Δημόσιοι υπάλληλοι: Ένδικα μέσα κατά πειθαρχικών αποφάσεων και λύση της υπαλληλικής σχέσης (Εγκύκλιος ΥΠΕΣ)
Πώς διαμορφώνεται η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή, όταν λύνεται η εργασιακή σχέση - Πότε είναι αρμόδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας
Με μια ενδιαφέρουσα εγκύκλιο, που εξέδωσε η γενική γραμματεία Ανθρωπίνου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών γνωμοδοτεί ότι σε περίπτωση που πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει σε μόνιμο υπάλληλο την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης μετατρέποντας όμως την ποινή, λόγω λύσης της υπαλληλικής σχέσης του διωκόμενου υπαλλήλου, σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, το προβλεπόμενο ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής καθορίζεται με βάση την αρχικώς επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και όχι της ποινής του προστίμου και ως εκ τούτου κατά της απόφασης αυτής χωρεί προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (άρθρο 141 παρ. 8 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει).
Η εγκύκλιος αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Σε συνέχεια σχετικών ερωτημάτων που έχουν υποβληθεί στην Υπηρεσία μας και στο πλαίσιο της ενιαίας εφαρμογής των πειθαρχικών διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύουν, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 113 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει,
«1. Ο υπάλληλος, ο οποίος απώλεσε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο, δεν διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία, η οποία τυχόν έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
2. Όταν συντρέχει η περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Σε περίπτωση που η επιβλητέα πειθαρχική ποινή είναι ανώτερη του προστίμου, το πειθαρχικό συμβούλιο την μετατρέπει ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με δυνατότητα επιβολής και διοικητικής κύρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 109».
Σε περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατόπιν έναρξης της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου λύεται η υπαλληλική σχέση του/ της διωκόμενου/ -ης υπαλλήλου και το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου, μετατρέποντάς την όμως σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, τα προβλεπόμενα κατά της πειθαρχικής αυτής απόφασης ένδικα μέσα καθορίζονται με βάση την απαξία της αρχικώς επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής και κατ' ουσίαν του αποδιδόμενου πειθαρχικού παραπτώματος, πριν αυτή μετατραπεί σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση που πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει σε μόνιμο υπάλληλο την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης μετατρέποντας όμως την ποινή, λόγω λύσης της υπαλληλικής σχέσης του διωκόμενου υπαλλήλου, σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, το προβλεπόμενο ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής καθορίζεται με βάση την αρχικώς επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και όχι της ποινής του προστίμου και ως εκ τούτου κατά της απόφασης αυτής χωρεί προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (άρθρο 141 παρ. 8 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει).
Δείτε ολόκληρη την εγκύκλιο.