logo-print

Αντισυνταγματικότητα της μη προσμέτρησης προϋπηρεσίας των εκπαιδευτικών της ιδιωτικής εκπαίδευσης (ΣτΕ 169/2023)

Ο όρος της προκήρυξης ΑΣΕΠ είναι ενάντια στις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας – Παραπομπή στην Ολομέλεια

03/03/2023

09/03/2023

Ανώνυμες Εταιρίες
Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις Δ

ΚΑΤΡΑΣ Ι.

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε το ζήτημα της αντίθεσης ή μη προς το Σύνταγμα της διάταξης του άρθρου 61 παρ. 4 περ. ζ΄ του ν. 4589/2019, σύμφωνα με την οποία η προϋπηρεσία των εκπαιδευτικών στις ιδιωτικές σχολικές μονάδες μοριοδοτείται κατ’ εξαίρεση (ΣτΕ 169/2023)

Πιο αναλυτικά, ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης προκήρυξης του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), κατά το μέρος που η προκήρυξη αυτή εξαιρεί από την μοριοδότηση την πραγματική προϋπηρεσία στην ιδιωτική εκπαίδευση, εκτός εάν ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός έχει απολυθεί λόγω καταργήσεως της σχολικής μονάδας ή λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

Οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση, όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο όρος της προκήρυξης, σύμφωνα με τον οποίο κατά την σύνταξη των αξιολογικών πινάκων κατατάξεως υποψηφίων για διορισμό ή πρόσληψη λαμβάνεται υπ’ όψιν και μοριοδοτείται η προϋπηρεσία υποψηφίων ως αναπληρωτών ή ωρομισθίων στην δημόσια εκπαίδευση, κατ’ εξαίρεση δε η προϋπηρεσία στην ιδιωτική, δεν είναι σύμφωνος με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, οι οποίες διέπουν την στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας, για τους ακόλουθους λόγους:

Η εκπαιδευτική προϋπηρεσία αποτελεί γενικό και αντικειμενικό κριτήριο επιλογής, συναπτόμενο με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν με επιτυχία τα εκπαιδευτικά καθήκοντά τους και συνάδει με τις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, από τις οποίες ο νομοθέτης μπορεί αιτιολογημένα να αποκλίνει, εφ’ όσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση καίτοι ουδόλως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4589/2019 λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την διαδικασία συντάξεως των πινάκων κατατάξεως η προϋπηρεσία στην ιδιωτική εκπαίδευση (παρά μόνον κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση της απολύσεως λόγω καταργήσεως της σχολικής μονάδας, τάξεως ή τμήματος, ή λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας), από κανένα στοιχείο του φακέλου ή την εισηγητική έκθεση, δεν προκύπτουν οι λόγοι αυτής της διαφοροποιήσεως της προϋπηρεσίας που παρασχέθηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση σε σχέση με την παρασχεθείσα στην δημόσια, αν και η ιδιωτική προϋπηρεσία αναγνωρίζεται σε ειδικές περιπτώσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι αυτή, κατ’ αρχήν, ποιοτικά δεν διαφοροποιείται από την παρασχεθείσα σε δημόσια εκπαιδευτήρια.

Εξ άλλου σε προηγουμένως ισχύσαντα πάγια συστήματα διορισμού, ασχέτως της εν τοις πράγμασι πλήρους ή μη εφαρμογής αυτών, η προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα της εκπαιδεύσεως λαμβανόταν υπ’ όψιν και εμοριοδοτείτο, ενώ, λόγω της αυστηρής συνταγματικής πλαισιώσεως της ιδιωτικής εκπαιδεύσεως, η παρεχόμενη στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια εκπαίδευση είναι, σύμφωνα με τον νόμο κατά βάση ομοίου τύπου και περιεχομένου με την παρεχόμενη από τα κρατικά, για τούτο οι χορηγούμενοι από αυτά τίτλοι σπουδών είναι ισότιμοι με τους παρεχόμενους από τα δημόσια εκπαιδευτήρια, το δε υπηρεσιακό καθεστώς των υπηρετούντων εκπαιδευτικών προσεγγίζει αυτό των υπηρετούντων στην δημόσια εκπαίδευση, ενώ εξ άλλου, το διδακτικό προσωπικό των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων έχει τα ίδια προσόντα που απαιτούνται για το προσωπικό των δημόσιων σχολείων.

Απόσπασμα απόφασης

Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 1866/2020 επταμ. σκ. 11, 1882/2017 επταμ. σκ. 9, 527/2015 Ολομ. σκ. 5, 3593/2008 Ολομ. σκ. 8), με την παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος κατοχυρώνονται οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τον διορισμό των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες συνάγονται, κατ’ αρχήν, και από τις γενικότερες διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος). Περαιτέρω, όπως παγίως έχει κριθεί, οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση, όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται δικαστικώς, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με την μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (Σ.τ.Ε. 1866/2020 επταμ. σκ. 12, 645/2020 σκ. 11, 1738/2019 σκ. 5 κ.ά.). Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (Σ.τ.Ε. 645/2020 σκ. 11 κ.ά.). Περαιτέρω, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει το ειδικότερο ουσιαστικό περιεχόμενο των ανωτέρω κριτηρίων, έχοντας την ευχέρεια, εφ’ όσον κατά την κρίση του εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, ακόμη και να μεταβάλλει προϊσχύοντες κανόνες δικαίου, αδιαφόρως αν θίγονται δικαιώματα, συμφέροντα ή προσδοκίες στηριζόμενα σε αυτούς, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό (βλ. ΣτΕ 1866/2020 επταμ. σκ. 12, 1738/2019 σκ. 5 κ.ά.). Εξ άλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητος του ατόμου. Στην ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλει περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, εφ’ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος. Όταν δε ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής του για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού (Σ.τ.Ε. 645/2020 σκ. 11 κ.ά.).

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr

Μεσιτεία Ακινήτων - Δημοσιεύματα ΕπΑΚ Νο 5
Επαγγελματικό ποδόσφαιρο, 2η έκδ., 2023

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ