logo-print

Σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο κατά συρροή (Απόφαση 384/2018 Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης - αδημοσίευτη)

23/12/2019

24/12/2019

Αριθμός 384/2018

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Α’ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Σύνθεση: Δέσποινα Βεζυρίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Κωνσταντινιά Μπεχτσή, Πλημμελειοδίκης, Γεώργιος Κιοσσές, Ειρηνοδίκης (ο οποίος ορίστηκε με την 108/17 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών). 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23.04.2018 (κατόπιν διακοπής από τη συνεδρίαση της 23.01.2018, της 02.02.2018, της 09.02.2018, της 16.02.2018, της 23.02.2018, της 09.03.2018, της 19.03.2018, της 29.03.2018, της 02.04.2018, της 04.04.2018, της 16.04.2018, της 19.04.2018 και της 20.04.2018), με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ιωάννη Μητσιόπουλου και της Γραμματέως Ελένης Κοταρίδου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου Α.Τ. του Γ. κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του, Δημήτριο Τσάκο, Κωνσταντίνο Ραρρή και Σωκράτη Δημητριάδη, για έφεση της υπ' αριθ. 2141/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Με πολιτικώς ενάγουσες 1) την Ε.Δ. του Γ, κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Νικολάου Διαλυνά και Δημήτριου Στεφανίδη, και 2) την Α.Μ. του Ρ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Αχιλλέα Καγιόγλου και Ευθυμία Ορφανίδου.

Πράξη: Σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο κατά συρροή.

[…]

[Παραλείπονται έκθεση πρακτικών κ.λπ.]

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ: «Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών». Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευσε όμως ότι δεν θα επήρχετο, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του πλημμελήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη, κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσης προσοχής είτε δεν προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό πίστευσε όμως ότι δεν θα επήρχετο και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 1114/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία   παράλειψη.

Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αναφέρεται και αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς, στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργεια ή η παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από το νόμο (άρθρο 24 α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος»), από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (άρθρ. 8 του β.δ. 156/6.7.1955 και ήδη ν. 3418/2005 "Περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας") και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (ΑΠ 182/2015 και ΑΠ 971/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ιατρός ευθύνεται αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων, τα οποία έπρεπε κατά την επιστήμη του να γνωρίζει, δεν ακολούθησε γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή αναγνωρισμένες σύγχρονες μεθόδους και η άγνοια, η επιπολαιότητα ή η απρονοησία του, τον οδήγησαν σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή σε επέμβαση ή σε μη επέμβαση και μη λήψη μέτρων για να αποτραπούν προσβολές ή κίνδυνοι κατά της σωματικής ακεραιότητας της υγείας ή της ζωής του ασθενούς που επιλήφθηκε. Έτσι ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητα του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα ήταν κίνδυνος να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις όντας σε γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς και έχοντας τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις ακολουθούσες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση (ΑΠ 1114/2016 ό.π. και ΑΠ 182/2015 ό.π.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργημα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής πνευματικής και ψυχικής υγείας του ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφισή του από τον πόνο, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η άσκηση της ιατρικής γίνεται σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ο ιατρός έχει υποχρέωση συνεχιζόμενης διά βίου εκπαίδευσης και ενημέρωσης σχετικά με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, ο ιατρός πρέπει να συνεργάζεται με τους συναδέρφους του και το λοιπό προσωπικό και να προβαίνει σε κάθε ενέργεια προκειμένου να αποφευχθούν τα ιατρικά λάθη, να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των ασθενών, να ελαχιστοποιηθεί η σπατάλη των πόρων και να μεγιστοποιηθούν τα αποτελέσματα της παροχής φροντίδας υγείας, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ο 'iL')ιατρός δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενή.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ο ιατρός έχει καθήκον αλήθειας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνοαποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασής του και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ίδιου Κώδικα, ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιοσδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή. Προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης του ασθενή είναι οι ακόλουθες: α) να παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, β) ο ασθενής να έχει ικανότητα για συναίνεση, γ) η συναίνεση να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη και δ) η συναίνεση να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη και κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και κατά το χρόνο της εκτέλεσής της. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του ίδιου Κώδικα, ο ιατρός μπορεί να αναθέτει φροντίδα στο νοσηλευτικό προσωπικό, εάν κρίνει ότι αυτό είναι προς όφελος του ασθενή. Πρέπει όμως να είναι βέβαιος ότι το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται ένα συγκεκριμένο καθήκον είναι ικανό να το αναλάβει. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δώσει όλες τις απαραίτητες για τη διεκπεραίωση του καθήκοντος πληροφορίες σχετικά με τον ασθενή και τη συγκεκριμένη διαδικασία. Ο ιατρός παραμένει υπεύθυνος για τη διαχείριση της φροντίδας του ασθενή.

Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, 49 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ., 250, 321 και 386 επ. ΚΠΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε για κάποια άλλη πράξη, έστω και συναφή. Διαφορετικά παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και με βούλευμα παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική κατά χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Τέτοια όμως ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως και ειδικότερα όταν προσδιορίζει ακριβέστερα, κατά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αμέλεια του κατηγορουμένου (ΑΠ 1317/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1438/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 490/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση από την όλη αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν δημόσια στο ακροατήριο, την από 06-06-2013 πραγματογνωμοσύνη του νομίμως διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Δ., την από 23-4-2014 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του Β. Ο., ιατρού αναισθησιολόγου - εντατικολόγου, τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγουσών, που εξετάστηκαν ανωμοτί, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως, σε συνδυασμό με την απολογία του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, εκτιμώμενα κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 §1 ΚΠΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 06-12-2010 και περί ώρα 12.30' η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα Ε. Δ. του Γ., η οποία διένυε τον ένατο (9ο) μήνα της κύησής της, εισήχθη με ωδίνες τοκετού, προκειμένου να γεννήσει το πρώτο της τέκνο, στην ιδιωτική μαιευτική - γυναικολογική κλινική «ΜΗΤΕΡΑ», η οποία βρίσκεται στην Πτολεμαΐδα Κοζάνης όπου εργαζόταν ως μαιευτήρας ο ιατρός Π. Λ. του Λ., που την παρακολουθούσε, καθώς και ο κατηγορούμενος, Α. Τ. του Γ., ο οποίος είναι ιατρός αναισθησιολόγος. Στις 13.10 ’ η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα οδηγήθηκε στην αίθουσα τοκετού με διαστολή τραχήλου μήτρας τριών (3) εκατοστών. Λίγο αργότερα ο μαιευτήρας - γυναικολόγος της Π. Λ. κάλεσε τον κατηγορούμενο στην αίθουσα τοκετού, προκειμένου ο τελευταίος να διενεργήσει σε αυτήν την ιατρική πράξη της επισκληριδίου αναισθησίας, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα του ανώδυνου τοκετού.

Μέχρι την στιγμή εκείνη η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα Ε. Δ. δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τον κατηγορούμενο, ιατρό αναισθησιολόγο, από δε την κατάθεση της ίδιας της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας, αλλά και από τα ιατρικά έγγραφα της κλινικής προέκυψε ότι πριν την διενέργεια αυτής της ιατρικής πράξης δεν προηγήθηκε η επιβαλλόμενη από το νόμο διαδικασία, ήτοι αφενός μεν δεν υπήρξε πλήρης και κατανοητή ενημέρωση προς την πρώτη πολιτικώς ενάγουσα για τον τρόπο διενέργειας αυτής, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεση της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, καθώς και τις εναλλακτικές προτάσεις και τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, ώστε η τελευταία (πρώτη πολιτικώς ενάγουσα) να μπορεί να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών παραγόντων και συνεπειών και να προχωρήσει ανάλογα στην λήψη της απόφασης αφετέρου δε ουδέποτε ελήφθη η προηγούμενη συναίνεση της παθούσας, καθόσον πουθενά δεν υπάρχει έγγραφο που να την επιβεβαιώνει, η δε ενδεχόμενη προφορική συναίνεση αυτής όπως την εξέθεσε ο κατηγορούμενος ήτοι λίγες στιγμές πριν την πραγματοποίησή της δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου καθώς υπό το καθεστώς πόνου στο οποίο βρισκόταν τη στιγμή εκείνη η παθούσα δεν μπορεί να νοηθεί ότι είχε την απαιτούμενη ικανότητα συναίνεσης, αλλά αντίθετα καθίσταται προφανές ότι θα δεχόταν οποιαδήποτε ιατρική ενέργεια που θα ήταν σε θέση να διώξει τον παρόντα την στιγμή εκείνη πόνο.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές στις 13.40' έλαβε χώρα η τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα και στις 13.50' χορηγήθηκε η πρώτη δόση της επισκληριδίου αναισθησίας, ενώ αμέσως η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα, Ε. Δ., σύμφωνα με την απολύτως πειστική ενώπιον του Δικαστηρίου κατάθεσή της, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ένιωσε τον δυνατότερο πόνο που είχε νιώσει στην ζωή της κάτι σαν έκρηξη μέσα της ένιωσε σαν να διαλύεται, να της κόβεται η αναπνοή, ενώ επιπλέον κατέθεσε ότι για δευτερόλεπτα έχασε την επαφή με το περιβάλλον. Η εφαρμογή της επισκληριδίου αναισθησίας μάλιστα έλαβε χώρα χωρίς προηγουμένως να έχει χορηγηθεί η απαραίτητη δόση ελέγχου (δοκιμαστική δόση), γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από την χωρίς όρκο κατάθεση της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας το από 06-12-2010 δελτίο αναισθησίας του κατηγορουμένου, το δελτίο παρακολούθησης επιτόκου και το έγγραφο της κλινικής για την πορεία του τοκετού, αν και σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης μετά την εφαρμογή της τεχνικής εντοπισμού του επισκληριδίου χώρου πρέπει να χορηγείται δόση ελέγχου, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τρώσης της σκληράς μήνιγγας και έκχυσης του φαρμάκου υπαραχνοειδώς ή ενδοαγγειακής τοποθέτησης του καθετήρα. Ο κατηγορούμενος αρνείται το γεγονός της μη χορήγησης δοκιμαστικής δόσης αναφέροντας ότι αυτή έλαβε χώρα με την τοποθέτηση του καθετήρα.

Εντούτοις ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι στα παραπάνω έγγραφα ουδαμώς αναφέρεται η διενέργεια δοκιμαστικής δόσης ή το είδος φαρμάκου και η ποσότητα που χορηγήθηκε ως δοκιμαστική δόση, ενέργεια που είναι υποχρεωτική σε οιαδήποτε χορήγηση φαρμάκου σε ασθενή, καθώς κάθε φαρμακευτική ουσία έχει ενδείξεις αντενδείξεις παρενέργειες και αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και δεν είναι νοητή η παράλειψη αναφοράς του (βλ. σχετ. και καταθέσεις Α. Μ. και της προτεινόμενης από τον κατηγορούμενο μάρτυρος υπεράσπισης, ιατρού αναισθησιολόγου Ε. Κ.). Συνεπώς τόσο από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας όσο και από την έλλειψη αναγραφής του είδους και της ποσότητας του χορηγούμενου φαρμάκου στα έγγραφα της κλινικής «Μητέρα», προκύπτει άνευ αμφιβολιών η μη διενέργεια της δοκιμαστικής δόσης. Στις 14.30' η Ε. Δ. του Γ. γέννησε φυσιολογικά ένα υγιές άρρεν νεογνό βάρους 3.630 γραμμαρίων. Μετά τον τοκετό και περί ώρα 15.30’ η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα μεταφέρθηκε στο θάλαμο νοσηλείας με αριθμό 205, όπου αμέσως άρχισε να παρουσιάζει έντονο ρίγος, πόνους χαμηλή πίεση, υπαισθησία κάτω άκρων και αδυναμία ούρησης συμπτώματα τα οποία αξιολογήθηκαν ως φυσιολογικές παρενέργειες της επισκληριδίου αναισθησίας που σταδιακά θα υποχωρούσαν. Μετά τις 17.00' η Ε. Δ. του Γ. άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα παραλυσίας του κάτω μέρους του σώματός της, τα οποία με την πάροδο του χρόνου επιδεινώνονταν.

Ειδικότερα, οι μαίες προσπάθησαν δύο (2) φορές να την σηκώσουν από το κρεβάτι για να περπατήσει, αλλά αυτή εμφάνιζε αδυναμία να σταθεί στα πόδια της. Επιπλέον συνέχιζε να έχει αδυναμία ούρησης της τοποθετήθηκε δε μόνιμος ουροκαθετήρας ενώ συνέχιζε να έχει χαμηλή πίεση και συριγμό στα αυτιά. Ο κατηγορούμενος ο οποίος μετά τον τοκετό της Ε. Δ. βρισκόταν στην άλλη αίθουσα τοκετού για τη χορήγηση επισκληριδίου αναισθησίας στη δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα Α. Μ. του Ρ., παρά το γεγονός ότι ενημερωνόταν από τις μαίες για τη συμπτωματολογία που παρουσίαζε η Ε. Δ., εντούτοις δεν την επισκέφθηκε, ώστε να προβεί στις απαραίτητες κλινικές εξετάσεις και να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την πορεία της υγείας της, ενώ μετά την ολοκλήρωση του τοκετού της Α. Μ. αποχώρησε από την κλινική. Στις 23.30' της ίδιας ημέρας ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην κλινική και επισκέφθηκε την Ε. Δ. στο θάλαμο νοσηλείας της, η οποία του ανέφερε γενική αδυναμία και αιμωδία των κάτω άκρων. Μετά από εξέταση που διενήργησε ο ίδιος στην πολιτικώς ενάγουσα διαπίστωσε μειωμένη κινητικότητα του δεξιού κάτω άκρου, σύμπτωμα το οποίο απέδωσε σε παράταση της επισκληριδίου αναισθησίας.

Παράλληλα, ο κατηγορούμενος έδωσε οδηγίες στις μαίες για την αφαίρεση του επισκληριδίου καθετήρα. Τα ξημερώματα της 7ης Δεκεμβρίου 2010 και συγκεκριμένα περί ώρα 02.50’ διαπιστώθηκε επιδείνωση της κλινικής εικόνας της Ε. Δ., όπου πλέον γίνεται η πρώτη καταγραφή νευρολογικού προβλήματος και χορηγούνται τα φάρμακα FENISTIL και LUMAREN, λίγη ώρα δε αργότερα περί τις 04.00’ αρχίζουν οι διαδικασίες από τον κατηγορούμενο, ώστε να μεταφερθεί σε εφημερεύον νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, που να διαθέτει νευροχειρουργική κλινική. Η διακομιδή αυτή ξεκίνησε τελικά περί ώρα 06.00’ με τη συνοδεία του κατηγορουμένου. Η διακομιδή της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας στη Νευροχειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ» δεν πραγματοποιήθηκε με ασθενοφόρο, αλλά με ειδικό επιβατικό όχημα (ταξί) για τη μεταφορά ατόμων με βαριές κινητικές αναπηρίες και κινητικά εν γένει προβλήματα. Έφθασαν στο Γ.Ν. Θεσσαλονίκης «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ» λίγο μετά τις 08.00 ’, ήτοι μετά τη λήξη της εφημερίας του ως άνω νοσοκομείου και η πολιτικώς ενάγουσα εισήχθη στην αίθουσα βραχείας νοσηλείας με αιτία εισαγωγής: «Λεχωίς κάτω του 24ώρου (πρωτότοκος) - Παραπάρεση αιμωδίες κάτω άκρων. Επισκληρίδιος αναισθησία για ανώδυνο τοκετό. Τελευταία δόση χορήγησης επισκληριδίου 14:30 (6/12/10). Διαταραχές κινητικότητας προοδευτικά επιδεινούμενες κάτω άκρων άμφω από 22.30 μμ τις 6/12/10 σύμφωνα με την ίδια και τον θεράποντα αναισθησιολόγο. Νευρολογική σημειολογία: υπαισθησία περιγεννητική και μηρών άμφω». Ήδη κατά τη μεταφορά της πολιτικώς ενάγουσα και την εισαγωγή της στο ως άνω νοσοκομείο αυτή έχει σημαντική απώλεια μυϊκής ισχύος κάτω άκρων ιδίως στο ύψος των μηρών και συγκεκριμένα στο (αρ) σκέλος, ρίζα 02:1/5, 2/5(-), ρίζα 03: 3/5(-), ρίζα 04: 4/5, ρίζα 05,11: 5/5 και στο (δε) σκέλος ρίζα 02:2/5, ρίζα 03: 3/5, ρίζα 04: 4/5, ρίζα 05,11: 5/5(-), έχει δε υπαισθησία και στα δύο πόδια τουλάχιστον μέχρι την μέση αυτών (στο σημείο 03). Στις 09.20’ σημειώθηκε επιδείνωση της κλινικής εικόνας της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας και ακολούθησαν αιματολογικές - βιοχημικές και ακτινολογικές εξετάσεις Μετά τη διενέργεια αξονικής τομογραφίας διαπιστώθηκε παρουσία φυσαλίδων αέρα στον πρόσθιο κυρίως επισκληρίδιο χώρο στα επίπεδα Θ11 έως 03 και υπόνοια; πρόσθιας επισκληρίδιος συλλογής τοπικά στο 02 επίπεδο, ενώ η μαγνητική τομογραφία κατέδειξε παρουσία αιματώματος περιβάλλοντος τον νωτιαίο μυελό από το επίπεδο Θ7 έως Θ12 (πρόσθιος και οπίσθιος επισκληρίδιος χώρος). Μετά τις 16.00’ η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα ενημερώθηκε από το νευροχειρούργο Α. Π. για την ύπαρξη του επισκληριδίου αιματώματος καθώς και για την ανάγκη άμεσης χειρουργικής επέμβασης προς αποκατάσταση της υγείας της για την οποία χορήγησε έγγραφη συναίνεση. Περί ώρα 18.00’ της ίδιας ημέρας η Ε. Δ. εισήχθη στο χειρουργείο με διάγνωση «οξεία βαρειά παραπάρεση επί εδάφους αναφερόμενου τοκετού με επισκληρίδιο αναισθησία προ 24ώρου» και υποβλήθηκε σε πεταλεκτομή Θ8-Θ9-Θ10 και μερική Θ11 και αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού. Μετά τη χειρουργική επέμβαση η κλινική της εικόνα βελτιώθηκε άμεσα.

Η βελτίωση της κατάστασης της πολιτικώς ενάγουσας επιβεβαιώθηκε και από το πόρισμα της από 13-12-2010 μαγνητικής τομογραφίας στο οποίο διαπιστώνεται συγκριτικά με την προηγούμενη μαγνητική τομογραφία: α) υποχώρηση σε μεγάλο βαθμό του εμπλουτισμού των μηνίγγων και β) το MR σήμα του μυελού είναι καλό. Η πολιτικώς ενάγουσα πήρε εξιτήριο από τη Νευροχειρουργική Κλινική του ως άνω νοσοκομείου την 27-12-2010 με διάγνωση εξόδου: «οξεία παραπάρεση, πεταλεκτομία, αποσυμπίεση». Κατά την έξοδό της η Ε. Δ. ορθοστατούσε με βακτηρία τύπου Πι, έφερε καθετήρα κύστεως και είχε υπαισθησία στην περιγεννητική περιοχή και αδυναμία ελέγχου των σφιγκτήρων του ορθού, ενώ της συστάθηκε περαιτέρω αντιμετώπιση με φυσικοθεραπείες σε κέντρο αποκατάστασης. Μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα παρέμεινε κλινήρης για τρεις (3) μήνες περίπου λόγω κινητικών προβλημάτων με συμπτώματα ακράτειας ούρων και κοπράνων. Λίγους μήνες αργότερα η κατάσταση της υγείας της Ε. Δ. επιδεινώθηκε εκ νέου. Την 24-11-2011 η πρώτη πολιτικώς ενάγουσα υποβλήθηκε σε νέα εξέταση μαγνητικής τομογραφίας, το πόρισμα της οποϊας έχει ως εξής: «ΕΥΡΗΜΑΤΑ: Κατάσταση μετά από ευρεία αφαίρεση των οπισθίων στοιχείων των σπονδύλων στο επίπεδο Θ8 έως Θ10. Ο νωτιαίος μυελός απεικονίζεται διογκωμένος από το ύψος Θ3-4 μέχρι το Θ11 με παθολογική υψηλή ένταση σήματος στις εικόνες T2/STIR, εύρημα που συνηγορεί υπέρ μυελοπάθειας (ισχαιμικής αιτιολογίας? άλλης αιτιολογίας?). Από το ύψος του 02-3 μέχρι και το 09-10 διάστημα απεικονίζονται εγκυστωμένες συλλογές υγρού ενδοκαναλικά οι οποίες περιβάλλουν το νωτιαίο μυελό και φαίνεται να βρίσκονται υπό εσωτερική πίεση καθώς τον πιέζουν και τον παραμορφώνουν, ιδιαίτερα σημαντικά στα επίπεδα 03 και 08. Ειδικότερα οι ανωτέρω συλλογές φαίνεται να περιβάλλουν τον νωτιαίο μυελό στο επίπεδο του 07 και 08 σπονδύλου από πίσω και δεξιά, ενώ προς τα πάνω στο επίπεδο του 02 και 03 φαίνεται να τον περιβάλλουν κυρίως από πρόσω και αριστερά. Οι ρίζες της ιππουρίδας περιφερικά του μυελικού κώνου απεικονίζονται συσσωματωμένες και προσκολλημένες στην οπίσθια επιφάνεια του σάκκου, εικόνα που συνηγορεί υπέρ αραχνοειδίτιδας (...)». Ακολούθως, η πολιτικώς ενάγουσα υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση στην ιδιωτική κλινική «ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ», μετά την οποία ωστόσο δεν βελτιώθηκε η κατάστασή της. Έκτοτε, η πολιτικώς ενάγουσα πάσχει από: (α) σπαστική τετραπόρεση κάτω άκρων με έντονο κλώνο, (β) αδυναμία βάδισης υποστηριζόμενη από τροχήλατο αμαξίδιο, (γ) διαταραχές ούρησης-αφόδευσης και (δ) παντελής έλλειψη libido.

Μάλιστα, η Ε. Δ. έχει κριθεί ανάπηρη κατά ποσοστό 85% εφόρου ζωής της, λόγω σπαστικής τετραπληγίας σε έδαφος κάκωσης νωτιαίου μυελού, από την αρμόδια Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α.. Ο κατηγορούμενος διατείνεται ότι το αιμάτωμα, που εμφάνισε η Ε. Δ., οφείλεται σε μη προβλέψιμη αυτόματη ρήξη αγγείου λόγω του εργώδους τοκετού και ουχί σε δική του ενέργεια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αφενός μεν ο τοκετός της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας δεν ήταν εργώδης καθόσον ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, δεν αναγράφεται ουδεμία παρατήρηση περί δυσκολιών στο δελτίο παρακολούθησης και τέλος η Ε. Δ. γέννησε ένα φυσιολογικού μεγέθους παιδί, βάρους 3.630 γραμμαρίων, που δεν δικαιολογεί τέτοια ρήξη, αφετέρου δε εάν είχε λάβει χώρα αυτόματη ρήξη αγγείου, αυτό θα είχε διαπιστωθεί ευχερώς από τον χειρουργό Α. Π., ο οποίος εν συνεχεία χειρούργησε την πολιτικώς ενάγουσα. Εξάλλου, εάν επρόκειτο για απλή ρήξη αγγείου, αυτή η ρήξη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν θα οδηγούσε στα ως άνω δυσμενή αποτελέσματα στην υγεία της πολιτικώς ενάγουσας. Επιπλέον ο κατηγορούμενος διατείνεται ότι η ύπαρξη του αιματώματος διαπιστώθηκε στα επίπεδα 07 - Θ12, ήτοι σε μεγάλη (για τις συνθήκες και τα ιατρικά δεδομένα) απόσταση από το σημείο 04, όπου ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι εφάρμοσε την επισκληρίδιο αναισθησία.

Για τον ισχυρισμό αυτό λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με την αξονική που ήταν και η πρώτη χρονικά αξιόπιστη απεικόνιση της περιοχής διαπιστώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, παρουσία φυσαλίδων αέρα στον πρόσθιο κυρίως επισκληρίδιο χώρο στα επίπεδα 011 έως 03 και υπόνοια πρόσθιας επισκληρίδιος συλλογής τοπικά στο 02 επίπεδο. Τα ευρήματα αυτά συνηγορούν στο ότι το σημείο παρακέντησης ήταν στο 02 νευροτόμιο και όχι το 04 όπως σημειώνεται στο διάγραμμα αναισθησίας από τον κατηγορούμενο. Το γεγονός άλλωστε αυτό, ήτοι ότι το σημείο παρακέντησης ήταν το 02 και όχι το 04 νευροτόμιο, επιβεβαιώνεται και από έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατρού αναισθησιολόγου Α. Δ., στην οποία ο τελευταίος αναφέρει χαρακτηριστικά «Η ύπαρξη της τοπικής επισκληρίδιος συλλογής στο 02 νευροτόμιο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υποβληθέν Διάγραμμα Αναισθησίας του ιατρού - αναισθησιολόγου Τ. Α., όπου σημειώνεται ως σημείο παρακέντησης το 04 μεσοσπονδύλιο διάστημα». Στην συγκεκριμένη περίπτωση η παραδοχή του γεγονότος ότι η παρακέντηση έγινε στο 02 νευροτόμιο θα πρέπει να συσχετιστεί και με τις μετέπειτα διαπιστώσεις της αξονικής και της μαγνητικής τομογραφίας. Δηλαδή η ύπαρξη αρχικά της επισκληρίδιος συλλογής στο 02 επίπεδο και εν συνεχεία η αναμφισβήτητη παρουσία του αιματώματος στα επίπεδα από 07 έως 012. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω αναφερόμενα ο κατηγορούμενος έκανε την παρακέντηση και προκάλεσε τραυματισμό αγγείου και αιμάτωμα στο σημείο 02 και για τον λόγο αυτό διαπιστώθηκε η επισκληρίδιο συλλογή αρχικά στο επίπεδο 02. Εν συνεχεία το αιμάτωμα μετακινήθηκε, όπως επιστημονικά είναι παραδεκτό μέχρι και δύο νευροτόμια, ήτοι ενώ ξεκίνησε από το επίπεδο 02 (όπως διαπιστώθηκε στην αξονική), μέχρι την διενέργεια της μαγνητικής είχε συγκεντρωθεί πλέον στα επίπεδα 012 (ήτοι δύο νευροτόμια άνω του 02) μέχρι το 07. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι είναι δυνατή η μετακίνηση του αιματώματος και ότι σε κάθε περίπτωση ο χειρουργός Α. Π., που έκανε την πεταλεκτομή, θα διαπίστωνε τόσο τον τραυματισμό όσο και την διαδρομή του αιματώματος.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος καθόσον, αφενός μεν η μετακίνηση του αιματώματος αποδεικνύεται από την διαφορά στις διαπιστώσεις αξονικής - μαγνητικής τομογραφίας, όπου στην αξονική διαπιστώνεται η συλλογή στο 02-03 διάστημα, μετά δε την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος και την διενέργεια της μαγνητικής το αιμάτωμα διαπιστώνεται στα επίπεδα 012-07, αφετέρου δε από το γεγονός ότι ο Α. Π. δεν χειρούργησε την πολιτικώς ενάγουσα στο σημείο 02 ώστε να διαπιστώσει εξ ιδίων τον τραυματισμό και την πλήρη διαδρομή του αιματώματος, αλλά μόνο στο σημείο της πεταλεκτομής στα επίπεδα 08-09-810-011 (μερικώς), εισήγαγε δε μόνο βρεφικό καθετήρα προς τα κάτω και προς τα πάνω προκειμένου να διαπιστώσει τυχόν ύπαρξη αιματώματος ή άλλης συλλογής, με τον τρόπο όμως αυτό δεν ήταν δυνατό να διαπιστώσει είτε την πορεία του αιματώματος είτε το αρχικό σημείο αυτού. Έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικνύεται πλήρως η αρχική ύπαρξη αιματώματος στο 02 επίπεδο, συνεπεία τραυματισμού της σκληρός μήνιγγας από την επισκληρίδιο αναισθησία. Προς επίρρωση των ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι στη δεύτερη μαγνητική τομογραφία που διενεργήθηκε για την επισκόπηση της μετεγχειρητικής πορείας της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας Ε. Δ., στις 13.12.2010, αναφέρεται υποχώρηση σε μεγάλο βαθμό του εμπλουτισμού των μηνίγγων, που σημαίνει ότι την 06.12.2010 υπήρχε εμπλουτισμός, προφανώς από τα χορηγούμενα με την επισκληρίδιο φάρμακα.

Επίσης, στο από 24.05.2011 πρακτικό χειρουργείου του Γ.Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ αναγράφεται ότι στο κατώτερο τμήμα της πεταλεκτομής 011 η σκληρά μήνιγγα επισκοπείται σκουρόχρωμη, που καταδεικνύει τραυματισμό της μήνιγγας και διαπότιση αυτής στο σημείο αυτό χαμηλά της πεταλεκτομής, κοντά στο επίμαχο επίπεδο 02, ενώ και στην από 17.12.2010 ιατρική γνωμάτευση του Γ.Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ αναφέρεται βαριά παραπάρεση στο έδαφος επισκληριδίου αιματώματος. Περαιτέρω, αξίζει να αναφερθεί ότι και ο διορισθείς, κατόπιν παραγγελίας της κ. Πταισματοδίκη Εορδαίας, πραγματογνώμονας Α. Δ., ιατρός αναισθησιολόγος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Η ασθενής Δ. Ε., κατά την εφαρμογή επισκληριδίου αναισθησίας για φυσιολογικό τοκετό υπέστη επισκληρίδιο αιμάτωμα ...» και συνεχίζει «Καθοριστικός παράγων για την μη ανάταξη των επιπλοκών είναι το χρονικό όριο της αντιμετώπισης αυτών που υπερβαίνει τις 8 ώρες (περίπου 24 ώρες)». Αναφορικά με το τελευταίο, ήτοι αν υπήρξε καθυστέρηση στην διακομιδή της πολιτικώς ενάγουσας Ε. Δ. στο Γ.Ν. Παπαγεωργίου, την οποία ο κατηγορούμενος αρνείται, ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρξε ουδεμία καθυστέρηση, αφού κρίσιμο εν προκειμένω, (κατά τους ισχυρισμούς του), είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ της εμφάνισης της παραπληγίας και της χειρουργικής επέμβασης η δε πολιτικώς ενάγουσα, ακόμη και στις 9.20 της 7-12-2010, οπότε αναφέρεται επιδείνωση της κατάστασής της δεν είχε εμφανίσει παραπληγία, αφού «αναφορικά με τον άκρο πόδα συνεχίζουν να είναι στο 90% της μυϊκής ισχύος», οδηγήθηκε δε στο χειρουργείο 12 ώρες μετά την είσοδό της στο ως άνω νοσοκομείο. Σε σχέση με αυτόν τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου λεκτέα τα εξής: Στο έγγραφο ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου (7-12-2010) στα ΑΓΠΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ αναγράφεται: «Αδυναμία - αιμωδίες σκελών άμφω μετά χορήγηση επισκληριδίου αναισθησίας για ανώδυνο τοκετό... Διαταραχές κινητικότητας προοδευτικά επιδεινούμενες σκελών άμφω από 22:30 μ.μ. στις 6-12-2010 σύμφωνα με την ίδια και το θεράποντα αναισθησιολόγο». Ήτοι σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνει η ασθενής (πολιτικώς ενάγουσα) και ο ίδιος ο αναισθησιολόγος (κατηγορούμενος) στους ιατρούς του Παπαγεωργίου, κατά την παράδοση του περιστατικού, οι αιμωδίες και η αδυναμία των κάτω άκρων εμφανίστηκαν από την ώρα της επισκληριδίου και δεν υποχώρησαν σε όλη την διάρκεια της νοσηλείας. Κατά τις βραδινές ώρες η ασθενής εμφάνισε και διαταραχές κινητικότητας

Από τα παραπάνω συμπτώματα, ήτοι την αδυναμία ορθοστάτισης την μη υποχώρηση των αιμωδιών αρκετές ώρες μετά την επισκληρίδιο, τον συριγμό στα αυτιά κλπ. έπρεπε να τεθεί στον κατηγορούμενο η υπόνοια του νωτιαίου αιματώματος και όχι να αξιολογηθούν αυτά ως φυσιολογικές συνέπειες της αναισθησίας και του τοκετού. ’Οταν στις 22:30 η ασθενής εμφάνισε και κινητική διαταραχή, το περιστατικό πλέον ήταν επείγον και έπρεπε να διακομισθεί σε νοσοκομείο άμεσα. (βλ. σχετ. και ένορκη βεβαίωση της Α. Α., με εκεί παραπομπές στη θεωρία). Αυτό όμως δεν συνέβη. Εξάλλου, ότι τα επισκληρίδια αιματώματα αποτελούν επείγουσες καταστάσεις, που χρήζουν άμεσης διάγνωσης και χειρουργικής αντιμετώπισης είναι κάτι που αποδείχθηκε στο Δικαστήριο από όλα τα προσκομισθέντα αποσπάσματα ιατρικών συγγραμμάτων, το δε εν προκειμένω επείγον του περιστατικού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η παθούσα δεν εισήχθη στο χειρουργείο αμέσως μετά την μαγνητική στο Νοσοκομείο ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ.

Αντίθετα η πραγματοποίηση χειρουργείου, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, εκτός προγράμματος, αποτελεί ενέργεια που καταδεικνύει το επείγον της περίπτωσης. Συνολικά από τα ανωτέρω προκύπτει ότι (α) Ο κατηγορούμενος δεν ενημέρωσε πλήρως και κατανοητά την πολιτικώς ενάγουσα πριν την υποβολή της σε επισκληρίδιο αναισθησία για τον τρόπο διενέργειας αυτής, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε αυτή να μπορέσει να σχηματίσει πλήρη εικόνα της κατάστασής της και των ενδεχόμενων συνεπειών που θα είχε η διενέργεια της ως άνω ιατρικής πράξης στην υγεία της και να προχωρήσει, ανάλογα, στη λήψη της σχετικής απόφασης, αν και ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί στην κατά τα ανωτέρω ενημέρωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, (β) Ο κατηγορούμενος προέβη στην εκτέλεση της επισκληριδίου αναισθησίας χωρίς την προηγούμενη συναίνεση της πολιτικώς ενάγουσας αν και είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση πριν από τη διενέργεια της παραπάνω αναφερόμενης ιατρικής πράξης να λάβει τη συναίνεσή της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Εξάλλου, βάσει της ως άνω διάταξης απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη συναίνεση του ασθενή είναι η παροχή αυτής μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση, η οποία στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ουδέποτε έλαβε χώρα. (γ) Ο κατηγορούμενος εφάρμοσε πλημμελώς την τεχνική της επισκληριδίου αναισθησίας αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παράσχει τις ιατρικές του υπηρεσίες στην πολιτικώς ενάγουσα σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης (άρθρο 10 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) και να δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας της (άρθρο 9 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα).

Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εισήγαγε την ειδική βελόνα της επισκληριδίου αναισθησίας (Tuohy 18G) και στη συνέχεια τον επισκληρίδιο καθετήρα στο ύψος 02 στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής της στήλης δηλαδή στο σημείο που τελευτά ο νωτιαίος μυελός (βλ. ιδίως την από 06-06- 2013 πραγματογνωμοσύνη του νομίμως διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Δ., το πόρισμα της από 07-12-2010 αξονικής τομογραφίας, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ι. Μ. και την ένορκη βεβαίωση της Α. Α., ιατρού, Ειδικής Ιατροδικαστή, Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ.), παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης τα παραδεκτά και ακίνδυνα για πιθανότητα τραυματισμού διαστήματα είναι τα μεσοσπονδύλια διαστήματα 02-03 ή 03-04 ή 04-05 (βλ. την αμέσως παραπάνω πραγματογνωμοσύνη και την προσκομιζόμενη βιβλιογραφία). Στη συνέχεια, μετά την τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα ο κατηγορούμενος δεν χορήγησε δόση ελέγχου (δοκιμαστική δόση), (βλ. ανωτέρω), αν και σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης μετά την εφαρμογή της τεχνικής εντοπισμού του επισκληριδίου χώρου πρέπει να χορηγείται δόση ελέγχου, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τρώσης της σκληράς μήνιγγας και έκχυσης του φαρμάκου υπαραχνοειδώς ή ενδοαγγειακής τοποθέτησης του καθετήρα. Εξαιτίας δε των παραπάνω χειρισμών του κατηγορουμένου κατά την παρακέντηση για την τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα προκλήθηκε τραυματισμός αγγείου και στη συνέχεια επισκληρίδιο αιμάτωμα (βλ. ιδίως την αμέσως παραπάνω πραγματογνωμοσύνη σε συνδυασμό προς το περιεχόμενο της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Ι. Μ., καθώς και την ένορκη βεβαίωση της Α. Α.).

Εξάλλου, το ενδεχόμενο να προκλήθηκε το επισκληρίδιο αιμάτωμα από αυτόματη ρήξη επισκληριδίου αιμαγγειώματος πρέπει να αποκλειστεί στην προκείμενη περίπτωση, καθώς ο τοκετός της πολιτικώς ενάγουσας ολοκληρώθηκε φυσιολογικά και χωρίς προβλήματα μέσα σε σαράντα μόλις λεπτά από τη χορήγηση της πρώτης δόσης της επισκληριδίου αναισθησίας και δεν ήταν εργώδης, (δ) Ο κατηγορούμενος μετά την ολοκλήρωση του τοκετού και τη μεταφορά της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας στο θάλαμο νοσηλείας της μετέβη στην άλλη αίθουσα τοκετού για τη χορήγηση επισκληριδίου αναισθησίας στη δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα Α. Μ., αναθέτοντας τη φροντίδα της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας στις μαίες της κλινικής οι οποίες όμως δεν είχαν ούτε τις γνώσεις, ούτε την ικανότητα να προβούν στους απαραίτητους ελέγχους της αισθητικότητας και της κινητικότητας της πολιτικώς ενάγουσας και να διαγνώσουν τις επιπλοκές από την επισκληρίδιο αναισθησία, και μετά την ολοκλήρωση του τοκετού της Α. Μ. αποχώρησε από την κλινική, αν και σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης ο κατηγορούμενος όφειλε να παρακολουθεί ο ίδιος την παθούσα για τέσσερεις (4) τουλάχιστον ώρες μετά τον τοκετό, διενεργώντας τους απαραίτητους ελέγχους αισθητικότητας και κινητικότητας προκειμένου να διαγνώσει και να προλάβει ενδεχόμενες επιπλοκές, ή σε περίπτωση κωλύματος του να αναθέσει την παρακολούθησή της σε πρόσωπο ικανό να την αναλάβει (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 2 και 21 παρ. 5 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας).

Όπως δε προαναφέρθηκε, η Ε. Δ. αμέσως μετά τον τοκετό άρχισε να εμφανίζει έντονο ρίγος πόνους χαμηλή πίεση, υπαισθησία κάτω άκρων και αδυναμία ούρησης και μετά τις 17.00' εμφάνισε συμπτώματα παραλυσίας του κάτω μέρους του σώματός της. Τα παραπάνω συμπτώματα κατεδείκνυαν επιπλοκή της επισκληριδίου αναισθησίας και συγκεκριμένα νευρολογική βλάβη. Ωστόσο, επειδή ο κατηγορούμενος δεν φρόντισε να διατηρεί την πολιτικώς ενάγουσα υπό τη συνεχή επίβλεψη και παρακολούθησή του μετά τον τοκετό και τη χορήγηση επισκληριδίου αναισθησίας, ούτε ανέθεσε την επίβλεψη και παρακολούθησή της σε πρόσωπο ικανό να την αναλάβει, ούτε της επέστησε την προσοχή για τον κίνδυνο που διέτρεχε η υγεία της εξαιτίας της χορήγησης της επισκληριδίου αναισθησίας, ώστε να τον καλέσει άμεσα σε περίπτωση εμφάνισης των παραπάνω συμπτωμάτων, δεν μπόρεσε να εκτιμήσει ορθά και έγκαιρα τα παραπάνω συμπτώματα που εμφανίστηκαν μετά τον τοκετό καιυποδήλωναν την ύπαρξη επισκληριδίου αιματώματος και συνακόλουθα να προβεί σε άμεσες ενέργειες για την αντιμετώπιση της επιπλοκής και την αποκατάσταση της υγείας της πολιτικώς ενάγουσας, ήτοι στις απαιτούμενες εξετάσεις (αιματολογικό- βιοχημικό έλεγχο, αξονική και μαγνητική τομογραφία) για τη διάγνωση του επισκληριδίου αιματώματος και σε παραπομπή της στον αρμόδιο γιατρό (νευροχειρούργο). Αντίθετα, ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε την πιθανότητα ύπαρξης επιπλοκής μετά τις 02.50' της 7ης Δεκεμβρίου 2010, δηλαδή δώδεκα (12) ώρες μετά τον τοκετό και εννέα (9) ώρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων παραλυσίας του κάτω μέρους του σώματος της πολιτικώς ενάγουσας, και ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση τη διακομιδή της στη νευροχειρουργική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ», ήτοι στις 06.00’ της ίδιας ημέρας. Στο σημείο αυτό πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης τα επισκληρίδιο αιματώματα αποτελούν επείγουσες καταστάσεις που χρήζουν άμεσης διάγνωσης και πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά (με αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού) εντός χρονικού διαστήματος οκτώ (8) ωρών από την εμφάνιση των νευρολογικών εκδηλώσεων του αιματώματος, έτσι ώστε να επιτευχθεί πλήρης νευρολογική αποκατάσταση του ασθενούς (βλ. ιδίως την από 06-06-2013 πραγματογνωμοσύνη του νομΐμως διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Δ., Ν. Γοργία, Επιπλοκές Τοποπεριοχικής Αναισθησίας, σελ. 68-69, Δημήτριο Βασιλάκο, Αναισθησιολογία & Εντατική Θεραπεία, σελ. 233). Επομένως, η μη έγκαιρη αξιολόγηση της επιπλοκής που εμφανίστηκε μετά τον τοκετό και η καθυστέρηση στην παραπομπή της πολιτικώς ενάγουσας στον αρμόδιο ιατρό και στη χειρουργική αντιμετώπιση του αιματώματος συνετέλεσαν στη δυσμενή έκβαση της επιπλοκής (βλ. σχ. την από 06-06-2013 πραγματογνωμοσύνη του νομΐμως διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Δ. και την με αριθμό πρωτοκόλλου 147/18-11-2011 έκθεση ελέγχου των Επιθεωρητών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π.). Εξάλλου, οι παραπάνω ενέργειες και παραλείψεις του κατηγορουμένου συνδέονται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη, την οποία υπέστη η πολιτικώς ενάγουσα, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιδείκνυε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος μπορούσε να προβλέψει την επελθούσα σωματική βλάβη της πρώτης πολιτικώς ενάγουσας και ότι υπείχε σχετική υποχρέωση λόγω της ιατρικής του ιδιότητας και της απορρέουσας από αυτή εγγυητικής του ευθύνης προς το πρόσωπο αυτής, δεν προέβλεψε το εν λόγω αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, με συνέπεια να μη λάβει κανένα μέτρο για την αποφυγή του.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 06-12-2010 και περί ώρα 07.00' εισήχθη στην παραπάνω αναφερόμενη ιδιωτική κλινική και η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα Α. Μ. του Ρ., η οποία ήταν επίτοκος και βρισκόταν ήδη σε κατάσταση παράτασης κύησης, προκειμένου να γεννήσει το πρώτο της τέκνο. Μαιευτήρας - γυναικολόγος αυτής ήταν ο Π. Μ. του Α. Περί ώρα 13.30’ χορηγήθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα φάρμακο oxytocine για την πρόκληση τοκετού και λίγο αργότερα άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού. Στη συνέχεια ο μαιευτήρας - γυναικολόγος της Π. Μ. κάλεσε τον κατηγορούμενο, τον οποίο η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα δεν γνώριζε προηγουμένως, στην αίθουσα τοκετού, προκειμένου ο τελευταίος να διενεργήσει σε αυτήν επισκληρίδιο αναισθησία. Η πολιτικώς ενάγουσα δε γνώριζε με ακρίβεια τι είναι η επισκληρίδιος αναισθησία, αφού ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο γυναικολόγος της την ενημέρωσαν πλήρως και κατανοητά για την πραγματική κατάσταση της υγείας της, για τον τρόπο διενέργειας αυτής τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεση της προτεινόμενης ιατρικής πράξης καθώς και τις εναλλακτικές προτάσεις και τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης ώστε η τελευταία (δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα) να μπορεί να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών παραγόντων και συνεπειών και να προχωρήσει ανάλογα στην λήψη της απόφασης. Επιπλέον ουδέποτε ελήφθη η προηγούμενη συναίνεση της παθούσας καθόσον πουθενά δεν υπάρχει έγγραφο που να την επιβεβαιώνει, η δε ενδεχόμενη προφορική συναίνεση αυτής όπως την εξέθεσε ο κατηγορούμενος, ήτοι λίγες στιγμές πριν την πραγματοποίησή της και μάλιστα με την συγκεκριμένη παθούσα, η οποία δεν κατανοεί πλήρως την Ελληνική γλώσσα, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου καθώς υπό το καθεστώς πόνου στο οποίο βρισκόταν τη στιγμή εκείνη η παθούσα δεν μπορεί να νοηθεί ότι είχε την απαιτούμενη ικανότητα συναίνεσης, αλλά αντίθετα καθίσταται προφανές ότι θα δεχόταν οποιαδήποτε ιατρική ενέργεια που θα ήταν σε θέση να διώξει τον παρόντα την στιγμή εκείνη πόνο. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η επισκληρίδιος αναισθησία διενεργήθηκε στις 15.00 ’, οπότε χορηγήθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα η πρώτη δόση, χωρίς προηγουμένως να προηγηθεί η ιατρικά αποδεκτή και αναγνωρισμένη δόση ελέγχου (δοκιμαστική δόση), η οποία είναι επιβεβλημένη, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τρώσης της σκληράς μήνιγγας και έγχυσης του φαρμάκου υπαραχνοειδώς ή ενδοαγγειακής τοποθέτησης του καθετήρα. Στην πολιτικώς ενάγουσα χορηγήθηκε διάλυμα από naropeine, ήτοι τοπικό αναισθητικό, το οποίο περιέχει ως φαρμακευτική ουσία ροπιβακαΐνη υδροχλωρική και fentanyl, ήτοι συνθετικό οπιοειδές, με φαρμακευτική ουσία τη φαιντανύλη, η οποία χρησιμοποιείται ως αναλγητικό κατά τη διάρκεια αναισθησίας. Κατά τη στιγμή της χορήγησης της αναισθησίας, η πολιτικώς ενάγουσα αισθάνθηκε ένα πολύ δυνατό πόνο, σαν κάψιμο, σαν να σκάει μία βόμβα μέσα της άρχισε να πνίγεται, δεν μπορούσε να ανασάνει και φώναζε να βγάλουν τη βελόνα. Παρόλα αυτά ο κατηγορούμενος αγνοώντας τη συμπτωματολογία και τις αντιδράσεις της πολιτικώς ενάγουσας συνέχισε τη διενέργεια της επισκληριδίου αναισθησίας, οπότε ακολούθησαν άλλες δύο δόσεις, με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες φαρμακευτικές ουσίες στις 16.10’ και στις 17.30’. Στις 18.00 ’ η Α. Μ. του Ρ. γέννησε φυσιολογικά ένας υγιές άρρεν νεογνό βάρους 4.250 γραμμαρίων και μήκους 55 εκατοστών μετά από ευρεία χειρουργική περινεοτομή. Η συρραφή του περινέου έγινε υπό συνθήκες γενικής αναισθησίας και διήρκεσε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μίας ώρας. Στις 20.30’ η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα μεταφέρθηκε στον θάλαμο νοσηλείας και ο κατηγορούμενος αποχώρησε από την κλινική. Στις 23.30’ η Α. Μ. άρχισε να παρουσιάζει πόνους στο υπογάστριο λόγω της περινεοτομής και αδυναμία βάδισης, η οποία αποδόθηκε σε παράταση της επισκληριδίου αναισθησίας Περί ώρα 04.00’ της 7ης Δεκεμβρίου 2010 ο κατηγορούμενος ο οποίος είχε εντωμεταξύ επιστρέφει στην κλινική,επισκέφθηκε την Α. Μ. στο θάλαμο νοσηλείας της. Μετά από εξέταση που διενήργησε ο ίδιος στην πολιτικώς ενάγουσα διαπίστωσε ότι η τελευταία εμφάνιζε έντονο άλγος στην περινεϊκή χώρα, αιμωδίες κάτω άκρων και μείωση της κινητικότητας των κάτω άκρων. Στις 06.00' της ίδιας ημέρας και λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας της και ενώ παράλληλα ο κατηγορούμενος είχε σε εξέλιξη και τη μεταφορά της έτερης πολιτικώς ενάγουσας, προτίμησε να μεταφερθεί η Α. Μ. με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», με τη συνοδεία του μαιευτήρα - γυναικολόγου της Π. Μ. Εκεί εισήχθη στη Νευροχειρουργική Κλινική του παραπάνω νοσοκομείου με αιτία εισόδου: «οξεία παραπάρεση μετά από επισκληρίδιο αναισθησία». Από την κλινική εξέταση που διενεργήθηκε σε αυτήν διαπιστώθηκε έκπτωση της μυϊκής ισχύος των κάτω άκρων άμφω (2/5), έκπτωση της αισθητικότητας των κάτω άκρων με επίπεδο υπαισθησίας Θ12 και αντανακλαστικά κάτω άκρων καταργημένα. Στη συνέχεια, η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα υποβλήθηκε σε επείγουσα μαγνητική τομογραφία, το πόρισμα της οποίας ήταν: «Δεν παρατηρούνται εμφανή ευρήματα για επισκληρίδιο αιμάτωμα στην περιοχή κατώτερης θωρακικής μοίρας ΟΜΣΣ. Περιορισμένης έκτασης οίδημα στα μαλακά μόρια και στους μύες περί την ακανθώδη απόφυση του 01Ό2 διαστήματος στην (περιοχή εισόδου βελόνης επισκληριδίου αναισθησίας;) Κεντρική προβολή δίσκου στο διάστημα 04-05 (...)»· Επιπλέον, διενεργήθηκε και νευροφυσιολογικός έλεγχος άνω και κάτω άκρων, από τον οποίο δεν διαπιστώθηκε καθυστέρηση στην αγωγή των ερεθισμάτων παρά μόνο χαμηλού δυναμικού κυματομορφές ιδίως από το (ΔΕ) κνημιαίο ν. Ενόψει των ανωτέρω, οι ιατροί του Γ.Ν. Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ» έκριναν ότι η Α. Μ. δεν χρήζει ιδιαίτερης επείγουσας νευροχειρουργικής αντιμετώπισης. Το γεγονός ότι με τη διενεργηθείσα μαγνητική τομογραφία δεν διαπιστώθηκε χωροκατακτητικής φύσης εύρημα, όπως αιμάτωμα, το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί χειρουργικά, δεν σημαίνει ότι η κατάσταση υγείας της πολιτικώς ενάγουσας ήταν καλή· για το λόγο αυτό άλλωστε παρέμεινε νοσηλευόμενη στο ως άνω νοσοκομείο για χρονικό διάστημα περίπου μίας εβδομάδας. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο παραπάνω νοσοκομείο παρουσίασε κλινική βελτίωση με αύξηση της μυϊκής ισχύος στα άκρα. Την 14- 12-2010 η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα εξήλθε από την ως άνω κλινική κινητοποιημένη και σε καλή γενική κατάσταση και διακομίσθηκε στην Παθολογική Κλινική του Γ.Ν. Κοζάνης «ΜΑΜΑΤΣΕΙΟ» για συνέχιση νοσηλείας και πιο συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση των εκδηλώσεων της ιππουρίδας (δυσκοιλιότητα - επίσχεση ούρων) και την ενίσχυση της ισχύος των κάτω άκρων (φαρμακευτικά - κινησιοθεραπεία), με αιτία εισόδου οξεία παραπάρεση. Η Α. Μ. παρέμεινε νοσηλευόμενη στο Γ.Ν. Κοζάνης «ΜΑΜΑΤΣΕΙΟ» έως την 30η. 12.2010, ήτοι για χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων, οπότε εξήλθε με διάγνωση εξόδου «οξεία παραπάρεση μετά επισκληριδίου αναισθησίας κατά τη διάρκεια φυσιολογικού τοκετού». Μετά την έξοδό της από το παραπάνω νοσοκομείο η ασθενής ακολούθησε τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών. Ωστόσο, επειδή η κατάσταση ιδίως των αντανακλαστικών αφόδευσης - ούρησης δημιουργούσαν έντονα προβλήματα αναφορικά με ζωτικής σημασίας λειτουργίες (αφόδευση - ούρηση - πλήρης έλλειψη libido), την 11-11-2011 υποβλήθηκε σε νέα εξέταση μαγνητικής τομογραφίας. Σύμφωνα με το πόρισμα της ως άνω μαγνητικής τομογραφίας: «Κατά το οπίσθιο τοίχωμα του σπονδυλικού σωλήνα παρατηρείται ευμεγέθης επισκληρίδιο συλλογή (...), η οποία εκτείνεται κεφαλουραίως έως το επίπεδο Θ2 του σπονδύλου προς τα άνω και του 03 σπονδύλου προς τα κάτω. Η περιγραφόμενη συλλογή ασκεί μέτρια έως και σημαντική χωροκατακτητική δράση επί του νωτιαίου μυελού απωθώντας τον προς τα εμπρός». Στη συνέχεια, η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα απευθύνθηκε στον ιδιώτη ιατρό - νευροχειρούργο του Ιατρικού Διαβαλκανικού Θεσσαλονίκης Χ. Α., ο οποίος με την από 30-11-2011 ιατρική γνωμάτευσή του βεβαίωσε ότι η πολιτικώς ενάγουσα «έπασχε από υποσκληρίδια εγκιστωμένη συλλογή ΕΝΥ από το ύψος Θ3 έως και 03 με πίεση του νωτιαίου μυελού και της ιππουρίδας και σήμα μυελοπάθειας στο ύψος Θ4 που της προκαλούσε παραπάρεση». Την 23-11-2011 η πολιτικώς ενάγουσα υποβλήθηκε σε πεταλεκτομή 03, εκκένωση της συλλογής και λύση των συμφύσεων της ιππουρίδας λόγω παχυαραχνοειδίτιδας. Μετεγχειρητικά η ασθενής ανέφερε βελτίωση από τα κάτω άκρα και ικανοποιητική βελτίωση των αντανακλαστικών αφόδευσης - ούρησης. Εντούτοις, η βελτίωση αυτή ήταν πρόσκαιρη. Σε επανέλεγχο μαγνητικής τομογραφίας την 19-01-2012, ήτοι σε χρονικό διάστημα λιγότερο των δύο μηνών μετά από τη διενέργεια της προπεριγραφόμενης εγχείρισης, διαπιστώθηκε εκ νέου η συγκέντρωση ΕΝΥ (Θ2-03) με εκ νέου επιδείνωση των δυσάρεστων επιπλοκών. Ειδικότερα, στο πόρισμα της ως άνω μαγνητικής αναφέρεται: «Στα πλαίσια της παρούσας εξέτασης επανελέγχεται η γνωστή επισκληρίδιο συλλογή, εκτεινόμενη κατά το οπίσθιο τοίχωμα του σπονδυλικού σωλήνα στο επίπεδο των Θ2 έως 03 σπονδύλων, η οποία επικοινωνεί με τον υπαραχνοειδή χώρο, καθώς αποτελείται από ΕΝΥ (FLAIR) και συγκριτικά με την προηγούμενη εξέταση (MRI 15-11-2011) δεν δεικνύει ουσιώδη μεταβολή. Ο νωτιαίος μυελός υφίσταται πιεστικά φαινόμενα λόγω της χωροκατακτητικής δράσης της συλλογής και απωθείται προς τα εμπρός, χωρίς να αναγνωρίζονται εμφανή ευρήματα μυελοπάθειας». Μετά από αυτήν την εξέλιξη η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα έλαβε την απόφαση να μεταβεί στο εξειδικευμένο Ινστιτούτο Νευροχειρουργικής «Μπουρντένκο» της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στο οποίο εισήχθη με κλινική εικόνα νόσου: «1. Σύνδρομο άλγους στην οσφυοϊερή χώρα με αντανάκλαση και στα πόδια, περισσότερο στο αριστερό. 2. Παραπάρεση κάτω άκρων, περισσότερο αριστερά. 3. Νευρογενής ουροδόχος κύστη. Διαταραχή αφόδευσης τύπου κατακράτησης. 4. Στη μαγνητική τομογραφία παρατηρείται αραχνοειδής κύστη στο επίπεδο της θωρακικής και οσφυϊκής χώρας της σπονδυλικής στήλης». Την 13-03-2012 υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση στο ως άνω νευροχειρουργικό κέντρο, στην οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη στα επίπεδα 03-04 αραχνοειδούς σύμφυσης με συνυπάρχουσα κύστη και στο επίπεδο Θ5 αντίστοιχης αραχνοειδούς σύμφυσης. Μετά την εγχείριση σημειώθηκε θετική νευρολογική δυναμική με μορφή μερικής αποκατάστασης της αισθητικότητας στα κάτω άκρα, βελτίωση των κινητικών λειτουργιών στα κάτω άκρα, μείωση της ποσότητας υπολειπόμενων ούρων. Ωστόσο, η βελτίωση της κατάστασης της πολιτικώς ενάγουσας ήταν και πάλι πρόσκαιρη. Την 05-03-2013 διενεργήθηκε νέα μαγνητική τομογραφία. Σύμφωνα με το πόρισμα της τελευταίας αυτής εξέτασης: «Συγκριτικός έλεγχος με την προηγούμενη εξέταση (MRI 19-01- 2012) αναδεικνύει χωρίς ουσιώδη διαφοροποίηση την γνωστή επισκληρίδια συλλογή, η οποία εκτείνεται κεφαλουραίως στο επίπεδο των Θ2 έως 03 σπονδύλων, (...) και φέρεται να επικοινωνεί με τον υπαραχνοειδή χώρο (...). Η περιγραφόμενη συλλογή λόγω της χωροκατακτητικής συμπεριφοράς ασκεί ποικίλου βαθμού πιεστικά φαινόμενα επί του νωτιαίου μυελού χωρίς εμφανείς ενδείξεις μυελοπάθειας». Έκτοτε, η κατάσταση της πολιτικώς ενάγουσας παραμένει αμετάβλητη, πάσχουσα από διάχυτη αραχνοειδίτιδα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος εισήγαγε την ειδική βελόνα της επισκληριδίου αναισθησίας (Tuohy 18G) και στη συνέχεια τον επισκληρίδιο καθετήρα στο μεσοσπονδύλιο διάστημα 01-02, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης τα πλέον παραδεκτά και ακίνδυνα για πιθανότητα τραυματισμού του νωτιαίου μυελού διαστήματα σε μαιευτικά γυναικολογικά περιστατικά είναι τα μεσοσπονδύλια διαστήματα 02-03 ή 03-04 ή 04-05 (βλ. ιδίως την από 06.06.2013 πραγματογνωμοσύνη του ιατρού - αναισθησιολόγου Α. Δ.). Επίσης, έγχυσε τις φαρμακευτικές ουσίες ροπιβακαΐνη υδροχλωρική και φαιντανύλη όχι στον επισκληρίδιο χώρο, ως έπρεπε, αλλά στον υπαραχνοειδή. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το διαπιστωθέν με την από 07η. 12.2010 μαγνητική τομογραφία οίδημα στην ακανθώδη απόφυση του 01-02 διαστήματος, οφείλεται στη γυναικολογική στάση της επιτόκου κατά τη διάρκεια του τοκετού δεν μπορεί να γίνει δεκτός, καθόσον τυχόν ερεθισμός λόγω της πολύωρης γυναικολογικής θέσης θα καταλάμβανε σαφώς μεγαλύτερο τμήμα της θωρακοοσφυϊκής μοίρας της επιτόκου και δεν θα εντοπιζόταν - περιοριζόταν μόνο στο διάστημα μεταξύ των 01-02 οσφυϊκών σπονδύλων. Στη συνέχεια, μετά την τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα ο κατηγορούμενος δεν χορήγησε δοκιμαστική δόση, αν και σύμφωνα με τους γενικό παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης μετά την εφαρμογή της τεχνικής εντοπισμού του επισκληριδίου χώρου πρέπει να χορηγείται δόση ελέγχου, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τρώσης της σκληράς μήνιγγας ή ενδοαγγειακής τοποθέτησης του καθετήρα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στο δελτίο αναισθησίας ουδαμώς αναφέρεται η διενέργεια δοκιμαστικής δόσης, ή το είδος φαρμάκου και η ποσότητα που χορηγήθηκε ως δοκιμαστική δόση, ενέργεια που είναι υποχρεωτική σε οιαδήποτε χορήγηση φαρμάκου σε ασθενή και δεν είναι νοητή η παράλειψη αναφοράς του.

Η πλημμελής αυτή ενέργεια από τον κατηγορούμενο συνιστά παρέκκλιση από τη «legeartis» άσκηση της ιατρικής συνδέεται αιτιακά με το επελθόν αποτέλεσμα (τρώση της σκληράς μήνιγγας, έγχυση των φαρμακευτικών ουσιών υπαραχνοειδώς και φλεγμονή της αραχνοειδούς μήνιγγας), το οποίο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν ο κατηγορούμενος προέβαινε, στην ιατρικά αποδεκτή και αναγνωρισμένη δοκιμαστική δόση πριν από τη διενέργεια της επισκληριδίου αναισθησίας. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά τη διενέργεια της επισκληριδίου αναισθησίας για δυσφορία, πόνους κάψιμο και δυσκολία στην αναπνοή, εμφανίζοντας μη συνήθη συμπτωματολογία, ο κατηγορούμενος δεν διέκοψε τη διαδικασία της επισκληριδίου, προκειμένου να ελέγξει το ακριβές σημείο τοποθέτησης του επισκληριδίου καθετήρα και να προβεί στη συνέχεια σε αλλαγή του πλάνου της αναισθησίας αλλά καθησύχασε την πολιτικώς ενάγουσα ότι επρόκειτο περί ωδινών του τοκετού και συνέχισε τη χορήγηση της επισκληριδίου αναισθησίας στον ίδιο χώρο. Η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, διαγνώστηκε με διάχυτη αραχνοειδίτιδα λόγω άσηπτης, ήτοι μη μικροβιακής, φλεγμονής της αραχνοειδούς μήνιγγας. Το ότι είναι διάχυτη σημαίνει ότι ένα γενικότερο αίτιο επηρέασε την αραχνοειδή μήνιγγα. Τέτοια γενικότερα αίτια είναι ή μία λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος - που ουδαμώς διαπιστώθηκε ή μία αντίδραση σε χημικούς παράγοντες, όπως τα αναισθητικά φάρμακα (βλ. και την από 23-04-2014 ιατρική πραγματογνωμοσύνη στα πλαίσια της από 27-8- 2013 με Α.Π. 452 κλήσης του Ιατρικού Συλλόγου Κοζάνης του Β. Ο., ιατρού αναισθησιολόγου - εντατικολόγου). Σύμφωνα με τα προηγουμένως αναφερόμενα έλαβε χώρα τρώση της σκληράς μήνιγγας και έγχυση του φαρμάκου στον υπαραχνοειδή χώρο, με αποτέλεσμα τη φλεγμονή της αραχνοειδούς μήνιγγας από τις χορηγούμενες φαρμακευτικές ουσίες ροπιβακαΐνη υδροχλωρική και φαιντανύλη και την ανάπτυξη διάχυτης αραχνοειδίτιδας. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή θα είχαμε ραχιαία αναισθησία, αφού οι επιπτώσεις αυτής οι οποίες εντοπίζονται στο κυκλοφορικό και αναπνευστικό σύστημα, εξαρτώνται από την έκταση της αναισθησίας, που επηρεάζει το ύψος του συμπαθητικού αποκλεισμού, οι δε νευρολογικές επιπλοκές (όπως πονοκέφαλος, 24-48 ώρες μετά τη ραχιαία αναισθησία και η οσφυαλγία) όταν επέλθουν δεν είναι πάντα σοβαρές (βλ. Ε. Α., «Περιοχική Αναισθησία» σελ. 163 επ.). Ας επισημανθεί, άλλωστε, στη θέση αυτή ότι η αραχνοειδίτιδα είναι μια πάθηση με συμπτωματολογία εξελισσόμενη, το δε αίτιο που την προκαλεί δυνατό να προσδιοριστεί σε προγενέστερο χρονικό σημείο από την πλήρη εκδήλωση των συμπτωμάτων (βλ. παραπάνω την κατάθεση του προτεινόμενου από τον κατηγορούμενο μάρτυρα υπεράσπισης Κ. Π.). Η άλλη επιστημονική εξήγηση που δόθηκε από τον κατηγορούμενο για την εμφάνιση της διάχυτης αραχνοειδίτιδας είναι ότι ευθύνεται για αυτήν η προβολή μεσοσπονδύλιου δίσκου σε συνδυασμό με τον εργώδη τοκετό που είχε η πολιτικώς ενάγουσα, που είχε σαν αποτέλεσμα την πίεση του νωτιαίου μυελού. Ο ισχυρισμός αυτός καταρρίπτεται καθώς α) ουδείς μάρτυρας κατέθεσε, μηδέ από έγγραφο προέκυψε ότι η προβολή του δίσκου από μόνη της θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμφάνιση αραχνοειδίτιδας (βλ. σχετ. και την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Κ. Π.), ο δε συνδυασμός αυτής με έναν εργώδη τοκετό και πίεση του νωτιαίου μυελού θα είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση τοπικής και όχι διάχυτης αραχνοειδίτιδας όπως εν προκειμένω η οποία εκτείνεται κεφαλουραίως στην θωρακοοσφυϊκή μοίρα, από το ύψος του 03 θωρακικού σπονδύλου μέχρι το ύψος του 04 οσφυϊκού σπονδύλου και β) η υποσκληρίδια συλλογή εγκεφαλονωτιαίου υγρού ασκεί πιεστικά φαινόμενα στο οπίσθιο τοίχωμα του σπονδυλικού σωλήνα, η δε κήλη του 04-05 μεσοσπονδύλιου δίσκου που εμφανίζει η πολιτικώς ενάγουσα ασκεί μέτρια πιεστικό φαινόμενα στην πρόσθια επιφάνεια του μηνιγγικού σάκου, ήτοι σε διαφορετικό ανατομικό πεδίο. Η τρώση λοιπόν της σκληράς μήνιγγας και η έγχυση των φαρμακευτικών ουσιών στον υπαραχνοειδή χώρο συνδέεται αιτιακά με τη σταδιακή δημιουργία τόσο της εγκυστωμένης υποσκληρίδιας συλλογής εγκεφαλονωτιαίου υγρού, που διαπιστώθηκε από το ύψος 03 θωρακικού σπονδύλου έως το ύψος του 04 οσφυϊκού σπονδύλου όσο και της εμφάνισηςδιάχυτης αραχνοειδίτιδας. Τα παραπάνω επιρρωνύονται και από την από 06- 06-2013 πραγματογνωμοσύνη του νομίμως διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Δ., στην οποία αναφέρεται ότι η δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα Α. Μ. του Ρ. μετά από επισκληρίδιο αναισθησία για τη διενέργεια φυσιολογικού τοκετού υπέστη εγκεκυστωμένη υποσκληρίδια συλλογή (χειρουργηθείσα δις) Ε.Ν.Υ., αραχνοειδίτιδα ιππουρίδος με αποτέλεσμα ορθοκυστικές διαταραχές και πλήρη απώλεια libido (βλ. σχετ. και την από 18-11-2011 έκθεση ελέγχου που υπογράφει ο ιατρός Α. Μ. σύμφωνα με την οποία «Τα ανωτέρω προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η κυρία Μ. είναι αποτέλεσμα των επιπλοκών που παρουσιάστηκαν μετά την επισκληρίδιο αναισθησία...»).

Συνολικά απ' όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η παραπάνω σοβαρή και μη αναστρέψιμη σωματική βλάβη της δεύτερης πολιτικώς ενάγουσας οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του κατηγορούμενου αναισθησιολόγου. Ειδικότερα: (°) Ο κατηγορούμενος δεν ενημέρωσε πλήρως και κατανοητά την πολιτικώς ενάγουσα πριν την υποβολή της σε επισκληρίδιο αναισθησία για τον τρόπο διενέργειας αυτής, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε αυτή να μπορέσει να σχηματίσει πλήρη εικόνα της κατάστασής της και των ενδεχόμενων συνεπειών που θα είχε η διενέργεια της ως άνω ιατρικής πράξης στην υγεία της και να προχωρήσει, ανάλογα, στη λήψη της σχετικής απόφασης, αν και ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί στην κατά τα ανωτέρω ενημέρωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (β) Ο κατηγορούμενος προέβη στην εκτέλεση της επισκληριδίου αναισθησίας χωρίς την προηγούμενη συναίνεση της πολιτικώς ενάγουσας αν και είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση πριν από τη διενέργεια της παραπάνω αναφερόμενης ιατρικής πράξης να λάβει τη συναίνεσή της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Εξάλλου, βάσει της ως άνω διάταξης απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη συναίνεση του ασθενή είναι η παροχή αυτής μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση, η οποία στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ουδέποτε έλαβε χώρα. (γ) Ο κατηγορούμενος εφάρμοσε πλημμελώς την τεχνική της επισκληριδίου αναισθησίας, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παράσχει τις ιατρικές του υπηρεσίες στην πολιτικώς ενάγουσα σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης (άρθρο 10 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) και να δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας της (άρθρο 9 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα). Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος εισήγαγε την ειδική βελόνα της επισκληριδίου αναισθησίας (Tuohy 18G) και στη συνέχεια τον επισκληρίδιο καθετήρα στο μεσοσπονδύλιο διάστημα 01-02 [βλ. ιδίως την από 06-06-2013 πραγματογνωμοσύνη του νομιμως διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Δ., το πόρισμα της από 07-12-2010 μαγνητικής τομογραφίας και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Χ. Κ. (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) και Ι. Μ.], παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης τα παραδεκτά και ακίνδυνα για πιθανότητα τραυματισμού του νωτιαίου μυελού διαστήματα είναι τα μεσοσπονδύλια διαστήματα 02-03 ή 03-04 ή 04-05 (βλ. την αμέσως παραπάνω πραγματογνωμοσύνη και την προσκομιζόμενη βιβλιογραφία). Στη συνέχεια, μετά την τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα ο κατηγορούμενος δεν χορήγησε δόση ελέγχου (δοκιμαστική δόση), (βλ. ανωτέρω), αν και σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης μετά την εφαρμογή της τεχνικής εντοπισμού του επισκληριδίου χώρου πρέπει να χορηγείται δόση ελέγχου, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τρώσης της σκληράς μήνιγγας ή ενδοαγγειακής τοποθέτησης του καθετήρα. Εξαιτίας δε των παραπάνω χειρισμών του κατηγορουμένου κατά την παρακέντηση για την τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα προκλήθηκε μερική τρώση της σκληράς μήνιγγας, λόγω της οποίας εγχύθηκε το τοπικό αναισθητικό στον υπαραχνοειδή χώρο [βλ. σχ. ιδίως την παραπάνω αναφερόμενη πραγματογνωμοσύνη σε συνδυασμό προς το περιεχόμενο των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων Χ. Κ. (οπόπρωτοβάθμιο Δικαστήριο) και Ι. Μ.].

Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά τη διενέργεια της επισκληριδίου αναισθησίας για δυσφορία, πόνους, κάψιμο και δυσκολία στην αναπνοή, ο κατηγορούμενος δεν διέκοψε την διαδικασία της επισκληριδίου, προκειμένου να ελέγξει το ακριβές σημείο τοποθέτησης του επισκληριδίου καθετήρα και να προβεί στη συνέχεια σε αλλαγή του πλάνου της αναισθησίας, αλλά καθησύχασε την πολιτικώς ενάγουσα ότι επρόκειτο περί ωδινών του τοκετού και συνέχισε τη χορήγηση της επισκληριδίου αναισθησίας στον ίδιο χώρο. Η μερική τρώση της σκληράς μήνιγγας συνδέεται αιτιακά με τη σταδιακή δημιουργία τόσο της εγκεκυστωμένης υποσκληρίδιας συλλογής εγκεφαλονωτιαίου υγρού όσο και της αραχνοειδίτιδας της ιππουρίδας. Εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση πρέπει να αποκλειστεί τόσο το ενδεχόμενο να δημιουργήθηκαν σταδιακά η εγκιοτωμένη συλλογή ΕΝΥ και οι συμφύσεις στην ιππουρίδα από κάκωση που υπέστη η ιππουρίδα από την έντονη πίεση κατά τη δίοδο από τον γενετικό σωλήνα του νεογνού λόγω των μεγάλων διαστάσεων του, όσο και το ενδεχόμενο να προκλήθηκε η αραχνοειδίτιδα από την προβολή δίσκου στο ύψος 05 της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης της πολιτικώς ενάγουσας, καθώς αυτά δεν επιβεβαιώνονται από τις ιατρικές γνωματεύσεις και τα πορίσματα των εξετάσεων που διενεργήθηκαν στην πολιτικώς ενάγουσα μετά την εμφάνιση των επιπλοκών (βλ. και ανωτέρω), ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η αραχνοειδίτιδα προκλήθηκε από τραυματισμό της πολιτικώς ενάγουσας, που έλαβε χώρα μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο και πριν την πρώτη χειρουργική επέμβαση στην οποία αυτή υποβλήθηκε. Εξάλλου, οι παραπάνω ενέργειες και παραλείψεις του κατηγορουμένου συνδέονται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη, την οποία υπέστη η πολιτικώς ενάγουσα, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιδείκνυε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος μπορούσε να προβλέψει την επελθούσα σωματική βλάβη της δεύτερης πολιτικώς ενάγουσας και ότι υπείχε σχετική υποχρέωση λόγω της ιατρικής του ιδιότητας και της απορρέουσας από αυτή εγγυητικής του ευθύνης προς το πρόσωπο αυτής, δεν προέβλεψε το εν λόγω αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, με συνέπεια να μη λάβει κανένα μέτρο για την αποφυγή του.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο κατηγορούμενος μετά την ολοκλήρωση του τοκετού και τη μεταφορά της δεύτερης πολιτικώς ενάγουσας στο θάλαμο νοσηλείας της αποχώρησε από την κλινική, αναθέτοντας τη φροντίδα της στις μαίες, οι οποίες όμως δεν είχαν ούτε τις γνώσεις, ούτε την ικανότητα να προβούν στους απαραίτητους ελέγχους και εξετάσεις και να διαγνώσουν τις επιπλοκές από την επισκληρίδιο αναισθησία, αν και σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης ο κατηγορούμενος όφειλε να παρακολουθεί ο ίδιος την παθούσα για τέσσερεις (4) τουλάχιστον ώρες μετά τον τοκετό, διενεργώντας τους απαραίτητους ελέγχους αισθητικότητας και κινητικότητας, προκειμένου να διαγνώσει και να προλάβει ενδεχόμενες επιπλοκές ή σε περίπτωση κωλύματος του να αναθέσει την παρακολούθησή της σε πρόσωπο ικανό να την αναλάβει (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 2 και 21 παρ. 5 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας). Ωστόσο, η παράλειψη του κατηγορουμένου να έχει υπό τη συνεχή επίβλεψη και παρακολούθησή του την δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα δε συνδέεται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη και την έκταση αυτής, καθώς η συγκεκριμένη σωματική βλάβη δεν θα μπορούσε να είχε αποκατασταθεί με χειρουργική επέμβαση, ακόμα και στην περίπτωση που οι επιπλοκές είχαν διαγνωστεί νωρίτερα και η παθούσα είχε μεταφερθεί συντομότερα στο Γ.Ν. Θεσσαλονίκης «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ».

Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις.

[...]

Η απόδειξη στην ποινική δίκη

Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το νέο πτωχευτικό δίκαιο των επιχειρήσεων και των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ - ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΥΓΗΤΙΔΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΟΚΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

send