logo-print

Ανέγκλητες, μετά τον 4624/2019, οι πράξεις του άρθρου 22 παρ.1-2 Ν.2472/1997 για επεξεργασία χωρίς γνωστοποίηση ή άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων

Εγκατάσταση συστήματος βιντεοπιτήρησης σε οίκο ανοχής χωρίς γνωστοποίηση και άδεια της ΑΠΔΠΧ (ΑΠ ποιν. 40/2020)

31/08/2020

27/10/2020

Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

Με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο εκμισθωτής και η μισθώτρια οίκου ανοχής κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη της εγκατάστασης συστήματος βιντεοεπιτήρησης στο χώρο, χωρίς άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων.

Με βάση την ισχύουσα έως τότε ποινική διάταξη του άρθρου 22 Ν.2472/1997, επιβλήθηκε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Ωστόσο, λίγο μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής δημοσιεύτηκε (29-8-2019) ο νέος Ν.4624/2019, με το άρθρο 84 του οποίου καταργήθηκαν τόσο οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης τήρησης αρχείου και λήψης άδειας της Αρχής, όσο και οι αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις του άρθρου 22 επί των υποχρεώσεων αυτών.

Αυτό διαπιστώνεται στην υπ’ αριθμ. 40/2020 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία καταλήγει ότι η πράξη για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη.

Υπό τα δεδομένα αυτά και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 2 παρ.1 ΠΚ περί εφαρμογής του νόμου που οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και 511 εδ. δ', 514 εδ. γ' περ. β' και 518 παρ. 1 ΚΠΔ, ο Άρειος Πάγος αναιρεί την απόφαση και κηρύσσει αθώους τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους.

Απόσπασμα της απόφασης:

Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με την οποία ορίζεται ότι "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου", προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτή η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη.

Από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ', 514 εδ. γ' περ. β' και 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997: "1. Όποιoς παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή κατά το άρθρο 6 του παρόντος νόμου τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή οποιαδήποτε μεταβολή στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. 2. Όποιος κατά παράβαση του άρθρου 7 του παρόντος νόμου διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών". Ειδικότερα, το άρθρο 6 του ως άνω νόμου αφορά στη διαδικασία γνωστοποίησης στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της σύστασης και λειτουργίας αρχείου για τα απλά προσωπικά δεδομένα, ενώ το άρθρο 7 του ίδιου νόμου αφορά στους όρους και στις προϋποθέσεις για τη συλλογή και την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και για την ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της εν λόγω Αρχής.

Περαιτέρω, με το Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων [Κανονισμό 2016/679 (ΕΕ)], που τέθηκε σε εφαρμογή από τις 25.5.2018, καταργήθηκε η γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές, την οποία προέβλεπε η Οδηγία 95/46/ΕΚ, η οποία είχε ενσωματωθεί στον ως άνω Ν. 2472/1997. Επιπλέον, παρασχέθηκε με αυτόν στον εθνικό νομοθέτη η εξουσιοδότηση να θεσπίσει ή να διατηρήσει περαιτέρω όρους για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών (κατά το προηγούμενο καθεστώς του Ν. 2472/1997 και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, χαρακτηρίζονταν ως "ευαίσθητα" δεδομένα), τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 αυτού, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση λήψης άδειας από την ως άνω Αρχή.

Ήδη, με το άρθρο 84 του ισχύοντος, από την 29η.8.2019, Νόμου 4624/2019 (ΦΕΚ A' 137/29.8.2019), με το οποίο ορίζεται ότι "Ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 2, όπου γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτούς σε σχετική με τα προσωπικά δεδομένα νομοθεσία, του δεύτερου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β του άρθρου 2 για την ανακοίνωση και δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εδαφίου β της παραγράφου 2 του άρθρου 3, μόνο ως προς τα αδικήματα που περιγράφονται σε αυτό, του τρίτου έως και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ανωτέρου νόμου για την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης, του άρθρου 13 παράγραφος 3, της σύστασης της Αρχής με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, του άρθρου 18 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 21 που αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του ν. 3471/2006 (Α 133), τα οποία διατηρούνται σε ισχύ, καταργείται", καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του Ν. 2472/1997, κατά το μέρος που προέβλεπαν τη γνωστοποίηση στην ως άνω Αρχή και τη λήψη άδειας από αυτή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνακόλουθα δε και οι αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις του άρθρου 22 παρ. 1 και 2 του Ν. 2472/1997, ενώ δεν προβλέφθηκε η υποχρέωση για προηγούμενη γνωστοποίηση ή λήψη άδειας από την ως άνω Αρχή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών κατά το άρθρο 9 παρ. 4 του προαναφερόμενου Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων και ως εκ τούτου οι σχετικές πράξεις κατέστησαν ανέγκλητες.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ΑΤ387/2019 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 και συγκεκριμένα για το ότι:

"Στην Αθήνα, στις 8/2/2012, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος Η. Ά. ως εκμισθωτής του επί της οδού ... υπογείου ακινήτου - οίκου ανοχής, η δε δεύτερη κατηγορούμενη Ρ. Δ. ως μισθώτρια του ως άνω ακινήτου, κατελήφθησαν να έχουν εγκαταστήσει και θέσει σε λειτουργία κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και καταγραφής εικόνας, όπου τα καταγεγραμμένα στοιχεία αποστέλλονταν σε σκληρό δίσκο καταγραφικού μηχανήματος, χωρίς να έχουν εφοδιαστεί με την απαιτούμενη για αυτό άδεια της αρμόδιας αρχής και δη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και κατά παράβαση του Ν. 2472/1997", επιβλήθηκε δε σε καθένα από αυτούς για την πράξη αυτή ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Όμως, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα την 29η.8.2019 ίσχυσε, κατά τα προεκτεθέντα, ο νέος ως άνω επιεικέστερος νόμος (άρθρο 84 του Ν. 4624/2019), με βάση τον οποίο κατέστη ανέγκλητη η ανωτέρω πράξη, για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες.

Με τα δεδομένα αυτά και, εφόσον η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, με τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους, είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα (περιέχουσα ως λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ), το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρύξει αθώους τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους για την ανωτέρω πράξη, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο areiospagos.gr

Πολιτειολογία
Αναπροσαρμογή επιχειρηματικών πιστωτικών συμβάσεων λόγω της οικονομικής κρίσης - Συμβολές Αστικού Νο 6

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΤΟΥ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send