logo-print

Άρειος Πάγος: Σύμφωνη με το Σύνταγμα η αποζημίωση ύψους 10.000 ευρώ για ανεπιθύμητες διαφημιστικές κλήσεις

12/06/2024

22/09/2024

Εισαγωγή: Τι προβλέπει ο Νόμος για τις ανεπιθύμητες διαφημιστικές κλήσεις

Ο Νόμος 3471/2006 (για την Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών) ορίζει στο άρθρο 11 ότι τηλεφωνικές κλήσεις για σκοπούς απευθείας προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, εφόσον πραγματοποιούνται με ανθρώπινη παρέμβαση και όχι με αυτοματοποιημένα μέσα (πχ ηχογραφημένα μηνύματα, αυτόματα συστήματα κλπ στα οποία απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση) καταρχήν είναι επιτρεπτή άνευ προηγούμενης συγκατάθεσης (άρθρο 11παρ. 2 Ν.3471/06). Αυτό δεν ισχύει, όμως, αν ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον πάροχό του ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες κλήσεις (σύστημα opt out). To σύστημα «opt out» έχει ως συνέπεια ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να απευθύνουν τις αντιρρήσεις τους, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους, είτε ειδικά, απευθείας στον υπεύθυνο επεξεργασίας (δηλαδή στον διαφημιζόμενο), ασκώντας το δικαίωμα αντίρρησης ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βάσει του άρθρου 13 Ν. 2472/1997 (και ήδη του άρθρου 21 του GDPR), είτε γενικά, μέσω της εγγραφής τους στον ειδικό κατάλογο συνδρομητών του παρόχου που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 3471/2006 (ΣτΕ 1713/2023, ΣτΕ 1845/2022, ΣτΕ 1451/2021).

Για το λόγο αυτόν οι πάροχοι τηλεφωνίας είναι υποχρεωμένοι να καταρτίζουν Μητρώα συνδρομητών που έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοιες διαφημιστικές κλήσεις και να τα διαθέτουν σε κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να διεξάγει διαφημιστική τηλεφωνική καμπάνια. Από την πλευρά τους ομοίως, οι ενδιαφερόμενοι να διεξάγουν τέτοιες καμπάνιες, υποχρεούνται να συμβουλεύονται τα εν λόγω Μητρώα που τηρούν όλοι οι πάροχοι και να εξαιρούν από τους καταλόγους των αποδεκτών των κλήσεων τους συνδρομητές που είναι ενταγμένοι σε αυτά τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Όταν δε διαφημιζόμενος είναι ο ίδιος ο πάροχος προκειμένου να προβεί νόμιμα σε προωθητικές ενέργειες (για διαφημιστικούς σκοπούς του ιδίου), όπως και κάθε άλλος διαφημιζόμενος, οφείλει να ελέγχει προηγουμένως και τις δύο κατηγορίες αρχείων δηλώσεων, δηλαδή αυτή που αφορά στους συνδρομητές όλων των παρόχων (και του ιδίου) που έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις γενικά αλλά και τις δηλώσεις αντιρρήσεων που αναφέρονται στον ίδιον τον πάροχο ειδικά.

Σε περίπτωση παραβίασης της εν λόγω υποχρέωσης, ο ίδιος νόμος (3471/2006) στο άρθρο 14 παρ. 2 αυτού, προβλέπει ότι το ελάχιστο όριο του ποσού που επιδικάζεται για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του άρθρου 932ΑΚ είναι 10.000 ευρώ (εκτός αν ο ενάγων ζητήσει μικρότερο ποσό).

Η αντικρουόμενη νομολογία

Η πρόβλεψη αυτή του ελάχιστου ορίου των 10.000 ευρώ (ανά κλήση , ή αντίστοιχα σε περιπτώσεις γραπτών επικοινωνιών, ανά SMS /e-mail κλπ όπου ισχύει το αυστηρότερο σύστημα opt in), έχει απασχολήσει πολλές φορές τη νομολογία.

Αρκετές αποφάσεις έχουν δεχθεί ότι η πρόβλεψη αυτή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, με το σκεπτικό ότι το ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερτερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως και είναι υπερβολικό.

Αρκετές όμως αποφάσεις δέχονται και το ακριβώς αντίστροφο, θεωρώντας ότι εν προκειμένω ο Νομοθέτης αξιολόγησε την προσβολή και θέσπισε το ανωτέρω ελάχιστο όριο σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα έννομα αγαθά, εκ των οποίων το ένα είναι το συνταγματικώς κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (αρθ. 9 Α Σ), έναντι του οποίου «δεν είναι ανάλογοι» οι οικονομικοί σκοποί που επιδιώκουν οι διαφημιζόμενοι.

Η Απόφαση 564/2024 του Αρείου Πάγου

Η όλως πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’ αριθ. 564/2024 τέμνει το ζήτημα υπέρ της δεύτερης άποψης. Κρίνει ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων, που μπορεί να θίγονται ή περιορίζονται, όχι μόνο διασφαλίζονται συνταγματικά, αλλά τίθενται, υπό την «εγγύηση του Κράτους» και περιορίζονται μόνο χάριν λόγων δημοσίου συμφέροντος και υπό προϋποθέσεις. Ο εθνικός νομοθέτης, με σκοπό να διασφαλίσει την ελάχιστη προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και στην ιδιωτικότητα αυτών από συνήθως ισχυρά οικονομικούς οργανισμούς που προωθούν τα προϊόντα τους και παράλληλα να έχει η ορισθείσα χρηματική ικανοποίηση, τον απαιτούμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα, έθεσε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 ως ελάχιστο όριο της «εύλογης» χρηματικής ικανοποίησης το ποσό των 10.000 ευρώ. Συνεπώς, δεν είναι αντισυνταγματική η εν λόγω διάταξη, ως αντικειμένη στην από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, ενώ δεν υφίσταται αναλογία μεταξύ των οικονομικών σκοπών που εξυπηρετούνται με τις «αζήτητες» τηλεφωνικές διαφημιστικές κλήσεις και των συνταγματικά προστατευομένων προσωπικών δεδομένων των πολιτών».

Με την ανωτέρω θέση το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο θέτει τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογείται η συνταγματικότητα της διάταξης και δεν είναι άλλα από την ανισορροπία των οικονομικών μεγεθών μεταξύ των πολιτών και των διαφημιζόμενων εταιρειών και την ανάγκη προστασίας ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος κατά τρόπο επαρκώς αποτρεπτικό.

Αποτίμηση της απόφασης

Η ανωτέρω απόφαση δεν μπορεί παρά να αποτιμηθεί θετικά, καθώς πέραν της νομικής ορθότητας της ερμηνείας της αρχής της αναλογικότητας, προσεγγίζει το ζήτημα πιο πραγματιστικά : η στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων, δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος χάριν του οικονομικού οφέλους του διαφημιζόμενου. Η συνήθης οικονομική ανισότητα μεταξύ των εταιρειών που διεξάγουν διαφημιστικές καμπάνιες και των πολιτών-αποδεκτών των διαφημιστικών κλήσεων ή μηνυμάτων δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την υπέρ των πρώτων ερμηνεία. Οι εκατοντάδες ή και χιλιάδες αποδεκτών κάθε ενέργειας απευθείας εμπορικής προώθησης (direct marketing) και ιδίως εκείνοι που είχαν την προνοητικότητα να δηλώσουν ρητά την επιθυμία τους να μην λαμβάνουν τέτοιου είδους κλήσεις και να ενταχθούν στα μητρώα των παρόχων τους θα πρέπει να προστατεύονται με αποτρεπτικές και αποτελεσματικές κυρώσεις.

Εξάλλου, αποδεικνύεται στην πράξη ότι εξ αυτών ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα αναλώσουν χρόνο και χρήμα σε δικαστικές ενέργειες ή σε καταγγελίες ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Αντιστρόφως, τα οικονομικά οφέλη που αποκομίζουν οι διαφημιζόμενοι από κάθε τέτοια καμπάνια είναι πολλαπλάσια των απωλειών που θα έχουν από ενέργειες των θιγόμενων προσώπων.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους διόλου τυχαία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί η επιλογή του Έλληνα Νομοθέτη του Ν. 3471/06 να ορίσει ένα τόσο υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα ελάχιστο όριο αποζημίωσης ειδικά για τις παραβιάσεις του Νόμου αυτού. Σύμφωνα δε και με την εξεταζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου «Τα κριτήρια αυτά (σσ. του καθορισμού της εύλογης αποζημίωσης) πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ' εφαρμογήν του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση». Εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3471/06, εμπεριέχει εκ του ίδιου του πεδίου εφαρμογής του Νόμου τα στοιχεία εξειδίκευσης της προσβολής και της βαρύτητάς της που τη διακρίνουν από τη γενική διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και δικαιολογούν απολύτως την ανωτέρω θέση του Ανώτατου Ακυρωτικού.

Δείτε αναλυτικά την απόφαση.

Μαγδαληνή Σκόνδρα

Η καταχρηστική άσκηση εμπράγματου δικαιώματος υπό το πρίσμα της αντιφατικής συμπεριφοράς εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου, 2024
Επιτομή Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, 3η έκδ., 2024
send