Διάπραξη σοβαρού εγκλήματος και συνέπειες στο καθεστώς του πρόσφυγα και τη χορήγηση άδειας διαμονής ενιαίου τύπου
Οδηγίες της Υπηρεσίας Ασύλου για την ερμηνεία της έννοιας του «σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος»
Με την εγκύκλιο 1/2018 της Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής παρέχονται οδηγίες σχετικά με την ερμηνεία της διάπραξης σοβαρού εγκλήματος και τις συνέπειές της στη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς και στη χορήγηση άδειας διαμονής ενιαίου τύπου (ΑΔΕΤ).
1. ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΛΟΓΩ ΔΙΑΠΡΑΞΗΣ ΣΟΒΑΡΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με τις σχετικές Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ (ΥΑ ΟΗΕ) για τους Πρόσφυγες, «κύριος στόχος [της εφαρμογής της συγκεκριμένης ρήτρας αποκλεισμού από τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος] είναι να στερηθούν οι ένοχοι των αποτρόπαιων πράξεων και των σοβαρών αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου τη διεθνή προστασία και να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του θεσµού του ασύλου από όσους καταχρηστικά προσπαθούν να αποτρέψουν την ποινική τους καταδίκη για τα αδικήματα που έχουν διαπράξει».3 Περαιτέρω και επιπλέον στόχος της εφαρμογής των σχετικών ρητρών αποκλεισμού από τη χορήγηση επικουρικής προστασίας, είναι και η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της κοινωνίας της χώρας υποδοχής.
Η διαδικασία εξέτασης των λόγων αποκλεισμού από το καθεστώς πραγματοποιείται μετά την εξέταση της υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Έτσι, έρευνα για τον αποκλεισμό από το καθεστώς του πρόσφυγα πραγματοποιείται μόνο όταν ο αιτών υπάγεται στο καθεστώς του πρόσφυγα και, αντίστοιχα, έρευνα για τον αποκλεισμό από το καθεστώς επικουρικής προστασίας πραγματοποιείται μόνο όταν ο αιτών υπάγεται στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Επιπλέον η εξέταση για το αν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού πρέπει να γίνεται σε αυστηρά εξατομικευμένη βάση και να τηρούνται όλες οι εγγυήσεις ώστε η διαδικασία που θα ακολουθηθεί να είναι απόλυτα δίκαιη. Σε περίπτωση αιτήματος εξ ονόματος μελών οικογένειας, ο αποκλεισμός του κυρίως αιτούντος δεν σημαίνει αποκλεισμό και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του που περιλαμβάνονται στην αίτηση.4
Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 12 του π.δ. 141/2013,5 και σύμφωνα με τις σχετικές Οδηγίες και το Σημείωμα της ΥΑ ΟΗΕ,6 σχετικά με την αντίστοιχη διάταξη της Σύμβασης της Γενεύης, το βάρος της απόδειξης στις περιπτώσεις αποκλεισμού είναι αντεστραμμένο. Έτσι εναπόκειται στην Υπηρεσία να θεμελιώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποκλεισμού (π.χ. θα πρέπει η Υπηρεσία να διαθέτει την καταδικαστική απόφαση ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία θεμελιώνεται ότι ο αιτών τέλεσε το έγκλημα), ενώ η αμφιβολία είναι υπέρ του αιτούντος. Περαιτέρω, και το μέτρο της απόδειξης είναι υψηλό και συνεπώς απαιτείται να υπάρχουν σοβαροί λόγοι που υποδεικνύουν ότι πληρούνται οι ρήτρες αποκλεισμού και όχι μόνον εύλογη πιθανότητα. Τέτοιοι σοβαροί λόγοι μπορεί να είναι η ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης ή σαφή στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσης από τα οποία προκύπτουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι έχει τελέσει το έγκλημα, εάν πρόκειται για πράξη για την οποία δεν έχει κινηθεί ποινική διαδικασία στην χώρα που το διέπραξε ο αιτών.
Α. Αποκλεισμός από το προσφυγικό καθεστώς.
Σύμφωνα με την παρ. 2(β) του άρθρου 12 του π.δ. 141/2013 αλλοδαπός ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα πριν την είσοδό του στην ελληνική επικράτεια. Ως σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστούν και εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται σε αποτρόπαιη πράξη έστω και αν φέρεται ότι διαπράχθηκε με πολιτικό στόχο.
Αναλυτικά:
α. Έννοια σοβαρού εγκλήματος.
Κατά την ΥΑ ΟΗΕ, για το χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως σοβαρού, πρέπει να συνεκτιμώνται η φύση της πράξης, η πραγματική βλάβη που αυτή προκαλεί, η διαδικασία που εφαρμόσθηκε για την άσκηση ποινικής δίωξης, η φύση της τιμωρίας καθώς και η αντιμετώπισή της από διάφορες έννομες τάξεις.7 Για τον χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως σοβαρού από την Υπηρεσία Ασύλου, εκτός από το χαρακτηρισμό του και την αντιμετώπισή του από την ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με τα παρακάτω, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η αντιμετώπισή του εγκληματος σε διεθνές επίπεδο ή και από άλλες έννομες τάξεις. Ειδικότερα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
αα. Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Για το χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως σοβαρού θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση των πράξεων που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Ως εκ τούτου για το χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως «σοβαρού», θα πρέπει οι πράξεις που συνιστούν την αντικειμενική του υπόσταση να συνίστανται στην επιβολή σωματικής ή ψυχολογικής βίας.8
Συνεπώς εγκλήματα κατά της περιουσίας ή της ιδιοκτησίας (κλοπή, απάτη), κατά κανόνα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «σοβαρά» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων. Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις που η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συνίσταται στην τέλεση αποτρόπαιων πράξεων, το έγκλημα αυτό θα πρέπει να οδηγεί πάντοτε σε αποκλεισμό από το προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2β του άρθρου 12 του π.δ. 141/2013, η τέλεση αποτρόπαιης πράξης, ακόμη και όταν το έγκλημα γίνεται με πολιτικό στόχο, οδηγεί σε αποκλεισμό.
ββ. Λόγοι που αποκλείουν το άδικο της πράξης (άμυνα, κατάσταση ανάγκης)
Κατά την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τυχόν ύπαρξη λόγων που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης σύμφωνα με τα άρθρα 20- 25 του Ποινικού Κώδικα (προσταγή, άμυνα, κατάσταση ανάγκης).
γγ. Καταλογισμός του εγκλήματος
- δόλος, αμέλεια: Μόνο εγκλήματα που τελέστηκαν με δόλο (με πρόθεση) μπορούν να οδηγήσουν σε αποκλεισμό από τη διεθνή προστασία και όχι αυτά που τελέστηκαν από αμέλεια ακόμη και αν είναι βαριά.9
- ανήλικοι: Σε περίπτωση που η υπόθεση αφορά ανήλικο αιτούντα, θα πρέπει να γίνει πολύ προσεκτική εκτίμηση της ωριμότητάς του και της ικανότητάς του προς καταλογισμό της πράξης για την οποία ενδέχεται να αποκλειστεί από το καθεστώς διεθνούς προστασίας. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ηλικία του όταν τέλεσε την πράξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (άρθρα 126 και 127 ΠΚ) ορίζεται ότι «η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκατριών ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν», και «σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα». Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε περίπτωση αποκλεισμού ανηλίκου από καθεστώς διεθνούς προστασίας και κατά συνέπεια ο αιτών δεν θα πρέπει να αποκλείεται σε καμία περίπτωση για πράξεις που τέλεσε ενώ ήταν κάτω των 15 ετών, ενώ για πράξεις που τέλεσε ενώ ήταν άνω των 15 θα πρέπει να αποκλείεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας και της φύσης της πράξης.
- πλάνη: Θα πρέπει να εξετάζεται αν, σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 του ΠΚ ο αιτών, κατά την τέλεση της πράξης, τελούσε σε πλάνη και αν αυτή ήταν πραγματική, νομική ή ήταν συγγνωστή.
- κατάσταση ανάγκης: Σύμφωνα με το άρθρο 32 ΠΚ «1. Δεν καταλογίζεται στο δράστη η πράξη που τελεί για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου του αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με τη βλάβη που απειλήθηκε». Κατά συνέπεια, εφόσον είναι εφικτό, θα πρέπει να γίνεται σχετική διερεύνηση και ιδίως να ελέγχεται κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις αναλογικότητας.
- διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης: Σύμφωνα με το άρθρο 33 ΠΚ δεν καταλογίζεται στο δράστη το έγκλημα που διαπράχθηκε ενώ αυτός τελούσε σε διαταραχή των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνείδησης, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ. Επομένως, αν κατά τη συνέντευξη προκύπτουν σχετικές ενδείξεις σχετικά με την κατάσταση του αιτούντος κατά την τέλεση της πράξης, αυτές θα πρέπει να διερευνώνται.
- αυτουργία, ηθική αυτουργία, συνέργεια: Σύμφωνα, τόσο με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του π.δ. 141/2013 αναφορικά με τον αποκλεισμό από το προσφυγικό καθεστώς, όσο και με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 17 του προαναφερόμενου π.δ. αναφορικά με τον αποκλεισμό από την επικουρική προστασία, οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται, πλην των φυσικών αυτουργών των παράνομων πράξεων και σε κάθε άλλο πρόσωπο που συμμετείχε στην τέλεσή τους. Σε κάθε περίπτωση εκτιμάται η βαρύτητα της συμμετοχής. Σύμφωνα με το άρθρο 46 του Π.Κ., ο ηθικός αυτουργός δηλαδή το πρόσωπο που με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη, τιμωρείται με την ίδια ποινή με αυτή του αυτουργού. Κατά συνέπεια θα πρέπει να έχει την ίδια αντιμετώπιση και όσον αφορά την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού και θα πρέπει να αποκλείεται από τη χορήγηση καθεστώτος όταν ο αυτουργός αποκλείεται ή θα αποκλειόταν.
Η ίδια αντιμετώπιση θα πρέπει να επιφυλάσσεται και στον άμεσο συνεργό, δηλαδή σε εκείνον που παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης. Αναφορικά με τον απλό συνεργό, δηλαδή εκείνον που παρείχε οποιαδήποτε συνδρομή στο δράστη, αλλά όχι άμεση, θα πρέπει να γίνεται ιδιαίτερη στάθμιση, καθώς από την ελληνική νομοθεσία ο απλός συνεργός τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη. Κατά συνέπεια θα πρέπει να γίνεται εξατομικευμένη κρίση κατά την οποία θα εκτιμάται το είδος και η σημασία της συμμετοχής στη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος.
δδ. Εξάλειψη του αξιόποινου - Παραγραφή
Στις περιπτώσεις που τα εγκλήματα έχουν παραγραφεί δεν θα πρέπει καταρχάς να αποκλείεται ο δράστης τους από τη διεθνή προστασία, καθώς δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ανάξιος για διεθνή προστασία.
Θα πρέπει να ερευνάται ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας καταγωγής και κατά πόσο αυτός είναι ανάλογος με τον προβλεπόμενο από τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου. Σε περίπτωση προφανούς δυσαναλογίας, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου και παράλληλα θα αξιολογούνται τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (π.χ. αν συνίσταται σε αποτρόπαια πράξη).
εε. Έκτιση ποινής, απονομή χάριτος ή αμνηστίας
Με την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού επιδιώκεται να μη χορηγείται καθεστώς πρόσφυγα σε πρόσωπα τα οποία είναι ανάξια για τη χορήγηση της σχετικής προστασίας. Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε για το έγκλημα το οποίο διέπραξε ή ότι αυτό του «συγχωρέθηκε» από τις αρμόδιες Αρχές με την απονομή χάριτος ή αμνηστίας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού, διότι θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι ο αιτών δεν είναι πια ανάξιος για προστασία και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει, καταρχήν, να αποκλείεται από τη χορήγηση καθεστώτος.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται διερεύνηση αν και κατά πόσο η δίκη πληρούσε τις διεθνώς παραδεδεγμένες προδιαγραφές, αν η ποινή που επιβλήθηκε ήταν ανάλογη με την αντίστοιχη προβλεπόμενη ποινή για ανάλογες πράξεις, όπως αυτές τιμωρούνται κατά το ελληνικό δίκαιο, αν ο κρατούμενος αφέθηκε υπό όρους ελεύθερος πριν την έκτιση της ποινής του και αν αυτό διατάχθηκε κατ’ εφαρμογή διατάξεων ανάλογων με αυτές της ελληνικής νομοθεσίας. Επίσης σε περίπτωση χάρης ή αμνηστίας θα πρέπει να γίνεται ιδιαίτερη διερεύνηση σχετικά με τις συνθήκες και τους όρους με τους οποίους χορηγήθηκαν.
Επισημαίνεται ότι ο αιτών θα πρέπει να αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα, παρά την έκτιση της ποινής, της απονομής χάρητος ή αμνηστίας, αν από το είδος της πράξης που τέλεσε και τις συνέπειές της προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτός είναι ανάξιος διεθνούς προστασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσαν να ενταχθούν εγκλήματα των οποίων η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται σε αποτρόπαιες πράξεις. Αποτρόπαιες δε πράξεις θεωρούνται οι πράξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη σκληρότητα και οι οποίες προκαλούν αποστροφή στο μέσο άνθρωπο.
Δείτε αναλύτικά την εγκύκλιο εδώ.