Άρνηση χορηγήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε υπήκοο τρίτης χώρας λόγω του ποινικού ιστορικού του και δίκαιο ΕΕ
Δικαστήριο ΕΕ: Τέτοια άρνηση είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο χωρίς συγκεκριμένη εξέταση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου υπό το πρίσμα ορισμένων παραγόντων
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 3-09-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η οδηγία 2003/109/ΕΚ [οδηγία σχετικά µε το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί µακρόν διαµένοντες] αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, όπως αυτή ερμηνεύεται από μέρος των δικαστηρίων του, η οποία προβλέπει ότι μπορεί να μη χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στο εν λόγω κράτος μέλος απλώς και μόνον λόγω του ποινικού ιστορικού του, χωρίς συγκεκριμένη εξέταση της καταστάσεώς του υπό το πρίσμα, ιδίως, της φύσεως του αδικήματος που διέπραξε ο υπήκοος αυτός, του κινδύνου που ενδεχομένως αυτός συνιστά για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, της διάρκειας της διαμονής του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και της υπάρξεως δεσμών με αυτό.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν να κρίνουν αυτομάτως ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος για λόγους δημοσίας τάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ, για τον λόγο και μόνον ότι έχει απαγγελθεί εις βάρος του μια οποιαδήποτε ποινική καταδίκη.
Ιστορικό των υποθέσεων
Υπόθεση C-503/19
Ο UQ είναι υπήκοος τρίτης χώρας, κάτοχος αδείας προσωρινής διαμονής στην Ισπανία.
Στις 10 Νοεμβρίου 2014 καταδικάστηκε σε ποινή κοινωφελούς εργασίας διάρκειας 40 ημερών και σε αφαίρεση της αδείας του οδηγήσεως επί οκτώ μήνες και δύο ημέρες, λόγω οδηγήσεως υπό την επήρεια οινοπνεύματος στις 2 Νοεμβρίου 2014.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2018, o UQ, o οποίος, κατά την ημερομηνία αυτή, διέμενε ήδη, επί τουλάχιστον πέντε έτη, νομίμως στην Ισπανία δυνάμει της αδείας διαμονής που διέθετε, υπέβαλε στην Oficina de extranjeros de Barcelona (Υπηρεσία αλλοδαπών της Βαρκελώνης, Ισπανία) αίτηση για την απόκτηση δικαιώματος επί μακρόν διαμένοντος, κατά την έννοια του άρθρου 32 του οργανικού νόμου 4/2000.
Με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2018, η Υπηρεσία αλλοδαπών της Βαρκελώνης απέρριψε την αίτηση αυτή, λόγω του ανωτέρω ποινικού ιστορικού του UQ. Ο UQ άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής διοικητική προσφυγή, η οποία επίσης απορρίφθηκε, με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2018.
Κατόπιν αυτού, ο UQ άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso‑Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 17 της Βαρκελώνης, Ισπανία) [αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19] προσφυγή κατά της αποφάσεως της 6ης Ιουλίου 2018.
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομολογία των ισπανικών δικαστηρίων είναι συγκεχυμένη και αντιφατική όσον αφορά το ζήτημα του αν η ύπαρξη ποινικού ιστορικού του ενδιαφερομένου αρκεί από μόνη της για να μην του χορηγηθεί το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος ή αν, αντιθέτως, η άρνηση αυτή απαιτεί εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο ενδιαφερόμενος συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) εξάλειψε, με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, τις αμφιβολίες που είχαν δημιουργηθεί λόγω της συγκεχυμένης νομολογίας των κατώτερων δικαστηρίων. Στην απόφαση εκείνη, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 149, παράγραφος 2, στοιχείο f, του κανονισμού του οργανικού νόμου 4/2000, για να κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη ποινικού ιστορικού του ενδιαφερομένου αποτελούσε κώλυμα για τη χορήγηση σε αυτόν του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Εξάλλου, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν ερχόταν σε αντίθεση ούτε με το πνεύμα ούτε με τον σκοπό των διατάξεων της οδηγίας 2003/109.
Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19 διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα με την οδηγία 2003/109/ΕΚ της κρίσεως που διατύπωσε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφαση που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη.
Δεύτερον, εκφράζει επίσης επιφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα της ισπανικής νομοθεσίας με την οδηγία αυτή, όσον αφορά τη δυνατότητα μη χορηγήσεως σε υπήκοο τρίτης χώρας του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος για λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει ευχέρεια, αλλά όχι υποχρέωση, των κρατών μελών να αρνούνται για τους λόγους αυτούς τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Κατά το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19, για να είναι σύμφωνη με την οδηγία 2003/109/ΕΚ, η νομοθεσία κράτους μέλους πρέπει να είναι διαφανής και κατανοητή. Το Βασίλειο της Ισπανίας, όμως, δεν έκανε χρήση της ευχέρειας αυτής. Το άρθρο 149, παράγραφος 2, στοιχείο f, του κανονισμού του οργανικού νόμου 4/2000 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει τέτοιο λόγο αρνήσεως.
Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19 επισημαίνει ότι η κρίση που διατύπωσε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018 συνεπάγεται ότι είναι ευχερέστερο, για υπήκοο τρίτης χώρας, να ανανεωθεί η άδειά του προσωρινής διαμονής στην Ισπανία παρά να του αναγνωρισθεί το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος. Συγκεκριμένα, το ποινικό ιστορικό δεν αποτελεί απόλυτο κώλυμα για την ανανέωση της αδείας προσωρινής διαμονής, δεδομένου ότι το άρθρο 31, παράγραφος 7, στοιχείο a, του οργανικού νόμου 4/2000 προβλέπει μόνον ότι «εξετάζεται» για τους σκοπούς μιας τέτοιας ανανεώσεως. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα της καταστάσεως αυτής με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που υπήκοος τρίτης χώρας με οποιοδήποτε ποινικό ιστορικό αποθαρρύνεται να ζητήσει τη χορήγηση καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος και παραμένει επ’ αόριστον στην κατάσταση του προσωρινού διαμένοντος.
Υπόθεση C-592/19
Ο SI είναι υπήκοος τρίτης χώρας. Είναι κάτοχος αδείας προσωρινής διαμονής στην Ισπανία, όπου εργάζεται στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και είναι εγγεγραμμένος στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.
Με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2016 του Juzgado de lo Penal n° 18 de Barcelona (περιφερειακού ποινικού δικαστηρίου αριθ. 18 της Βαρκελώνης, Ισπανία), ο SI καταδικάστηκε για το αδίκημα της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού δημοσίου εγγράφου, σε στερητική της ελευθερίας ποινή έντεκα μηνών με διετή αναστολή υπό όρους από τις 17 Οκτωβρίου 2016, για πράξεις που τελέσθηκαν στις 30 Νοεμβρίου 2011.
Ο SI υπέβαλε στην αντιπροσωπεία της κυβερνήσεως στη Βαρκελώνη αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της αντιπροσωπείας της κυβερνήσεως στη Βαρκελώνη, της 30ής Οκτωβρίου 2017, λόγω, μεταξύ άλλων, της υπάρξεως ποινικού ιστορικού του SI. Ο SI άσκησε ιεραρχική προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία επίσης απορρίφθηκε, με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018.
Κατόπιν αυτού, ο SI, άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso‑Administrativo n° 5 de Barcelona (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου αριθ. 5 της Βαρκελώνης, Ισπανία) [αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑592/19] προσφυγή κατά της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2018.
Το δικαστήριο αυτό επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19, όπως αυτά εκτέθηκαν ανωτέρω. Επισημαίνει ότι, αν έπρεπε να εφαρμόσει την ισπανική νομοθεσία όπως αυτή έχει ερμηνευθεί με την απόφαση του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) της 5ης Ιουλίου 2018, δεν θα μπορούσε να προβεί σε καμία εκτίμηση της προσωπικής καταστάσεως και της ενσωματώσεως του SI στην Ισπανία, του καθεστώτος εκτελέσεως της ποινής που του επιβλήθηκε με την απόφαση του Juzgado de lo Penal n° 18 της Βαρκελώνης (περιφερειακού ποινικού δικαστηρίου αριθ. 18 της Βαρκελώνης), του διαπραχθέντος αδικήματος ή των λοιπών περιστάσεων, λόγω της ύπαρξης μη διαγραφείσας από το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου ποινής. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα της προσεγγίσεως αυτής με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με την οδηγία 2003/109/ΕΚ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, τόσο το Juzgado de lo Contencioso‑Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 17 της Βαρκελώνης, Ισπανία) [αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑503/19], όσο και το Juzgado de lo Contencioso‑Administrativo n° 5 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο αριθ. 5 της Βαρκελώνης, Ισπανία) [αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑592/19], αποφάσισαν να αναστείλουν την ενώπιόν τους διαδικασία και να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ προβλέπει ευχέρεια και όχι υποχρέωση των κρατών μελών να αρνούνται τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος για λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος οφείλει, προκειμένου να θέσει ορθώς σε εφαρμογή το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ, να προβλέψει στο εσωτερικό του δίκαιο τη δυνατότητα να αρνηθεί τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε υπήκοο τρίτης χώρας για λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας, με την εξειδίκευση, την ακρίβεια και τη σαφήνεια που απαιτούνται για την τήρηση της επιταγής της ασφάλειας δικαίου. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια, μόνα αρμόδια για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να διαπιστώσουν εάν στο ισπανικό δίκαιο απαντά διάταξη με τα χαρακτηριστικά αυτά.
Όσον αφορά το ζήτημα αν μια τέτοια διάταξη μπορεί να προβλέπει ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη ποινικού ιστορικού του ενδιαφερομένου αρκεί για να μην του χορηγηθεί, για λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας, το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ προκύπτει ότι η άρνηση αυτή συνεπάγεται τη συνεκτίμηση και τη στάθμιση ορισμένων παραγόντων, ήτοι, αφενός, της σοβαρότητας ή του είδους του αδικήματος που διέπραξε το πρόσωπο αυτό, του κινδύνου που προέρχεται από το εν λόγω πρόσωπο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια και, αφετέρου, της διάρκειας της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και των τυχόν δεσμών του με αυτό το κράτος μέλος. Κατά το Δικαστήριο, η συνεκτίμηση του συνόλου των παραγόντων αυτών συνεπάγεται την κατά περίπτωση εκτίμηση, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να μην χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος για τον λόγο και μόνον ότι αυτός έχει ποινικό ιστορικό, ανεξαρτήτως της φύσεώς του.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους δεν μπορούν να κρίνουν αυτομάτως ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος για λόγους δημοσίας τάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ, για τον λόγο και μόνον ότι έχει απαγγελθεί εις βάρος του μια οποιαδήποτε ποινική καταδίκη.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, όπως αυτή ερμηνεύεται από μέρος των δικαστηρίων του, η οποία προβλέπει ότι μπορεί να μη χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στο εν λόγω κράτος μέλος απλώς και μόνο λόγω του ποινικού ιστορικού του, χωρίς συγκεκριμένη εξέταση της καταστάσεώς του υπό το πρίσμα, ιδίως, της φύσεως του αδικήματος που διέπραξε ο υπήκοος αυτός, του κινδύνου που ενδεχομένως αυτός συνιστά για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, της διάρκειας της διαμονής του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και της υπάρξεως δεσμών με αυτό.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA