logo-print

Δικαστήριο ΕΕ: «Όχι» σε μειωμένο επίδομα μητρότητας σε πρόσωπα που υπηρετούν σε θεσμικό όργανο της Ένωσης

Εθνική ρύθμιση που καθορίζει μειωμένο επίδομα μητρότητας σε πρόσωπα τα οποία κατά την περίοδο αναφοράς υπηρετούν σε θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι αντίθετη με το δίκαιο της ΕΕ

Εργατικό Ποινικό Δίκαιο
H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με την απόφασή του που δημοσιεύθηκε στις 7-03-2018, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι είναι αντίθετη με το δίκαιο της ΕΕ ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία, για τον καθορισμό της μέσης βάσεως των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ποσού του επιδόματος μητρότητας, εξομοιώνει τους μήνες της περιόδου αναφοράς κατά τους οποίους ένα πρόσωπο εργάσθηκε για θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν ήταν ασφαλισμένο στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους αυτού με περίοδο μη απασχολήσεως και εφαρμόζει ως προς αυτούς τη μέση βάση εισφορών του εν λόγω κράτους μέλους, όπερ συνεπάγεται σημαντική μείωση του ποσού του χορηγούμενου στο πρόσωπο αυτό επιδόματος μητρότητας σε σχέση με το επίδομα που θα μπορούσε να λάβει αν είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα μόνο σε αυτό το κράτος μέλος.

Διαβάστε επίσης: Δικαστήριο ΕΕ: Επιτρέπεται η απόλυση εγκύων εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων

Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το εν λόγω εθνικό μέτρο εισάγει εμπόδιο στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων το οποίο δε μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέτρο που επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει πως ακόμα και αν το εν λόγω εμπόδιο δε λειτουργεί σε καθοριστικό βαθμό αποτρεπτικά για την άσκηση της ελευθερίας μετακίνησης της εργαζομένης, δηλαδή για την αποδοχή της εργασίας που της προσφέρεται, η αντίθεσή του με τις θεμελιώδεις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν θεραπεύεται και εξακολουθεί να απαγορεύεται.  

Ιστορικό της υπόθεσης

Στις 2 Ιανουαρίου 2014, η DW ζήτησε από το Valsts sociālās apdrošināšanas aģentūra (εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων, Λεττονία) τη χορήγηση επιδόματος μητρότητας για τη διάρκεια της άδειας εγκυμοσύνης της. Στις 2 Απριλίου 2014, η DW ζήτησε επίσης το επίδομα αυτό για τη διάρκεια της άδειας μητρότητας.

Το εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων χορήγησε το εν λόγω επίδομα για τις περιόδους από 2 Ιανουαρίου έως 12 Μαρτίου 2014 και από 13 Μαρτίου έως 21 Μαΐου 2014, αντιστοίχως. Το επίδομα μητρότητας καθορίσθηκε στο 80 % της μέσης βάσεως εισφορών, η οποία υπολογίσθηκε ανά ημερολογιακή ημέρα και καθορίσθηκε βάσει των εισοδημάτων της DW κατά την περίοδο των δώδεκα ημερολογιακών μηνών από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 31 Οκτωβρίου 2013 και του αριθμού των ημερολογιακών ημερών της περιόδου αυτής. Δεδομένου ότι, κατά την περίοδο αναφοράς των δώδεκα μηνών, η DW εργάσθηκε για ένδεκα μήνες σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, δεν ήταν εγγεγραμμένη ως μισθωτή εργαζομένη στη Λεττονία, το εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 6, του νόμου περί ασφαλίσεως μητρότητας και ασθενείας, καθόρισε τη βάση των εισφορών για κάθε έναν από τους μήνες αυτούς στο 70 % της μέσης βάσεως εισφορών του οικείου κράτους μέλους, ήτοι στο ποσό των 395,70 ευρώ. Αντιθέτως, για τον μήνα κατά τον οποίο η DW ήταν εγγεγραμμένη ως μισθωτή εργαζομένη και κατέβαλε εισφορές στη Λεττονία, ελήφθη υπόψη η μέση βάση πραγματικών εισφορών του μήνα αυτού, ήτοι στο ποσό των 1.849,73 ευρώ.

Η DW προσέφυγε ενώπιον του administratīvā rajona tiesa (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία) αιτούμενη νέο υπολογισμό του ποσού του επιδόματός της. Το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτό το αίτημά της βάσει τόσο των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όσο και των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Το Administratīvā apgabaltiesa (περιφερειακό διοικητικό εφετείο, Λεττονία) έκανε δεκτή την ασκηθείσα από το εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων έφεση. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004, ο οποίος προβλέπει τον συνυπολογισμό των περιόδων που έχουν συμπληρωθεί για την κτήση δικαιώματος, δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένου ότι το λεττονικό δίκαιο δεν απαιτεί, για τη χορήγηση του δικαιώματος σε επίδομα μητρότητας, καμία προγενέστερη περίοδο υπαγωγής στο λεττονικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Έκρινε συνεπώς ότι ο υπολογισμός του επιδόματος αυτού είχε πραγματοποιηθεί ορθώς υπό το πρίσμα μόνον του λεττονικού δικαίου.

Η DW άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Augstākā tiesa (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λεττονία) υποστηρίζοντας ότι οι λεπτομέρειες υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος προσκρούουν στα άρθρα 45 έως 48 ΣΛΕΕ και στη νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την DW, για τον υπολογισμό της προς χορήγηση παροχής, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και το ποσό του επιδόματος πρέπει να προστεθεί σε αυτό που θα ελάμβανε αν είχε εργασθεί στη Λεττονία καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς. Κατά την άποψη της DW, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της επίμαχης παροχής, ήτοι να ενισχύεται το επίδομα μητρότητας για τους εργαζομένους διασφαλίζοντας συγχρόνως ένα ελάχιστο εισόδημα στους ανέργους.

Το εθνικό ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων θεωρεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως για τη θεμελίωση δικαιώματος σε γονικό επίδομα δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού του επιδόματος μητρότητας.

Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν οι διατάξεις του λεττονικού δικαίου περί του υπολογισμού του ποσού του επιδόματος μητρότητας συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, διαπιστώνει ότι η DW περιήλθε σε μειονεκτική θέση μετά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας αποδεχόμενη θέση εργασίας σε θεσμικό όργανο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η μέση βάση εισφορών που έγινε δεκτή από το λεττονικό δίκαιο για τους ένδεκα μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων η DW υπηρετούσε σε θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτήν που έγινε δεκτή για τον εναπομείναντα μήνα εργασίας της DW στη Λεττονία. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμοσθείσα μέθοδος υπολογισμού για τον καθορισμό του επιδόματος μητρότητας έχει ως αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα, ότι το ποσό του επιδόματος αυτού εξαρτάται από τη διάρκεια της περιόδου δραστηριότητας του οικείου εργαζομένου στη Λεττονία.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν ρύθμιση κράτους μέλους, όπως αυτή της υποθέσεως εν προκειμένω.

Απόφαση του Δικαστηρίου

Με τη δημοσιευθείσα αυτή απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι, καίτοι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, οφείλουν εντούτοις να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Το Δικαστήριο εξετάζει, έπειτα, αν οι διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων έχουν εφαρμογή σε κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως εν προκειμένω. Έτσι, επικαλούμενο τη νομολογία του, υπενθυμίζει, αφενός, ότι υπήκοος της Ένωσης, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ο οποίος άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της κατοικίας του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι υπήκοος της Ένωσης ο οποίος εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του και έχει αποδεχθεί θέση εργασίας σε διεθνή οργανισμό εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Κατά συνέπεια, η κατάσταση της DW εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ελέγχει κατά πόσον η εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως αυτή της υποθέσεως εν προκειμένω, συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και διευκρινίζει, πρώτον, ότι διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν ή αποτρέπουν εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του σε ελεύθερη κυκλοφορία συνιστούν εμπόδια στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, έστω και αν εφαρμόζονται αδιακρίτως της ιθαγένειας των οικείων εργαζομένων και δεύτερον, ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει μεταξύ άλλων ως αντικείμενο να αποφεύγεται να τίθεται, χωρίς αντικειμενικό λόγο, σε μειονεκτικότερη θέση εργαζόμενος ο οποίος, κάνοντας χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, απασχολήθηκε σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, από εργαζόμενο που εργάσθηκε καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του σε ένα μόνον κράτος μέλος.

Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του με την οποία έκρινε ότι εθνική ρύθμιση η οποία δεν λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού των γονικών επιδομάτων, τις περιόδους απασχολήσεως υπό το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως της Ένωσης δύναται να αποθαρρύνει τους υπηκόους κράτους μέλους να εγκαταλείψουν το κράτος αυτό για να αναλάβουν επαγγελματική δραστηριότητα σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ευρισκόμενο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, καθόσον, αποδεχόμενοι θέση απασχολήσεως σε τέτοιο όργανο, θα στερούνταν της δυνατότητας να τύχουν οικογενειακής παροχής, χορηγουμένης βάσει του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας, στην οποία θα είχαν δικαίωμα εάν δεν είχαν αποδεχθεί την ως άνω θέση απασχολήσεως.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων το οποίο απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι αποδεχόμενη την θέση εργασίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ή σε άλλον διεθνή οργανισμό, η εργαζομένη, η οποία προγενέστερα ή μεταγενέστερα ήταν ασφαλισμένη στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως του οικείου κράτους μέλους, λαμβάνει, βάσει του καθεστώτος αυτού, παροχή ποσού σημαντικά μικρότερου από αυτό που θα ελάμβανε αν δεν είχε κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, η διαπίστωση αυτή ουδόλως ανατρέπεται από το επιχείρημα ότι οι προσωρινές παροχές, όπως το επίδομα μητρότητας, δεν μπορούν να δημιουργήσουν μείζον εμπόδιο κατά τη λήψη της αποφάσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί θέση εργασίας σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους καταγωγής του, αφού κατά τη νομολογία του, τα άρθρα της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων συνιστούν θεμελιώδεις διατάξεις της Ένωσης και κάθε εμπόδιο στην ελευθερία αυτή, έστω και επουσιώδες, απαγορεύεται.

Τέλος, το Δικαστήριο ερευνά κατά πόσον το εν λόγω εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δικαιολογείται και έτσι ελέγχει αν επιδιώκει θεμιτό σκοπό που συνάδει με τη Συνθήκη και αν το μέτρο αυτό είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια, ήτοι αν τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

Το Δικαστήριο εκτιμά πως η σταθερότητα του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που επικαλείται η κυβέρνηση της Λεττονίας,  για τη διασφάλιση της οποίας θεσπίστηκε το επίδομα μητρότητας, το οποίο θεμελιώνεται στην αρχή της αλληλεγγύης, μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης περί του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, στις εθνικές αρχές εναπόκειται, όταν λαμβάνουν μέτρο κατά παρέκκλιση αρχής που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης, να αποδείξουν, σε κάθε περίπτωση, ότι το εν λόγω μέτρο τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, βάσει μιας αντικειμενικής, λεπτομερούς και αριθμητικής αναλύσεως, με τη χρήση αξιόπιστων και συγκλινόντων δεδομένων με αποδεικτική ισχύ. Όμως, ελλείψει μιας τέτοιας αναλύσεως εν προκειμένω, δεν δικαιολογείται το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

Το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία, για τον καθορισμό της μέσης βάσεως των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ποσού του επιδόματος μητρότητας, εξομοιώνει τους μήνες της περιόδου αναφοράς κατά τους οποίους το οικείο πρόσωπο εργάσθηκε για θεσμικό όργανο της Ένωσης και δεν ήταν ασφαλισμένο στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους αυτού με περίοδο μη απασχολήσεως και εφαρμόζει ως προς αυτούς τη μέση βάση εισφορών του εν λόγω κράτους μέλους, όπερ συνεπάγεται σημαντική μείωση του ποσού του χορηγούμενου στο πρόσωπο αυτό επιδόματος μητρότητας σε σχέση με το επίδομα που θα μπορούσε να λάβει αν είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα μόνο σε αυτό το κράτος μέλος.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ/α Β έκδοση
Σεμινάριο: Το δίκαιο της πώλησης κατά τον ΑΚ και την CISG