κυρώσει, με τυπικό πλέον νόμο5, την π.ν.π. εντός σαράντα ημερών από την έκδοσή της (ή από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο, αν δε βρίσκεται ήδη6). Εάν η π.ν.π. δεν υποβληθεί στη Βουλή για κύρωση ή δεν εγκριθεί από αυτή μέσα σε τρείς μήνες από την υποβολή της, παύει να ισχύει για το μέλλον (χωρίς δηλαδή ν’ ανατρέπονται οι ως το σημείο εκείνο συνέπειές της7). Ο κυρωτικός νόμος της π.ν.π. μπορεί να μεταβάλει ελεύθερα το περιεχόμενό της, περιορίζοντας ή επεκτείνοντάς το8.

> Ιστορικά

Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου προβλέφθηκαν για πρώτη φορά από το Σύνταγμα του 19759, ώστε να υποβληθεί σε συγκεκριμένες ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις η δυνατότητα της εκτελεστικής εξουσίας να δημιουργεί κανόνες δικαίου αυτόνομα, χωρίς δηλαδή νομοθετική εξουσιοδότηση. Η πρακτική αυτή της υποκατάστασης της νομοθετικής αρμοδιότητας της Βουλής (έστω και προσωρινά) ήταν συνήθης κατά στις περιόδους πολιτειακής ανωμαλίας της χώρας αλλά και στη μετεμφυλιακή συνταγματική τάξη. Αυτό γινόταν μέσω της έκδοσης αναγκαστικών νόμων, όπως και πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, πάντοτε με την επίκληση της συνδρομής «εξαιρετικών λόγων», η οποία όμως δε μπορούσε να ελεγχθεί.

Εξαιρετικό νομοθετικό όργανο προβλέπεται για πρώτη φορά από το άρθρο 77 του «δημοκρατικού» Συντάγματος του 1927, ενώ το Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε δυνατότητα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων από το Βασιλιά (άρθρο 35 παρ. 2 ως 510), πάντοτε σε περιπτώσεις απουσίας της Βουλής. Πρότυπο για τη διατύπωση της ισχύουσας διάταξης φαίνεται να είναι το άρθρο 48 παρ. 5 των δικτατορικών «Συνταγμάτων» του 1968 και του 1973, με διατύπωση όμως συγκριτικά χαλαρότερων προϋποθέσεων.

Η υποχώρηση της παραδοσιακής καχυποψίας απέναντι στον αρχηγό του κράτους, παράλληλα με την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, οδήγησε στην ευρεία υιοθέτηση σχετικών ρυθμίσεων· κατοχυρώνεται στο Ιταλικό Σύνταγμα του 1948 (άρθρο 77), στο Ισπανικό του 1978 (άρθρο 86), στο Γαλλικό του 1958 (άρθρο 38)11 και σε όλα τα συνταγματικά κείμενα της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ σχετική πρόβλεψη υπήρχε και στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919.

> «Έκτακτη περίπτωση»

Επειδή ακριβώς στην περίπτωση έκδοσης π.ν.π. η Βουλή «παρακάμπτεται» (έστω και προσωρινά), ο «κατ' εξαίρεσιν νομοθέτης» μπορεί να δράσει μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι συνταγματικές διατάξεις, ώστε να μην ανατραπεί το τεκμήριο της αρμοδιότητας του «τακτικού». Συγκεκριμένα:

Ο ίδιος ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται το «δίκαιο» αυτό «της ανάγκης», συνίσταται στην άμεση αντιμετώπιση μιας έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης12, στην περίπτωση δε του άρθρου 48 παρ. 5 και στην ταχύτερη αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών13. Προφανώς, η τήρηση των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες ασκείται η νομοθετική αρμοδιότητα της Βουλής δεν ενδείκνυται για την ικανοποίηση των παραπάνω αναγκών. Έτσι, η αρχή της αμεσότητας εκτοπίζει προσωρινά την αναγκαιότητα της νομοθετικής εξουσιοδότησης, βάσει της οποίας ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής λειτουργίας. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να διευθετηθούν ζητήματα που δε θα μπορούσαν εξ αντικειμένου να έχουν προβλεφθεί από τη Βουλή, ώστε ν’ αντιμετωπισθούν εγκαίρως και αποτελεσματικά με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία14. Το θεσμικά ενδιαφέρον ζήτημα στην περίπτωση αυτή αφορά στις δυνατότητες εκμετάλλευσης της (κατά τεκμήριο) μεγαλύτερης ευελιξίας και αποτελεσματικότητας της εκτελεστικής εξουσίας, με την παράλληλη διασφάλιση της τήρησης της θεσμικής ισορροπίας μέσα στον ιδεότυπο της διάκρισης των εξουσιών.

Ρητός περιορισμός στο ποια ζητήματα μπορούν να ρυθμιστούν από μια π.ν.π. δεν υπάρχει: Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι δε μπορούν να ρυθμιστούν ζητήματα για τα οποία το ίδιο Σύνταγμα απαιτεί την έκδοση τυπικού νόμου15, όπως και άλλα που, εξ αντικειμένου, μπορούν να ρυθμιστούν αποτελεσματικότερα υπό το πρίσμα του ψυχραιμότερου σχεδιασμού του «κανονικού νομοθέτη»16. Έχει υποστηριχθεί ότι οι ίδιες οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδίδεται η π.ν.π., αποκλείουν τη δυνατότητα να περιέχει νομοθετική εξουσιοδότηση. Ακόμη, από τη στιγμή που υπερτονίζεται η «νομοθετική φύση» των π.ν.π., αναμένεται ευλόγως να περιέχουν γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις της κοινωνικής ζωής17. Έτσι, κάθε περίπτωση π.ν.π. πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα.

Στο πέρασμα των χρόνων, έκδοση π.ν.π. έχει γίνει σε εντελώς εντοπισμένες και έκτακτες περιστάσεις, όπως λ.χ. για την αποκατάσταση ζημιών από φυσικές  καταστροφές [με τις π.ν.π. της 28ης Ιουλίου 1978 (ΦΕΚ Α’ 117), της 27ης Μαρτίου 1981 (ΦΕΚ Α’ 75) και της 24ης Σεπτεμβρίου 1999 (ΦΕΚ Α’ 197)] και τρομοκρατικές ενέργειες [π.ν.π. 15ης Μαρτίου 2012 (ΦΕΚ Α’ 59)], όπως και για την κήρυξη της τραπεζικής αργίας το καλοκαίρι του 2015 με την π.ν.π. της 28ης Ιουνίου 2015 (ΦΕΚ Α’ 65). Όμως, χρήση π.ν.π. έχει γίνει προκειμένου και για τη ρύθμιση ζητημάτων χαρακτηριστικά πολύ ευρύτερου ενδιαφέροντος, ιδίως στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και των «μνημονίων» [ενδεικτικά και αντί πολλών άλλων, βλ. τις π.ν.π. της 12ης Δεκεμβρίου 2012 (ΦΕΚ Α’ 240)], αλλά και παλαιότερα18. Η προβληματική σχετικά με την αναγκαιότητα έκδοσης των π.ν.π. και το επιτρεπτό ή μη της ρύθμισης συγκεκριμένων ζητημάτων μέσω αυτών, ήρθε στο προσκήνιο εντονότερα από ποτέ κατά την περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων19.

> Ο δικαστικός έλεγχος

Αναφορικά με το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου του εάν πληρούνται οι απαραίτητες από το Σύνταγμα ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση των π.ν.π. («έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης»), υπάρχει από μακρού διχογνωμία στη θεωρία του δημοσίου δικαίου αναφορικά με τη δυνατότητα ή μη ευθείας προσβολής τους με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ): Μία άποψη δέχεται τη δυνατότητα ευθείας προσβολής τους ενώπιον των δικαστηρίων, όπως κάθε άλλης διοικητικής πράξης20· μετά την κύρωσή τους από τη Βουλή, όμως, μια π.ν.π. καθίσταται τυπικός νόμος, συνεπώς πλέον μπορεί να ελεγχθεί μόνο η ουσιαστική συνταγματικότητά της από τα δικαστήρια21. Η αντίθετη άποψη χαρακτηρίζει τις π.ν.π. ως πράξεις «νομοθετικού τύπου», ή, κατ’ άλλους, εκδιδόμενες από de iure νομοθετικό όργανο, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα για δικαστικό έλεγχο τόσο της συνδρομής των απαραίτητων για την έκδοσή τους προϋποθέσεων, όσο και του περιεχομένου τους22.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, από τη μεριά του, χαρακτηρίζει τις π.ν.π. ως πράξεις νομοθετικού οργάνου, χαρακτηρίζοντας κάθε δικαστικό έλεγχο των π.ν.π. απαράδεκτο23. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος της συνδρομής ή μη των απαραίτητων προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν κατά την έκδοση μιας π.ν.π. αντιμετωπίζεται ως μια πολιτική πτυχή του δημόσιου βίου, η ευθύνη της διαχείρισης της οποίας ανήκει αποκλειστικά στα όργανα που ασκούν στην περίπτωση αυτή κατ’ εξαίρεση τη νομοθετική εξουσία, όπως και στην ίδια την Ολομέλεια της Βουλής24, όταν (και εάν, βεβαίως) κληθεί να επικυρώσει νομοθετικά την π.ν.π.25. Στο πλαίσιο αυτό, αποκλείεται κάθε δικαστικός26 έλεγχος της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Ωστόσο, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου υπόκεινται παρεμπιπτόντως σε έλεγχο συνταγματικότητας όσον αφορά το ίδιο το περιεχόμενό τους, όπως κάθε άλλος κανόνας δικαίου27.

Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα του ελέγχου της τήρησης των ανατρεπτικών προθεσμιών που τίθενται από το Σύνταγμα προκειμένου για την υποβολή των π.ν.π. προς κύρωση στη Βουλή και για την τελική έγκρισή τους από αυτή, υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση αυτή τα δικαστήρια έχουν όχι απλώς τη δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να ελέγξουν το κατά πόσον οι σχετικές προθεσμίες τηρήθηκαν ή όχι28.

  • 1. Βλ. τα άρθρα 73 επ. του Συντάγματος.
  • 2. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως κάθε άλλη πράξη του Προέδρου (α. 35 παρ. 1 του Συντάγματος)
  • 3. Αφού προτείνει και προσυπογράφει την έκδοση της π.ν.π., σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 1 του Συντάγματος· εξ άλλου, η συνταγματική διατύπωση («[…] μπορεί να εκδίδει») αναφέρεται στη διακριτική αρμοδιότητα που έχει το σύνθετο όργανο συνολικά, χωρίς να συνεπάγεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη δέσμια αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να την εκδώσει.
  • 4. Βλ., ενδεικτικώς, σε Παντελή, Αντ., «Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου - Βασικές Έννοιες - Συνταγματική Ιστορία - Οργάνωση του Κράτους», Δεύτερη Έκδοση, §§ 397, 417 και 430, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007
  • 5. Σε Ολομέλεια (βλ. άρθρο 72§1 Συντάγματος)
  • 6. Σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθμ. 367/1997 του Αρείου Πάγου, η συνταγματική προθεσμία των 40 ημερών είναι μεν αποκλειστική και όχι ενδεικτική, αλλά κατά την ορθή έννοια της σχετικής διάταξης, αν η βουλευτική σύνοδος ή και η περίοδος λήξει προ της παρόδου των σαράντα ημερών, τότε αρχίζει νέα τεσσαρακονθήμερη προθεσμία, η οποία υπολογίζεται μετά την έναρξη της νέας συνόδου της αυτής ή της επομένης βουλευτικής περιόδου.
  • 7. Ωστόσο, βλ. την υποσημείωση 30.
  • 8. Βλ. την Α.Π. 367/1997· ακόμη, βλ. σε Βενιζέλο, Ευ., «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 174, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008
  • 9. Συγκεκριμένα, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του άρθρου 44§1, αφού η αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 48§5 εισήχθη στο Σύνταγμά μας με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Με την τελευταία καταργήθηκε και η πρόβλεψη των «μέτρων νομοθετικής φύσης» της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Συντάγματος.
  • 10. Όπου προβλεπόταν η ψήφιση «νομοθετικών διαταγμάτων» από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, βλ. σε Μάνεση, Αρ., «Η Έκτακτος Νομοθετική Διαδικασία», in του ιδίου, «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη», σελ. 182 επ., Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, και σε Χρυσόγονο, Κ., «Συνταγματικό Δίκαιο», Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 301, Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα Θεσσαλονίκη), 2014.
  • 11. Πρβλ. και το άρθρο 16 με το άρθρο 48 του ελληνικού Συντάγματος.
  • 12. Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν ο Αρ. Μάνεσης στην αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 35 του Συντάγματος του 1952. Βλ. in «Συνταγματικό Δίκαιο 1», σελ. 182, 1980.
  • 13. Βλ. σε Μαυριά, Κ., «Συνταγματικό Δίκαιο», Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, σελ. 283, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.
  • 14. Ούτε καν σύμφωνα με τις δυνατότητες που προσφέρονται από το Σύνταγμά μας για συντομότερη από την κανονική συζήτηση των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμου, στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 76.
  • 15. Βλ. και άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος.
  • 16. Βλ. σε Βενιζέλο, «Μαθήματα…», σελ. 178, και σε Χρυσόγονο, «Συνταγματικό…», σελ. 302-303. Ο Παντελής χρησιμοποιεί τη διατύπωση «[…] δε μπορούν να ρυθμίζουν μόνο τα θέματα που επιφυλάσσονται στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας της βουλής.» – βλ. σε «Εγχειρίδιο…», § 430.
  • 17. Βλ. τη δεύτερη μειοψηφία της απόφασης υπ’ αριθμ. 1250/2003 του Συμβουλίου της Επικρατείας.
  • 18. Πρβλ. την από 18 Οκτωβρίου 1985 π.ν.π. (Α’ 179), με τίτλο «Μετρά προστασίας της εθνικής οικονομίας».
  • 19. Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε και η απόφαση υπ’ αριθμ. 1250/2003 του Συμβουλίου της Επικρατείας, της οποίας η σημασία στο ζήτημα του δικαστικού ελέγχου των προϋποθέσεων για την έκδοση π.ν.π. αναφέρεται ακολούθως.
  • 20. Βλ. σε Βενιζέλο, «Μαθήματα…», σελ. 179.
  • 21. Άρθρο 93§4 Συντάγματος.
  • 22. Για το σχετικό διάλογο, βλ., μεταξύ άλλων, σε Μαυριά, «Συνταγματικό…», σελ. 283, όπου και παράθεση περαιτέρω βιβλιογραφίας, σε Παντελή, «Εγχειρίδιο…», § 431, και σε Σπηλιωτόπουλο, Ε., «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Ένατη Έκδοση, § 478, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999.
  • 23. Κατά πλειοψηφία. Σχετικώς, βλ. την εμβληματική ΣτΕ 3636/1989, όπως και τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 851/1979, 3578/1985, 3636/1989, 822 και 5211/1995, 1250/2003 και 737/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως και τις 1101/1987 και 367/1997 του Αρείου Πάγου.
  • 24. Βλ., όμως, και τη μείζονα μειοψηφία της ΣτΕ 1250/2003, η οποία, κρίνοντας ότι χωρά δικαστικός έλεγχος, διέκρινε τις εξής περιπτώσεις: Αν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις και υπάρξει εμπρόθεσμη κύρωση, η πράξη νομοθετικού περιεχομένου αποκτά πλήρη νομοθετική ισχύ και μάλιστα αναδρομικά. Αν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις και δεν υπάρξει εμπρόθεσμη κύρωση, τότε ισχύει ως κανονιστική πράξη μέχρι την εκπνοή των προθεσμιών του άρθρου 44§1, ενώ εάν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες έκτακτες περιπτώσεις και υπάρξει εμπρόθεσμη κύρωσή της από τη Βουλή, η π.ν.π. ισχύει ως νόμος από τη κύρωση και μέχρι αυτής ως κανονιστική πράξη. Επίσης, πολύ ενδιαφέρουσα και η μειοψηφία του Πάρεδρου I. Δημητρακόπουλου, στην ΣτΕ 737/2012, σύμφωνα με την οποία απαιτείται τουλάχιστον ειδική και επαρκής αιτιολογία αναφορικά με τη συνδρομή έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, «δεδομένου ότι (η έκτακτη νομοθετική διαδικασία) συνιστά εξαίρεση από τους θεμελιώδεις κανόνες των άρθρων 26 παρ. 1 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η δε (αιτιολογημένη) εκτίμηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του προτείνοντος την πράξη Υπουργικού Συμβουλίου περί της συνδρομής τέτοιας περίπτωσης ελέγχεται από το δικαστή για πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης».
  • 25. Αναλυτικότερα, βλ. σε Παραρά, Π., «Αι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας», Βιβλιοθήκη Δημοσίου Δικαίου, Εκδόσεις Αντωνίου Ν. Σάκκουλα, Αθήναι, 1981.
  • 26. Όπως και διοικητικός, βλ. σε Παντελή, «Εγχειρίδιο…», § 430.
  • 27. Βλ. σε ΣτΕ ΕΑ (Ολ.) 136/2013, ΕΑ (Ολ.) 56/2013 (Οι παραπομπές από http://www.prevedourou.gr/%CF%80%CE%B7%CE%B3%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF...)
  • 28. Βλ. σε Γεραπετρίτη, Γ., «Σύνταγμα και Βουλή - Αυτονομία και Ανέλεγκτο των Εσωτερικών του Σώματος», σελ. 216-217, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012.
Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής
Αγωγή περί κλήρου
send