Επιδίκαση 800 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων: Συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας του δικαστηρίου;
Μια αντιδικία μεταξύ διαχειριστών πολυκατοικίας που έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1123/2020)
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ο διαχειριστής πολυκατοικίας (εφεξής Α) άσκησε σε βάρος του προηγούμενου διαχειριστή (εφεξής Β) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο Β να του παραδώσει το αρχείο διαχείρισης της πολυκατοικίας που τηρούσε μέχρι να αναλάβει εκείνος καθήκοντα.
Η αίτηση έγινε δεκτή και ο Β διατάχθηκε να επιδείξει στον Α «ολόκληρο τον κανονισμό ρύθμισης των σχέσεων των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, τα πρακτικά των συνελεύσεων των συνιδιοκτητών και τους λογαριασμούς και αποδείξεις πληρωμής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδρευσης και του αποθεματικού για το χρονικό διάστημα των ετών 2011-2014» με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής 500€ και προσωπικής κράτησης 1 μηνός για την περίπτωση μη συμμόρφωσής του με το διατακτικό της απόφασης. Επίσης, ο Β καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα του Α ποσού 300€.
Ο Α ζήτησε αντίγραφο της απόφασης, για το σκοπό της ενημέρωσης των συνιδιοκτητών επί της δικαστικής διαμάχης. Αφού έλαβε αυτό, το φωτοτύπησε, το αρίθμησε ιδιοχείρως σε κάθε σελίδα, υπογράμμισε με μαρκαδόρο το ονοματεπώνυμο του ιδίου και του Β καθώς και το διατακτικό της απόφασης και το ανήρτησε την ίδια ημέρα στον πίνακα ανακοινώσεων, όπου και παρέμεινε επί 19 ημέρες. Η ανάρτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου της απόφασης, όχι μόνο οι ένοικοι της πολυκατοικίας αλλά και οι τρίτοι που εισέρχονταν, καθώς το αντίγραφο της απόφασης είχε αναρτηθεί σε κοινή θέα.
Ο Β ενήγαγε τον Α ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, ζητώντας αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Το δικαστήριο τού επεδίκασε το ποσόν των 6.000€, με τον Α να ασκεί έφεση.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, δικάζοντας ως Εφετείο, απέρριψε τους λόγους έφεσης του Α, πλην αυτού που έπληττε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το εύλογο του χρηματικού ποσού των 6.000€.
Σύμφωνα με το δευτεροβάθμιο «με δεδομένο ότι η ανάρτηση αυτή έλαβε χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του εφεσιβλήτου, του οποίου προσωπικά δεδομένα και δη το γεγονός ότι υποχρεώθηκε να επιδείξει τα κρίσιμα έγγραφα απειλουμένης σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης και επιβαλλομένων των δικαστικών εξόδων, έλαβε χώρα παραβίαση της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 καθόσον προσωπικά δεδομένα του εφεσιβλήτου κατέστησαν προσιτά και σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα».
Περαιτέρω, ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο έκρινε ότι «εκτιμώντας το είδος της προσβολής, την ένταση της προσβολής, την έκταση της βλάβης, δοθέντος ότι, ναι μεν έλαβαν γνώση του προσωπικού δεδομένου του ενάγοντος, τρίτοι, αλλά σε κάθε περίπτωση περιορισμένος αριθμός προσώπων, και εν γένει τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή, όπως επίσης, τον βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800€). Η εκκαλουμένη συνεπώς που αποτίμησε σε μεγαλύτερο ποσό τη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται ο ενάγων-εφεσίβλητος, έσφαλε, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών-εναγόμενος με τον προβαλλόμενο επικουρικά δεύτερο λόγο έφεσής του».
Η αίτηση αναίρεσης και η απόφαση του Αρείου Πάγου
Μετά τη σημαντική αυτή μείωση του επιδικασθέντος ποσού για χρηματική ικανοποίηση, ήταν η σειρά του Β να ασκήσει ένδικο μέσο. Με αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο - δικαιωθείς και στους δύο βαθμούς – διάδικος ζήτησε από το ανώτατο ακυρωτικό να διαπιστώσει ότι με το να του επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση 800€ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.
Ο μοναδικός αυτός λόγος αναίρεσης κρίθηκε αβάσιμος και η αίτηση απορρίφθηκε. Σύμφωνα με το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου:
«Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης του αναιρεσίβλητου, πλην αυτού που έπληττε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το εύλογο του χρηματικού ποσού (6.000€) που επιδίκαζε προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, τον οποίο έκανε δεκτό και, εξαφανίζοντας την απόφαση, επιδίκασε μικρότερο χρηματικό ποσό (800 €) στον αναιρεσείοντα. Έτσι που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υστερεί και μάλιστα καταφανώς, εκείνου που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Επομένως, ο μοναδικός, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση τις αιτιάσεις ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και, καθ' υπέρβαση, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας το Εφετείο, κατά την εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ επιδίκασε σε αυτόν το ποσό 800€, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης από την ένδικη αιτία, το οποίο δεν είναι δυσαναλόγως μικρότερο σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιστάσεις και προκύπτουν από της συνθήκες της αδικοπραξίας, είναι αβάσιμος.»
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου.