logo-print

Δικαίωμα σιωπής στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών που ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή ποινικών κυρώσεων

Παρουσίαση της απόφασης του Δικαστηρίου της ΕΕ και των προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C‑481/19

02/02/2021

05/02/2021

Περιουσιακά Εγκλήματα απλό

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΔΑΜ ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ

Η υποστήριξή της κατηγορίας υπό το πρίσμα του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΥΔΕΛΗ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

*του Γρηγόρη Τσόλια, Δικηγόρου-ΜΔ Ποινικών Επιστημών, Μέλους (αν.) Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

1. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) κλήθηκε να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπόθεσης C-481/19 [DB κατά Commissione Nazionale per le Società e la Borsa (Consob)] CURIA - Documents (europa.eu) το οποίο αναδιατυπώθηκε κατά πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα ως εξής: «47. Ποιο περιεχόμενο πρέπει να αποδοθεί στο δικαίωμα σιωπής των φυσικών προσώπων, όπως αυτό απορρέει από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του ΕΔΔΑ και της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες, στην περίπτωση κατά την οποία από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2003/6 [για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς)] και του άρθρου 30, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του Κανονισμού 596/2014 [Κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς] προκύπτει ότι είναι δυνατή η σύμφωνη με το εν λόγω δικαίωμα ερμηνεία των άρθρων αυτών;» CURIA - Documents (europa.eu)

2. Το ΔΕΕ έχει αντιμετωπίσει το ζήτημα της επίκλησης και του περιεχομένου του δικαιώματος σιωπής μόνο στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και μόνο στο πλαίσιο επιβολής κυρώσεων σε βάρος νομικού, όχι όμως φυσικού προσώπου, όπως αντίθετα στην επίδικη υπόθεση.

3. Η επίδικη υπόθεση αφορά την από μέρους της Ιταλικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Consob) επιβολή διοικητικών χρηματικών κυρώσεων σε βάρος φυσικού προσώπου (DB) για τη διοικητική παράβαση της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών, η οποία περιλαμβάνει δύο σκέλη: την κατάχρηση προνομιακών/εμπιστευτικών πληροφοριών και την παράνομη γνωστοποίηση τέτοιων πληροφοριών καθώς και για τη διοικητική παράβαση της εθνικής νομοθεσίας διότι ανέβαλε επανειλημμένως την ημερομηνία της ακροάσεως στην οποία είχε κληθεί ως ελεγχόμενος και όταν παρουσιάστηκε, αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν. Επιπλέον, η Ιταλική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε στον DB, για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών, την προβλεπόμενη στην εθνική νομοθεσία διοικητική ποινή της προσωρινής απώλειας της δυνατότητας ασκήσεως επαγγέλματος, επειδή δεν είχε τα εχέγγυα εντιμότητας, και επιπλέον διέταξε την κατάσχεση του ισοδυνάμου του οφέλους ή των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτησή του.

4. Ο DB άσκησε ανακοπή κατά της απόφασης ενώπιον του Εφετείου της Ρώμης και μετά την απόρριψη της προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο το οποίο υπέβαλε στο Συνταγματικό Δικαστήριο δύο παρεμπίπτοντα ζητήματα συνταγματικότητας επί των οποίων επισημάνθηκε ότι η επίδικη εθνική νομοθεσία προσκρούει σε διάφορες αρχές του εθνικού δικαίου (στο δικαίωμα άμυνας και στην αρχή της ισότητας των διαδίκων στη δίκη, που προβλέπονται στο άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 111, δεύτερο εδάφιο, του ιταλικού Συντάγματος, αντιστοίχως), και σε άλλες αρχές απορρέουσες από το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης (στο μνημονευόμενο στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο άρθρο 47 του Χάρτη), η μη τήρηση των οποίων μπορεί να συνεπάγεται την αντισυνταγματικότητα της εν λόγω διατάξεως, δυνάμει των άρθρων 11 και 117, πρώτο εδάφιο, του ιταλικού Συντάγματος. Κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν φαίνεται το δικαίωμα σιωπής, το οποίο θεμελιώνεται στις συνταγματικές διατάξεις, στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση, να δύναται καθεαυτό να δικαιολογήσει την άρνηση προσώπου να παραστεί κατά την ακρόαση που διατάσσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ούτε το ότι παρέστη στην ακρόαση αυτή με καθυστέρηση, εφόσον διασφαλίζεται, αντιθέτως προς το επίδικο ζήτημα που αφορά το δικαίωμά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η ιδιότητά του πιθανού αυτουργού παραβάσεως, να μην απαντήσει στις ερωτήσεις που του απευθύνονται κατά την ακρόαση αυτή. Έτσι, το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να διευκρινιστεί εάν το δικαίωμα σιωπής έχει εφαρμογή όχι μόνο στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών, αλλά και κατά τις ακροάσεις που διατάσσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο της εποπτικής της δραστηριότητας επισημαίνοντας ότι η εν λόγω διοικητική παραβίαση συνιστά παράλληλα και αξιόποινη πράξη, ώστε τυχόν αυτοενοχοποίηση (ομολογία) του ελεγχόμενου να οδηγήσει στην άσκηση και ποινικής δίωξης σε βάρος του, υπό την αίρεση της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem.

5. Ο Γενικός Εισαγγελέας στην πρόταση του κάνοντας χρήση της ρήτρας ομοιογένειας του άρθρου 52 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ κατά την οποία η έννοια και η εμβέλεια των κατοχυρωμένων στον Χάρτη δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στα δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ πρέπει να είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει το αντίστοιχο άρθρο της ΕΣΔΑ, καταλήγει στη θέση ότι όσον αφορά το άρθρο 47, παράγραφος 2 αυτού, οι εγγυήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ «εφαρμόζονται κατά παρεμφερή τρόπο στην Ένωση», και, όσον αφορά το άρθρο 48, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, το δικαίωμα αυτό «έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια» με το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ καθώς και ότι το δικαίωμα σιωπής και το δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος σιωπής, αποτελούν «γενικά αναγνωρισμένους διεθνείς κανόνες που βρίσκονται στον πυρήνα της έννοιας της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ» (ΕΔΔΑ Funke κατά Γαλλίας της 25-02-1993 παρ. 44 και Murray κατά Η.Β. της 08-02-1996 παρ. 45).

Αντίστοιχα το ΔΕΕ στην απόφαση του επεσήμανε ότι μολονότι η ΕΣΔΑ δεν συνιστά νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης καθώς η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, εν τέλει, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παρ. 3 ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές.

6. Και ναι μεν σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ το δικαίωμα σιωπής ως έκφανση του τεκμηρίου αθωότητάς εφαρμόζεται κάθε φορά που υφίσταται «κατηγορία ποινικής φύσεως», πλην όμως η συναφής έννοια προσδιορίζεται με βάση τα κριτήρια της απόφασης του ΕΔΔΑ Engel κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών της 08-6-1976 (παρ. 82) και της υπόθεσης του ΔΕΕ C-489/10 Bonda (απόφαση της 05-6-2012 παρ. 37-43), ώστε μια διαδικασία που έχει χαρακτηρισθεί από τον νομοθέτη ως διοικητική, φορολογική ή πειθαρχική με την πρόβλεψη επιβολής επαχθούς διοικητικής κύρωσης να κατατάσσεται στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων εν τέλει και άρα να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ώστε να ενεργοποιείται το δικαίωμα σιωπής (ΕΔΔΑ Grande Stevens κ.λπ. κατά Ιταλίας απόφαση της 04-3-2014 παρ. 101).

7. Το δικαίωμα σιωπής έχει ήδη αναγνωριστεί επανειλημμένως σε πρόσωπα τα οποία δεν απάντησαν στις ερωτήσεις διοικητικών αρχών στο πλαίσιο διαδικασιών για τη διαπίστωση διοικητικών παραβάσεων. Στις υποθέσεις αυτές, το ΕΔΔΑ έκρινε ως καθοριστικό στοιχείο τον ποινικό χαρακτήρα των κυρώσεων που επέβαλλε η διοικητική αρχή για τις παραβάσεις οι οποίες αποτελούσαν το αντικείμενο της διενεργηθείσας από αυτήν έρευνας (J.B. κατά Ελβετίας της 03-5-2001, Shannon κατά Η.Β. της 04-10-2005 και Chambaz κατά Ελβετίας της 05-4-2012), ώστε να ενεργοποιείται αυτόματα το δικαίωμα σιωπής.

8. Ο Γενικός Εισαγγελέας αφού εξέτασε την Ιταλική εθνική και ευρωπαϊκή σχετική νομοθεσία επεσήμανε ότι η αιτιολογική σκέψη 44 της Οδηγίας 2003/6 και η αιτιολογική σκέψη 77 του Κανονισμού 596/2014 επαναλαμβάνουν την αρχή ότι οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στην υπό κρίση περίπτωση, η αρχή αυτή επιτάσσει η υποχρέωση επιβολής κυρώσεων λόγω μη συνεργασίας με την εποπτική αρχή να ερμηνεύεται σύμφωνα με το δικαίωμα σιωπής, όπως αυτό απορρέει από τα άρθρα 47 και 48 του ΧΘΔΕΕ, και το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται όταν μια διαδικασία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα. Πρέπει, όμως, να διευκρινιστεί ότι, η προμνημονευθείσα αρχή δεν επιτάσσει, στο πλαίσιο της ερμηνείας της υποχρεώσεως επιβολής κυρώσεων λόγω μη συνεργασίας με την εποπτική αρχή, να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη τηρήσεως των προτύπων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα δίκαια των κρατών μελών, σε περίπτωση κατά την οποία τα πρότυπα αυτά είναι υψηλότερα από εκείνα που κατοχυρώνονται στο επίπεδο του δικαίου της Ένωσης.

9. Ο Γενικός Εισαγγελέας εξετάζοντας το περιεχόμενο του δικαιώματος σιωπής υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 ΧΘΔΕΕ εκκινεί από το δεδομένο που δέχθηκε και το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο σύμφωνα με το οποίο η άρνηση κληθέντος φυσικού προσώπου να εμφανιστεί σε μια διαδικασία ακρόασης της αρμόδιας εποπτικής αρχής ή η αδικαιολόγητα καθυστερημένη συμμετοχή του δεν καλύπτεται από την επίκληση του δικαιώματος σιωπής, χωρίς να θίγεται βέβαια η δυνατότητα του εν λόγω δικαστηρίου να εκτιμήσει εάν και σε ποιο βαθμό η άρνηση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έλαβε την εγγύηση ότι θα γίνει σεβαστό το δικαίωμά του σιωπής. Επομένως ο Γενικός Εισαγγελέας εξετάζει την εφαρμογή του δικαιώματος σιωπής στην περίπτωση κατά την οποία από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης προκύπτει άρνηση απάντησης στις ερωτήσεις της εποπτικής αρχής.

Αντίστοιχα το ΔΕΕ έκρινε με κατηγορηματικό τρόπο ότι το δικαίωμα σιωπής δεν μπορεί να δικαιολογήσει κάθε άρνηση συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές, όπως η άρνηση εμφάνισης σε ακρόαση οριζόμενη από τις αρχές αυτές ή παρελκυστικές μεθοδεύσεις με σκοπό την αναβολή της διεξαγωγής της ακρόασης.

10. Το ΔΕΕ στη νομολογία του αναφορικά με το ζήτημα της μη αυτοενοχοποίησης των νομικών προσώπων στο πεδίο του δικαίου περί ανταγωνισμού έχει κρίνει ότι το δικαίωμα σιωπής δεν καλύπτει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που αφορούν πραγματικά περιστατικά, εκτός εάν οι ερωτήσεις σκοπούν να υποχρεώσουν την ενδιαφερόμενη επιχείρηση να ομολογήσει τη διάπραξη της παραβάσεως την οποία διερευνά η Επιτροπή. Με άλλα λόγια, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (απόφαση της 15-10-2002 υπόθεση C-238/99 κ.λπ.), η προστασία που διασφαλίζεται από το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να εξακριβώνεται εάν η απάντηση της επιχειρήσεως που είναι αποδέκτης των εν λόγω ερωτήσεων ισοδυναμεί επί της ουσίας με ομολογία παραβάσεως.

Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση των φυσικών προσώπων. Αντιθέτως, θα πρέπει να υιοθετηθεί η προσέγγιση του ΕΔΔΑ κατά την οποία ο σεβασμός του ανθρώπου και της ελευθερίας του να καθορίζει τις επιλογές του, εμποδίζοντας τις δημόσιες αρχές να ασκήσουν πιέσεις για τη διαμόρφωση της βουλήσεώς του, βρίσκεται στον πυρήνα του σκοπού του δικαιώματος σιωπής, ως συστατικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου που αναγνωρίζει το ΕΔΔΑ στο δικαίωμα σιωπής των φυσικών προσώπων, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνηστεί ότι, κατά το ΕΔΔΑ, το δικαίωμα αυτό αφορά την προστασία των προσώπων κατά των οποίων έχει απαγγελθεί κατηγορία ποινικής φύσεως από τυχόν καταχρηστικό εξαναγκασμό εκ μέρους των αρχών για την απόσπαση ομολογίας. Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του εάν έγινε παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ εξετάζει κατ’ αρχάς εάν ασκήθηκε αποδεδειγμένα εξαναγκασμός με σκοπό να ληφθούν αποδεικτικά στοιχεία και στη συνέχεια ελέγχει εάν ένας τέτοιος εξαναγκασμός πρέπει να χαρακτηριστεί ως καταχρηστικός. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι το περιεχόμενο του δικαιώματος σιωπής δεν μπορεί να περιοριστεί σταθμίζοντας το δικαίωμα αυτό με το δημόσιο συμφέρον (Saunders κατά Η.Β. της 17-12-1996 παρ. 74).

Έτσι, το περιεχόμενο του δικαιώματος σιωπής των φυσικών προσώπων στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών που ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή κυρώσεως ποινικού χαρακτήρα κατά του ίδιου φυσικού προσώπου, όπως στην επίδικη υπόθεση της κύριας δίκης, καλύπτει και τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά από τις οποίες δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην ομολογία ενοχής, υπό την προϋπόθεση ότι [οι απαντήσεις αυτές] επηρέασαν την αιτιολογία της αποφάσεως που εκδόθηκε ή την ποινή που επιβλήθηκε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής. Για τον καθορισμό του περιεχομένου αυτού, το δημόσιο συμφέρον στο οποίο στηρίζεται η δίωξη της επίμαχης παραβάσεως στερείται παντελώς σημασίας.

11. Ο Γενικός Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη των ισχυρισμών της Επιτροπής προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι το δικαίωμα σιωπής των φυσικών προσώπων στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή κυρώσεως ποινικού χαρακτήρα πρέπει να έχει περιεχόμενο τόσο περιορισμένο όσο έχει το δικαίωμα αυτό στις περιπτώσεις που ωφελεί νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες.

Ειδικότερα, ο Γενικός Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του επιχειρήματος της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται μια «πιο ελαστική και ήπια» εφαρμογή του δικαιώματος σιωπής σε τομείς όπως αυτούς της καταστολής καταχρήσεων αγοράς, κατά τέτοιο τρόπο ώστε το δικαίωμα αυτό να έχει περιεχόμενο τόσο περιορισμένο όσο αυτό που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες (κριτήρια απόφασης ΕΔΔΑ Jussila κατά Φινλανδίας της 23-11-2006), δοθέντος ότι εφόσον το δικαίωμα σιωπής αποτελεί μέρος των εγγυήσεων του ποινικού δικαίου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το εύρος του περιεχομένου που αναγνωρίζει το ΕΔΔΑ στο δικαίωμα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσον το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου, οπότε, εάν δεν εμπίπτει, το περιεχόμενο αυτό πρέπει να είναι πιο περιορισμένο και έτσι να αντιστοιχεί στο περιεχόμενο που αναγνωρίζεται στο δικαίωμα αυτό από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες.

Επιπλέον, ο Γενικός Εισαγγελέας πρότεινε ομοίως την απόρριψη του επιχειρήματος της Επιτροπής που στηρίζεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ A. Menarini Diagnostics s.r.l. κατά Ιταλίας (της 27-9-2011 παρ. 62) λόγω της ανάλογης αρχής που εκφράζεται σε αυτή, σύμφωνα με την οποία, «[μ]ολονότι [οι διαφορές μεταξύ διοικητικής διαδικασίας και ποινικής διαδικασίας υπό τη στενή έννοια του όρου] δεν απαλλάσσουν τα συμβαλλόμενα κράτη από την υποχρέωσή τους να σέβονται όλες τις εγγυήσεις που παρέχονται από το ποινικό σκέλος του άρθρου 6, μπορεί εντούτοις [η υποχρέωση αυτή] να επηρεάσει τον τρόπο της εφαρμογής τους».

12. Το ΔΕΕ με την απόφαση του επεσήμανε ότι το δικαίωμα σιωπής φυσικού προσώπου το οποίο «κατηγορείται» στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας κατά τα ανωτέρω, αντιτίθεται, μεταξύ άλλων, στην επιβολή κυρώσεων στο πρόσωπο αυτό λόγω της άρνησής του να παράσχει στην αρμόδια δυνάμει της οδηγίας 2003/6 ή του κανονισμού 596/2014 εποπτική αρχή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του. Η ανάλυση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, από την οποία προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης των κανόνων αυτών, η οικεία επιχείρηση μπορεί να υποχρεωθεί να παράσχει όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία ως προς τα πραγματικά περιστατικά που ενδεχομένως γνωρίζει και, εν ανάγκη, να κοινοποιήσει τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της, ακόμη και αν αυτά μπορούν να χρησιμεύσουν για να αποδειχθεί, ενδεχομένως και εις βάρος της, η ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό (Orkem κατά Επιτροπής της 18-10-1989, αρ. 374/87 σκ. 34 κ.λπ.).

13. Εν όψει των ανωτέρω το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), και το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6 και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στα κράτη μέλη να μην επιβάλλουν κυρώσεις σε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης εις βάρος του από την αρμόδια δυνάμει της ως άνω οδηγίας ή του ως άνω κανονισμού αρχή, αρνείται να παράσχει στην αρχή αυτή απαντήσεις από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει η ευθύνη του για παράβαση που τιμωρείται με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα ή η ποινική ευθύνη του.

Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος
Συνταγματικό Δίκαιο - Γ έκδοση

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ

send