Δυνατότητα Εισηγητικών Επιτροπών για εκλογή μελών ΔΕΠ να συλλέγουν προσωπικά δεδομένα υποψηφίων από τρίτες πηγές (ΑΠΔΠΧ 62/2022)
Η Αρχή παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος
Ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ετέθη ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που κατά καιρούς τίθενται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκλογής μελών ΔΕΠ: η δυνατότητα της εισηγητικής επιτροπής να αναζητά και να συλλέγει πληροφορίες για τους υποψηφίους από τρίτες πηγές στο πλαίσιο αξιολόγησης της υποψηφιότητάς τους.
Το ιστορικό
Η Αρχή έλαβε την καταγγελία υποψηφίου για τη θέση καθηγητή πρώτης βαθμίδας σε Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σύμφωνα με την καταγγελία, κατά τη διαδικασία εκλογής για την πλήρωση της θέσης και προκειμένου να αξιολογήσει την υποψηφιότητά του, η εισηγητική επιτροπή προέβη σε αναζήτηση, συλλογή και συσχέτιση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του από τρίτες πηγές, για τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν υπήρξε προηγούμενη συγκατάθεση ή ενημέρωσή του.
Περαιτέρω, ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι άσκησε τα δικαιώματα περιορισμού της επεξεργασίας των δεδομένων του κατ’ άρθρο 18 ΓΚΠΔ, καθώς και το δικαίωμα εναντίωσής του στην επεξεργασία των δεδομένων κατ’ άρθρο 21 ΓΚΠΔ, πλην όμως κατά τους ισχυρισμούς του, η άσκηση του δικαιώματος περιορισμού ήταν χωρίς αποτέλεσμα, ενώ αναφορικά με την ικανοποίηση του δικαιώματος εναντίωσης, το καταγγελλόμενο απάντησε πως δε θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, καθώς οι καταγγελλόμενες μορφές επεξεργασίας είχαν ως νομική βάση το άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΓΚΠΔ, ενώ το δικαίωμα εφαρμόζεται μόνο για τις νομικές βάσεις του άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. ε’ και στ’ ΓΚΠΔ .
Το καταγγελλόμενο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, με υπόμνημά του, υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι οι καταγγελλόμενες μορφές επεξεργασίας οι οποίες αφορούν αποκλειστικά σε δημόσια προσβάσιμες πηγές, ήταν απαραίτητες προκειμένου η εισηγητική επιτροπή να συμμορφωθεί κατ’ άρθρον 6 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΓΚΠΔ με την έννομη υποχρέωσή της που πηγάζει από τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 4 στοιχ. γ’ του Ν. 4009/2011, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο της διαδικασίας εκλογής, προκειμένου δηλαδή «α) να αναλύσει και να αξιολογήσει το έργο και την προσωπικότητα κάθε υποψηφίου, εκφέροντας κρίση για την προσφορά του στην πρόοδο της επιστήμης, β) να διατυπώσει την άποψή της εάν οι υποψήφιοι ανταποκρίνονται στα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα και ειδικότερα για τη συνάφεια του γνωστικού αντικειμένου της προς πλήρωση θέσης με το γνωστικό αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής, καθώς και η συνάφεια αυτής, επιστημονικού, διδακτικού, κλινικού ή καλλιτεχνικού έργου των υποψηφίων με το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης, γ) εάν κρίνονται περισσότεροι του ενός υποψήφιοι, να προβεί στη συγκριτική και αξιολογική κατάταξή τους.».
Σύμφωνα με την απάντηση του ΑΕΙ, η νομική βάση της επεξεργασίας είναι η συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του άρθρου 6 παρ.1γ’ ΓΚΠΔ και όχι η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 21 ΓΚΠΔ περί εναντίωσης στην επεξεργασία των δεδομένων, καθόσον δεν προβλέπεται εφαρμογή του στην περίπτωση επεξεργασίας βασιζόμενης στο άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ΓΚΠΔ.
Ακολούθως, με το κατόπιν ακροάσεως υποβληθέν υπόμνημά του, το καταγγελλόμενο ΑΕΙ υποστήριξε ότι η Εισηγητική Επιτροπή, έχοντας την εκ του νόμου υποχρέωση να εκφέρει πλήρως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη κρίση σχετικά με τους υποψηφίους, δύναται να συνεκτιμήσει και άλλα στοιχεία για το έργο ή την προσωπικότητα του υποψηφίου που τυχόν γνωρίζει από άλλες πηγές ή την προσωπική τους αντίληψη, παραπέμποντας ενδεικτικά στην 2199/2020 Απόφαση (Γ’ Τμήμα) του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το καταγγελλόμενο επανέλαβε ότι η Εισηγητική Επιτροπή συμβουλεύθηκε μόνο δημόσιες πηγές, στις οποίες έχει πρόσβαση κάθε πολίτης και οι οποίες παρέχουν «τεκμήριο ακρίβειας», ενώ προσέθεσε πως ο καταγγέλλων ενημερώθηκε για την αναζήτηση στοιχείων από τις ως άνω πηγές εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α) ΓΚΠΔ.
Η απόφαση της Αρχής (απόσπασμα)
5. Επειδή η Αρχή έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της καταγγελίας του Α κατά του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, καθόσον από το ως άνω εκτεθέν ιστορικό της υπόθεσης, προκύπτει ότι ο καταγγελλόμενος προέβη σε αναζήτηση, συλλογή και συσχέτιση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του καταγγέλλοντος, οι οποίες συνιστούν μορφές μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχ. 2) ΓΚΠΔ, ενώ τα δεδομένα αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεση αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων, επομένως σε σύστημα αρχειοθέτησης κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχ. 6) ΓΚΠΔ, επομένως πρόκειται για επεξεργασία υπαγόμενη στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 2 παρ. 1 του ΓΚΠΔ και 2 του ν.4624/2019.
6. Επειδή κατά τη συζήτηση ενώπιον του Τμήματος, προέκυψε, μεταξύ άλλων, ότι η αναζήτηση, συλλογή και συσχέτιση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποψηφίων μελών ΔΕΠ από τρίτες πηγές με σκοπό την αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων τους, θέτει ζήτημα πλήρωσης όρων νομιμότητας, διαφάνειας και ύπαρξης νομικής βάσεως, καθώς και ζήτημα παροχής ενημέρωσης προς τους υποψηφίους, τα οποία παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον, αφορώντα σε σημαντικό και μη δυνάμενο να προσδιοριστεί αριθμό τόσο υποκειμένων όσο και υπευθύνων επεξεργασίας, ήτοι υποψηφίων μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού αφενός και Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων αφετέρου.
7. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής (ΦΕΚ Β’ 879), το Τμήμα της Αρχής μπορεί να παραπέμπει υπόθεση στην Ολομέλεια της Αρχής, στις αρμοδιότητες της οποίας ανήκει, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. ι’ του Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής (ΦΕΚ Β’ 879), η εξέταση υποθέσεων που εισάγονται από τον Πρόεδρο ή παραπέμπονται από το Τμήμα λόγω της σπουδαιότητας ή του γενικότερου ενδιαφέροντός τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει ομόφωνα λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος την κρινόμενη υπόθεση στο σύνολό της προς εξέταση στην Ολομέλεια της Αρχής.