Διακοπή αιτιώδους συνδέσμου: Εμπρησμός και ανθρωποκτονία από αμέλεια (ΑΠ 1051/2023)
Το θύμα αποφάσισε ελεύθερα και εν γνώσει του κινδύνου να μεταφέρει τον εαυτό του από ασφαλή σε ανασφαλή θέση, ελέγχοντας έτσι και δρομολογώντας απόλυτα την αιτιώδη διαδρομή προς το αποτέλεσμα του θανάτου του
Απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα Εφετών, κατά το μέρος της απόφασης που κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, λόγω διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου (ΑΠ 1051/2023).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή κατά την κοινή αντίληψη είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί, δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση που αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα. Για τη θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνο από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν.
Διακοπή της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά του παθόντος ή τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργό την αρχική συμπεριφορά του δράστη.
Συνεπώς, αν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια είναι απότοκο της αμέλειας πολλών, το κάθε πρόσωπο υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα κατά τον λόγο της αμέλειάς του που αποδείχθηκε και εφόσον το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με αυτήν.
Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο θάνατος οφειλόταν αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του θύματος, καθώς, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, το θύμα είχε εξέλθει της αποθήκης στην οποία είχε ξεσπάσει πυρκαγιά και είχε διαφύγει τον κίνδυνο, τον οποίο είχε πλήρως αντιληφθεί, στη συνέχεια δε επιχείρησε, χωρίς να έχει κανένα μέσο προστασίας, την επάνοδό του στο εσωτερικό της αποθήκης. Έτσι, έγινε υπαίτιος του δικού του θανάτου, χωρίς για την επέλευση του συμβάντος να ευθύνεται ο κατηγορούμενος, αφού η διαπιστούμενη αποκλειστική αμέλεια του παθόντα αποκόπτει τον απαιτούμενο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ ενέργειας ή παράλειψης του κατηγορουμένου (μη λήψη απαραίτητων μέτρων πυροπροστασίας) και αποτελέσματος (θανάτου).
Ομοίως και ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι το θύμα, με την έξοδό του από την αποθήκη, εξουδετέρωσε την πλημμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ακριβώς επειδή είχε θέσει εαυτόν σε ασφαλή θέση. Εισερχόμενο το θύμα στη συνέχεια εκ νέου εντός της αποθήκης, ενεργοποίησε με δική του πρωτοβουλία και αυτόνομη απόφαση τον κίνδυνο που το ίδιο με την προγενέστερη έξοδό του είχε εξουδετερώσει.
Το ανώτατο δικαστήριο επεσήμανε ότι πρόκειται για ενέργεια που αποτέλεσε προϊόν ελεύθερης βούλησης του θύματος, στην οποία προέβη χωρίς ασφαλώς να είναι υποχρεωμένο προς τούτο. Επιπλέον, το θύμα αναμφίβολα τελούσε σε γνώση της φωτιάς που είχε ξεσπάσει εντός της αποθήκης, αποδεχόμενο τη διακινδύνευση της ζωής του ή, τουλάχιστον, ελπίζοντας ότι θα εξέλθει σώο για δεύτερη φορά. Πρόκειται για πράξη αυτοδιακινδύνευσης, όμοια με αυτήν στην οποία θα προέβαινε κάθε άνθρωπος που θα αποφάσιζε να προσεγγίσει εν γνώσει του μία οποιαδήποτε πηγή κινδύνου. Το θύμα αποφάσισε ελεύθερα να μεταφέρει τον εαυτό του από μια ασφαλή σε ανασφαλή θέση, ελέγχοντας έτσι και δρομολογώντας απόλυτα την αιτιώδη διαδρομή προς το αποτέλεσμα του θανάτου του.
Περαιτέρω, η αιτίαση ότι στην προσβαλλομένη απόφαση εμφιλοχωρεί αντίφαση από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το έγκλημα του εμπρησμού από αμέλεια, από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος για πράγματα και άνθρωπο, ενώ απηλλάγη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κρίθηκε αβάσιμη. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι καθώς το θύμα ενέπιπτε στην εμβέλεια του κινδύνου που τέθηκε με τον εμπρησμό, κάθε μετεξέλιξη τούτης της διακινδύνευσης σε βλάβη θα έπρεπε -για την ταυτότητα του νομικού λόγου- να αποδοθεί στον δράστη. Τούτο ωστόσο αποτελεί ακριβώς το ζητούμενο στην προβληματική του αιτιώδους συνδέσμου και της διακοπής του. Διότι το γεγονός ότι το θύμα ενέπιπτε καταρχήν στην εμβέλεια του κινδύνου που τέθηκε με την πράξη του εμπρησμού είναι ορθό. Ζητούμενο, όμως, είναι εάν τούτη η διακινδύνευση μετεξελίχθηκε σε βλάβη, ήτοι στη θανάτωση του θύματος, ως αποτέλεσμα της αρχικής πηγής κινδύνου ή αν αντιθέτως η τελευταία διεκόπη από την αυτοδιακινδύνευση του θύματος, όπως η τελευταία αιτιολογήθηκε πλήρως στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Είναι, επομένως, ασφαλώς εφικτό και ουδόλως αντιφατικό και το έγκλημα του εμπρησμού να πραγματώνεται και ο επελθών θάνατος να μη συνδέεται αιτιωδώς με αυτόν όταν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος.
Απόσπασμα απόφασης
Εν προκειμένω, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, με την έξοδό του από την αποθήκη, ο παθών εξουδετέρωσε την πλημμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ακριβώς επειδή είχε θέσει εαυτόν σε ασφαλή θέση. Εισερχόμενο το θύμα στη συνέχεια εκ νέου εντός της αποθήκης, ενεργοποίησε με δική του πρωτοβουλία και αυτόνομη απόφαση τον κίνδυνο που το ίδιο με την προγενέστερη έξοδό του είχε εξουδετερώσει. Πρόκειται για ενέργεια που αποτέλεσε προϊόν ελεύθερης βούλησης του θύματος, στην οποία προέβη χωρίς ασφαλώς να είναι υποχρεωμένο προς τούτο και χωρίς η ίδια συμπεριφορά να συνδέεται καθοιονδήποτε τρόπο με τα εργασιακά του καθήκοντα. Επιπλέον, το θύμα αναμφίβολα τελούσε σε γνώση της φωτιάς που είχε ξεσπάσει εντός της αποθήκης, αποδεχόμενο τη διακινδύνευση της ζωής του ή τουλάχιστον ελπίζοντας ότι θα εξέλθει σώο για δεύτερη φορά. Πρόκειται, για πράξη αυτοδιακινδύνευσης, όμοια με αυτήν στην οποία θα προέβαινε κάθε άνθρωπος που θα αποφάσιζε να προσεγγίσει εν γνώσει του μία οποιαδήποτε πηγή κινδύνου. Είδε δε αδιάφορο το τι ώθησε τον Ν. Κ. να εισέλθει και πάλι στην φλεγόμενη αποθήκη διακινδυνεύοντας ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Εκείνο όμως που είναι κρίσιμο είναι το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως των παραγωγικών αιτίων της βουλήσεώς του, το θύμα αποφάσισε ελεύθερα να μεταφέρει τον εαυτό του από μια ασφαλή σε ανασφαλή θέση, ελέγχοντας έτσι και δρομολογώντας απόλυτα την αιτιώδη διαδρομή προς το αποτέλεσμα του θανάτου του. Η επισήμανση του αναιρεσείοντος εισαγγελέα ότι το δικαστήριο παρείδε την κατάθεση του Μ. Ζ. πλήττει απαραδέκτως την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αιτίαση ότι στην προσβαλλομένη απόφαση εμφιλοχωρεί αντίφαση από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το έγκλημα του εμπρησμού από αμέλεια, από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος για πράγματα και άνθρωπο, ενώ απηλλάγη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του Ν. Κ. είναι αβάσιμη. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι καθώς το θύμα ενέπιπτε στην εμβέλεια του κινδύνου που τέθηκε με τον εμπρησμό, κάθε μετεξέλιξη τούτης της διακινδύνευσης σε βλάβη θα έπρεπε -για την ταυτότητα του νομικού λόγου- να αποδοθεί στον δράστη. Τούτο ωστόσο αποτελεί ακριβώς το ζητούμενο στην προβληματική του αιτιώδους συνδέσμου και της διακοπής του. Διότι το γεγονός ότι το θύμα ενέπιπτε καταρχήν στην εμβέλεια του κινδύνου που τέθηκε με την πράξη του εμπρησμού είναι ορθό. Ζητούμενο όμως είναι εάν τούτη η διακινδύνευση μετεξελίχθηκε σε βλάβη, ήτοι στη θανάτωση του θύματος, ως αποτέλεσμα της αρχικής πηγής κινδύνου ή αν αντιθέτως η τελευταία υπερκεράστηκε- διεκόπη από την αυτοδιακινδύνευση του θύματος, όπως η τελευταία αιτιολογήθηκε πλήρως στην προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι επομένως ασφαλώς εφικτό και ουδόλως αντιφατικό και το έγκλημα του εμπρησμού να πραγματώνεται και ο επελθών θάνατος να μη συνδέεται αιτιωδώς με αυτόν όταν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η υπ'αριθ. 5/17-3-2023 αίτηση αναίρεσης του εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, και να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος στα έξοδα της δίκης (άρθ. 578 παρ.1 ΚΠοινΔ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.