logo-print

Φαρμακεία από μη φαρμακοποιούς: Τα βασικά σημεία της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας

20/02/2020

21/02/2020

Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων Δ έκδοση

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΑΙΚΟΣ

Πολιτειολογία

ΣτΕ 201-208/2020 Ολομ.

Πρόεδρος: κ. Αικ. Σακελλαροπούλου

Εισηγήτριες: κ. Μαρίνα Παπαδοπούλου, κ. Όλγα Παπαδοπούλου

Ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού – ΠΔ 64/2018

Με τις 203/2020 και 207/2020 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκαν αιτήσεις ακυρώσεως, με τις οποίες αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διατάξεων του π.δ/τος 64/2018, «Ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού-Ίδρυση φαρμακείου» (Α´ 124).  Με το διάταγμα αυτό, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 64 παρ. 1 περ. (α) του ν. 4509/2017 (Α΄201), επετράπη η ίδρυση φαρμακείου και από φυσικό πρόσωπο μη φαρμακοποιό υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ασυμβίβαστο της ιδιότητας εταίρου εταιρείας εκμεταλλευόμενης φαρμακείο, με ορισμένες άλλες ιδιότητες, όπως του εταίρου επιχείρησης δραστηριοποιούμενης στην χονδρική αγορά φαρμάκων, του ιατρού κ.λπ.. Με τις αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι: (α) η δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείου από μη φαρμακοποιό, ο οποίος υποχρεούται σε σύσταση Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης [ΕΠΕ] για τον σκοπό αυτό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, εφόσον επιστημονικός υπεύθυνος του φαρμακείου παραμένει φαρμακοποιός, που συμμετέχει υποχρεωτικά, με ποσοστό τουλάχιστον 33%, στην ΕΠΕ, (β) τα θεσπιζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 5 περίπτωση γ΄ του δ/τος ασυμβίβαστα δεν καταλαμβάνουν πρόσωπα, τα οποία εκμεταλλεύονταν φαρμακεία υπό την ιδιότητα του εταίρου προσωπικής εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του δ/τος, (γ) ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή δεν αφορούν φαρμακοποιούς οι οποίοι ήδη έχουν ή λαμβάνουν, κατ’ εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου, άδεια ίδρυσης φαρμακείου και λειτουργούν το φαρμακείο με τη μορφή ατομικής επιχείρησης.

Ειδικότερα: Με την ΣτΕ 203/2020 απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου [ΠΦΣ]. Ο Σύλλογος είχε προβάλει ότι το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς περί φαρμακείων, κατά το οποίο η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου εκδιδόταν αποκλειστικά στο όνομα φαρμακοποιού ή προσωπικής εταιρείας με εταίρους φαρμακοποιούς, αποτελεί εξειδίκευση των επιταγών που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, ότι η κατάργηση του καθεστώτος αυτού δεν επιτρέπεται να συνεπάγεται διακινδύνευση της προστασίας της δημόσιας υγείας, ότι με την επιχειρούμενη αποσύνδεση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των φαρμακείων από την ιδιότητα του φαρμακοποιού μετατρέπεται η δραστηριότητα λιανικής εμπορίας φαρμάκων σε αμιγώς κερδοσκοπική, με τους εντεύθεν κινδύνους για τη δημόσια υγεία, καθώς και τα επαγγελματικά συμφέροντα, την ανεξαρτησία και το επιστημονικό κύρος των φαρμακοποιών και ότι, για τους ανωτέρω λόγους, το διάταγμα αντίκειται στο Σύνταγμα. 

Όπως κρίθηκε με την απόφαση αυτή: (α) Η ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους στις επιχειρηματικές δραστηριότητες με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών υγείας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων, δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται, προεχόντως, στην ανάγκη προστασίας της υγείας των πολιτών, και είναι επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. (β) Τα φαρμακεία τα οποία έχουν, ως κύριο προορισμό της δραστηριότητάς τους, την διάθεση στο κοινό αγαθών ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας, δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, υποκείμενες στους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού, η ρύθμιση δε του καθεστώτος πρόσβασης στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, καθώς και του καθεστώτος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της λιανικής πώλησης φαρμάκων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ιδιομορφία των φαρμακείων, στα οποία η εμπορική δραστηριότητα συνδυάζεται με την υπεύθυνη επιστημονική παροχή υπηρεσιών, που εγγυάται την ελεγχόμενη και ορθολογική διακίνηση των φαρμάκων, και με την κοινωνική αποστολή του φαρμακοποιού. (γ) Δοθέντος ότι το κόστος των χορηγουμένων από τα φαρμακεία φαρμάκων καλύπτεται, κατά μεγάλο μέρος, από τους οικείους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κατά τη θέσπιση των μέτρων ο νομοθέτης δύναται να συνεκτιμά και  τον κίνδυνο κατασπατάλησης των περιορισμένων οικονομικών πόρων, που διατίθενται από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισμένων. (δ) Ενόψει των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και για την δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης δύναται να επιβάλλει περιορισμούς όχι μόνο για την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά και για την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείου. Για τους ανωτέρω δε λόγους, δικαιολογείται η συνεκτίμηση από τον νομοθέτη όχι μόνο των υπαρκτών και πλήρως αποδεδειγμένων κινδύνων για την υγεία, αλλά και των ενδεχόμενων κινδύνων εν σχέσει με τον ασφαλή και με ποιοτικές εγγυήσεις εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα. (ε) Εντός, πάντως, των διαγραφομένων από τις προαναφερθείσες συνταγματικές δεσμεύσεις ορίων, ο νομοθέτης δύναται, ενόψει των εκάστοτε συνθηκών, να οργανώσει με διαφορετικό, σε σχέση με το παρελθόν, τρόπο το καθεστώς που διέπει τα φαρμακεία,  καταργώντας απαγορεύσεις και περιορισμούς, που, κατά την εκτίμησή του, περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας ή για άλλο συναφή λόγο δημοσίου συμφέροντος, και να θεσπίσει άλλο συνδυασμό εγγυήσεων για τη διασφάλιση του σκοπού αυτού.

Το Δικαστήριο έκρινε, ακολούθως, ότι ναι μεν, προ των επίδικων ρυθμίσεων, ο νομοθέτης, εκκινώντας από την αντίληψη ότι η προστασία της δημόσιας υγείας διασφαλίζεται αποτελεσματικά με τη χορήγηση άδειας ίδρυσης φαρμακείου μόνο σε φαρμακοποιούς, απαγόρευε απολύτως τη χορήγηση άδειας σε άλλα, πλην των φαρμακοποιών, πρόσωπα, τη συμμετοχή μη φαρμακοποιών στις προσωπικές εταιρείες για την εκμετάλλευση φαρμακείων, πλην ορισμένων εξαιρέσεων που αφορούσαν συμμετοχή συγγενών, καθώς και τη δημιουργία κεφαλαιουχικών εταιρειών για τον σκοπό αυτό, όμως, οι περιορισμοί αυτοί, καίτοι διατηρήθηκαν επί μακρόν στην έννομη τάξη, δεν αποτελούν τον επιβαλλόμενο από το Σύνταγμα μοναδικό τρόπο αποτελεσματικής προστασίας της δημόσιας υγείας κατά την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας και, συνεπώς, δεν έχουν συνταγματική κατοχύρωση, δεν κωλύεται, δηλαδή, ο νομοθέτης να τους καταργήσει, θεσπίζοντας άλλους πρόσφορους περιορισμούς και εγγυήσεις προς διασφάλιση του έννομου αυτού αγαθού. Η εκάστοτε νομοθετική επιλογή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, που είναι, πάντως, έλεγχος ορίων. Με τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 περίπτωση α΄ του ν. 4509/2017, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, παρέχεται πλέον η δυνατότητα χορήγησης άδειας ίδρυσης φαρμακείου και σε φυσικά πρόσωπα μη φαρμακοποιούς, καθώς και η δυνατότητα σύστασης εμπορικής εταιρείας οποιασδήποτε μορφής -πλην της ανώνυμης- για τη λειτουργία φαρμακείου, χορηγείται δε εξουσιοδότηση για την έκδοση δ/τος, στο οποίο θα καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση της άδειας. Η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη ενόψει και των διαλαμβανομένων στην εισηγητική έκθεση του νόμου, επιβάλλει, παραλλήλως προς την δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείου από μη φαρμακοποιούς και ως αντιστάθμισμα ενδεχόμενων κινδύνων για τη δημόσια υγεία από τη νέα ρύθμιση, την υποχρέωση να ορίζεται σε κάθε φαρμακείο υπεύθυνος φαρμακοποιός, ο οποίος θα χορηγεί τα φάρμακα στο καταναλωτικό κοινό και θα παρέχει όλες τις υπηρεσίες που αφορούν τη διάθεση των φαρμάκων, όπως οι συμβουλές για τη σωστή χρήση τους και η μέριμνα για την ασφαλή  αποθήκευσή τους. Ορίζει, επίσης, κατά την αληθή έννοιά της, ότι ο κανονιστικός νομοθέτης, κατά την ειδικότερη ρύθμιση των καθεστώτος ίδρυσης των φαρμακείων, πρέπει να διασφαλίζει την επαγγελματική ανεξαρτησία του φαρμακοποιού, που είναι, υποχρεωτικά, υπεύθυνος σε κάθε φαρμακείο για την παροχή των σχετικών με τη διάθεση των φαρμάκων υπηρεσιών, και να θεσπίζει περιορισμούς, τόσο ως προς τον αριθμό των αδειών που μπορεί να κατέχει το ίδιο φυσικό πρόσωπο, όσο και ως προς τα πρόσωπα που μπορούν να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση φαρμακείων, ώστε να αποφεύγονται επιχειρηματικά ή άλλα συμφέροντα που ενδέχεται να οδηγήσουν σε διάθεση φαρμάκων με κριτήρια μη επιστημονικά. Πέραν δε αυτού του διαγραφόμενου στον νόμο πλαισίου, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση εξουσιοδοτείται, αφενός, να ρυθμίσει ειδικότερα τους ανωτέρω όρους και, αφετέρου, να θεσπίσει όλους τους πρόσθετους αναγκαίους και πρόσφορους περιορισμούς και προϋποθέσεις, ώστε να εξασφαλίζεται το κατά τα ανωτέρω συνταγματικώς απαιτούμενο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας. Εξ άλλου, ουδόλως θίγεται με τη διάταξη αυτή του ν. 4509/2017 το καθεστώς πρόσβασης στο υπό στενή έννοια επάγγελμα του φαρμακοποιού, καθώς και το πλαίσιο των ρυθμίσεων που αφορούν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των φαρμακοποιών κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, ζητήματα τα οποία εξακολουθούν να διέπονται από την οικεία νομοθεσία. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο, η εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 4509/2017, η οποία αποβλέπει στην εν μέρει απελευθέρωση του καθεστώτος αδειοδότησης των φαρμακείων, ως ιδιότυπων καταστημάτων, στο πλαίσιο ευρύτερων διαρθρωτικών αλλαγών για την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων, την ενίσχυση του ανταγωνισμού, την καταπολέμηση της ανεργίας, την τόνωση της απασχόλησης στον κλάδο των φαρμακοποιών, τη μείωση των τιμών των διακινούμενων στα φαρμακεία ειδών και τη συνακόλουθη βελτίωση των επιλογών του καταναλωτή, παραλλήλως δε προβλέπει τη θέσπιση κατάλληλων εγγυήσεων για να αποτρέπεται η αθέμιτη επίδραση οικονομικών και άλλων αμιγώς επιχειρηματικών συμφερόντων στη λειτουργία των φαρμακείων, προς βλάβη της δημόσιας υγείας και της δημοσιονομικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο διατύπωσε τη γνώμη ότι η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της δημόσιας υγείας επιτυγχάνεται μόνο εφόσον η άδεια ίδρυσης φαρμακείων επιφυλάσσεται αποκλειστικά σε φαρμακοποιούς, οι οποίοι παρέχουν τις εγγυήσεις για την δέουσα άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος. Ως εκ τούτου, η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία προβλέπει τη χορήγηση άδειας και σε ιδιώτες μη φαρμακοποιούς, αντίκειται στις συνταγματικές αυτές διατάξεις. 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι και οι ρυθμίσεις του π.δ/τος 64/2018, που κείνται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Με τις ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζεται, κατά τρόπο συστηματικό και συνεκτικό, ο επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη σκοπός, ήτοι η άρση των αδικαιολόγητων εμποδίων στην επιχειρηματική ελευθερία κατά τη χορήγηση άδειας ίδρυσης φαρμακείων και την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας, ώστε να ενισχυθεί μεν ο ανταγωνισμός, που συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της Χώρας και στην προστασία του καταναλωτικού κοινού, παραλλήλως, όμως, με τη θέσπιση των πρόσφορων και αναγκαίων εγγυήσεων και περιορισμών, να μην διακυβεύεται η συνταγματική υποχρέωση προστασίας της δημόσιας υγείας και, ειδικότερα, η λειτουργία της λιανικής αγοράς των φαρμακευτικών προϊόντων με επιστημονικά κριτήρια και με τους προσήκοντες κανόνες δεοντολογίας. Οι εγγυήσεις αυτές είναι οι εξής: (α) Προβλέπεται παροχή όλων των υπηρεσιών που αφορούν τη διάθεση των φαρμάκων από τον υπεύθυνο για τη λειτουργία του φαρμακείου επιστήμονα φαρμακοποιό και η συνακόλουθη ανάληψη, εκ μέρους του, προσωπικής ευθύνης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, βάσει της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση του επαγγέλματός του, ώστε η τροποποίηση του καθεστώτος αδειοδότησης των φαρμακείων να μην υπονομεύσει την ασφαλή και με ποιοτικές εγγυήσεις πρόσβαση του πληθυσμού στα φάρμακα. (β) Καθορίζονται ιδιότητες ασυμβίβαστες με την συμμετοχή προσώπου ως εταίρου σε επιχείρηση εκμεταλλευόμενη φαρμακείο υπό εταιρική μορφή, ώστε να αποτρέπεται η αθέμιτη επίδραση επιχειρηματικών συμφερόντων στη λειτουργία των φαρμακείων. (γ) Θεσπίζεται ανώτατος αριθμός αδειών, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ολιγοπωλίων. (δ) Η άδεια ίδρυσης φαρμακείου, χορηγούμενη μόνο σε φυσικά πρόσωπα, παραμένει προσωποπαγής. (ε) Ο υπεύθυνος για τη λειτουργία του φαρμακείου επιστήμονας φαρμακοποιός, που διαθέτει λόγω της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης, εξειδικευμένη γνώση για τα φάρμακα, καθώς και εμπειρία σε χρήση φαρμάκων και φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, διέπεται δε από δεοντολογικούς κανόνες κατά την άσκηση του επαγγέλματος, δεν είναι απλός υπάλληλος του επενδυτή επιχειρηματία, αλλά κατέχει το 1/3 του εταιρικού κεφαλαίου της ΕΠΕ, μετέχοντας κατά το ποσοστό αυτό στα κέρδη και τις ζημίες της. Το σημαντικό αυτό ποσοστό συμμετοχής διασφαλίζει για τον υπεύθυνο φαρμακοποιό έναν αποφασιστικό ρόλο στην, κατά τους κανόνες της οικείας επιστήμης και προς μείζονα διασφάλιση της δημόσιας υγείας, λειτουργία της ευρισκόμενης υπό τον έλεγχο αδειούχου-μη φαρμακοποιού επιχείρησης, χωρίς να αναιρεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της εν μέρει απελευθέρωσης του καθεστώτος αδειοδότησης των φαρμακείων. Το ποσοστό αυτό εξασφαλίζει επαρκώς και την επαγγελματική ανεξαρτησία του υπεύθυνου φαρμακοποιού, εν σχέσει προς τα επιχειρηματικά συμφέροντα του αδειούχου-μη φαρμακοποιού, και δεν απαιτείται για τον σκοπό αυτό η πλειοψηφική συμμετοχή του στο εταιρικό κεφάλαιο. Άλλωστε, η νομοθεσία περί ΕΠΕ δεν προβλέπει την δυνατότητα αποβολής εταίρου, με απόφαση της πλειοψηφίας των λοιπών εταίρων, τούτο δε αποτελεί πρόσθετη εγγύηση ανεξαρτησίας του υπεύθυνου φαρμακοποιού, έναντι ενδεχόμενων πιέσεων από αμιγώς επιχειρηματικά συμφέροντα. Επιπροσθέτως, ενέργειες του φαρμακοποιού, αντίθετες προς τις απορρέουσες από τον Κώδικα Δεοντολογίας και τις λοιπές νόμιμες υποχρεώσεις του επιταγές, όπως η τυχόν ανάκληση της άδειας για παραβάσεις της φαρμακευτικής νομοθεσίας ή η μείωση του κύκλου εργασιών του φαρμακείου από απώλεια της φήμης του, έχουν δυσμενείς επιπτώσεις και στο επιχειρηματικό συμφέρον του εταίρου φαρμακοποιού και λειτουργούν αποτρεπτικά για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του (πρβλ. ΠΕ 26/2018). Περαιτέρω, εφόσον η εξουσιοδοτική διάταξη ορίζει ότι τα ιδρυόμενα φαρμακεία, από φυσικά πρόσωπα φαρμακοποιούς ή φυσικά πρόσωπα μη φαρμακοποιούς ή συνεταιρισμούς μέλη της ΟΣΦΕ, μπορούν να λειτουργούν είτε ως ατομικές επιχειρήσεις είτε ως εμπορικές εταιρείες οποιασδήποτε μορφής, πλην της ανώνυμης, και παρέχει στον κανονιστικό νομοθέτη την ευχέρεια να επιλέξει την ειδικότερη μορφή, εταιρική ή μη, υπό την οποία θα λειτουργούν τα φαρμακεία, οι ρυθμίσεις του δ/τος, σύμφωνα με τις οποίες: (α) όταν η άδεια ίδρυσης χορηγείται σε φαρμακοποιό, το φαρμακείο δύναται να λειτουργεί είτε ως ατομική επιχείρηση, είτε ως εμπορική εταιρεία κάθε μορφής, πλην της ανώνυμης, (β) όταν η άδεια ίδρυσης χορηγείται σε μη φαρμακοποιό, το φαρμακείο λειτουργεί υποχρεωτικά με τη μορφή ΕΠΕ, ευρίσκουν έρεισμα στην εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία δεν επιβάλλει στον κανονιστικό νομοθέτη να ορίσει κατά τρόπο ενιαίο τη μορφή λειτουργίας όλων των φαρμακείων, είτε ιδρύονται από φαρμακοποιό είτε από μη φαρμακοποιό. Εξ άλλου, ενόψει του προσωποπαγούς χαρακτήρα της άδειας και της υποχρέωσης ορισμού υπεύθυνου φαρμακοποιού στο φαρμακείο που λειτουργεί υπό μορφή ΕΠΕ και της συμμετοχής του σε ποσοστό τουλάχιστον 33% στο εταιρικό κεφάλαιο, τόσο κατά την αρχική χορήγηση της άδειας, όσο και επί μεταβίβασης από τον αρχικώς ορισθέντα του κατ’ ελάχιστον ποσοστού συμμετοχής του, με τις διατάξεις της παραγράφου 7, οι οποίες εφαρμόζονται και ως προς τον υπεύθυνο φαρμακοποιό, εξυπηρετείται επαρκώς ο σκοπός του νομοθέτη, δεν είναι δε αναγκαία η πρόβλεψη αντίστοιχων προσόντων και για όλους τους λοιπούς εταίρους. Τέλος, ο κανονιστικός νομοθέτης κρίνει ότι όταν η άδεια χορηγείται σε φαρμακοποιό, τούτο συνιστά επαρκή εγγύηση και δεν απαιτείται να καθορίζεται ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής του φαρμακοποιού-κατόχου της άδειας ή του οριζόμενου υπεύθυνου φαρμακοποιού στην συνιστώμενη για την εκμετάλλευση του φαρμακείου εταιρεία, η κρίση δε αυτή ομοίως δεν αντίκειται ούτε στην εξουσιοδοτική διάταξη ούτε στο Σύνταγμα. Μειοψήφησαν οκτώ μέλη του Δικαστηρίου, που διατύπωσαν την εξής γνώμη: Οι ως άνω περιορισμοί και προϋποθέσεις είναι, καταρχήν, σύμφωνοι με την εξουσιοδοτική διάταξη. Ενόψει, όμως, του δικαιώματος των πολιτών στην προστασία της υγείας τους και της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου στους πολίτες, οι οποίες συναρτώνται αμέσως και εντόνως με τον τομέα της λιανικής εμπορίας φαρμάκων, καθώς και της αυξημένης πιθανότητας να τεθούν σε διακινδύνευση οι συνταγματικές αυτές επιταγές από την επιδίωξη αμιγώς επιχειρηματικών συμφερόντων, σε περίπτωση χορήγησης άδειας ίδρυσης φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς και συμμετοχής σε εταιρείες εκμετάλλευσης φαρμακείων τρίτων μη φαρμακοποιών, μόνο με τους περιορισμούς αυτούς με τους οποίους δεν εξασφαλίζεται, στον απαιτούμενο βαθμό, η συμμετοχή του φαρμακοποιού στη λήψη των αποφάσεων που καθορίζουν την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν διασφαλίζεται επαρκώς ο σκοπός του νομοθέτη, δηλαδή, η λειτουργία των φαρμακείων κατά τρόπο που εγγυάται τη διάθεση των φαρμάκων στο κοινό με κριτήρια επιστημονικά και με γνώμονα την δημοσίου συμφέροντος αποστολή των φαρμακείων, όχι δε με όρους άσκησης κερδοσκοπικής εμπορικής δραστηριότητας. 

Συναφή ζητήματα κρίθηκαν με την ΣτΕ 201/2020 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής.

Με την ΣτΕ 207/2020 κρίθηκαν, περαιτέρω, τα εξής: Υπό το προγενέστερο καθεστώς, όταν δικαιούχος της άδειας ήταν μόνο φαρμακοποιός, δεν προβλεπόταν ασυμβίβαστο της ιδιότητας του κατόχου της άδειας φαρμακείου ή του εταίρου της συσταθείσης για την εκμετάλλευση φαρμακείου προσωπικής εταιρείας [ΟΕ ή ΕΕ], με την ιδιότητα του εταίρου σε εταιρεία έχουσα ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας την χονδρική πώληση φαρμάκων, όπως οι φαρμακαποθήκες. Τούτο ίσχυε, είτε το φαρμακείο λειτουργούσε ως ατομική επιχείρηση είτε λειτουργούσε υπό μορφή προσωπικής εταιρείας, με εταίρους αποκλειστικά φαρμακοποιούς, καθόσον στην προσωπική εταιρεία μπορούσαν να μετέχουν μη φαρμακοποιοί μόνο κατ’ εξαίρεση και μόνο εάν είχαν σχέση συγγένειας με τον αδειούχο φαρμακοποιό.  Με το προσβαλλόμενο π.δ. θεσπίζεται το ως άνω ασυμβίβαστο ως αντιστάθμισμα, αφενός, της δυνατότητας που προβλέπεται να χορηγείται πλέον άδεια ίδρυσης φαρμακείου και σε φυσικά πρόσωπα μη φαρμακοποιούς και, αφετέρου, των ρυθμίσεων που επιτρέπουν στις εφεξής ιδρυόμενες για την εκμετάλλευση φαρμακείου εταιρείες τη συμμετοχή, ως εταίρων, και τρίτων μη φαρμακοποιών, τόσο όταν η άδεια ίδρυσης χορηγείται σε φαρμακοποιό, όσο και όταν χορηγείται σε μη φαρμακοποιό. Θεσπίζεται δε το εν λόγω ασυμβίβαστο για να αποτρέπεται η εξάρτηση των φαρμακείων από οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται με το χονδρεμπόριο των φαρμακευτικών προϊόντων και η εμφάνιση καταστάσεων «κάθετης ολοκλήρωσης» στον φαρμακευτικό τομέα, καθόσον τα φαινόμενα αυτά δημιουργούν, κατά την κρίση του νομοθέτη, στρεβλώσεις στη λιανική διάθεση φαρμάκων, με τον εντεύθεν κίνδυνο βλάβης της ανθρώπινης υγείας, καθώς και, ενδεχομένως, με τον κίνδυνο αδικαιολόγητης αύξησης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Από το γράμμα της διάταξης που θεσπίζει το επίμαχο ασυμβίβαστο προκύπτει ότι αυτό δεν αφορά φαρμακοποιούς, οι οποίοι ήδη έχουν ή λαμβάνουν, κατ’ εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου, άδεια ίδρυσης φαρμακείου και λειτουργούν το φαρμακείο με τη μορφή ατομικής επιχείρησης. Καθόσον, κατά την κρίση του κανονιστικού νομοθέτη, για τις ατομικές επιχειρήσεις φαρμακείων, που ιδρύονται από φαρμακοποιούς κατόχους της σχετικής άδειας και είναι μικρής, κατά κανόνα, οικονομικής εμβέλειας, δεν υφίστανται στον αντίστοιχο βαθμό οι προαναφερθέντες κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη και, συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος υπαγωγής στην θεσπιζόμενη απαγόρευση των ατομικών αυτών επιχειρήσεων, ενόψει, άλλωστε, και των γενικών περιορισμών και εγγυήσεων ανεξαρτησίας που προέβλεπε, παγίως, η νομοθεσία για την άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος. Περαιτέρω, τα ασυμβίβαστα του προσβαλλόμενου π.δ/τος, όπως και το επίδικο, αποτελούν αντιστάθμισμα της τροποποίησης του καθεστώτος αδειοδότησης των φαρμακείων, δηλαδή, της χορήγησης άδειας και σε μη φαρμακοποιούς, καθώς και της δυνατότητας συμμετοχής μη φαρμακοποιών [φυσικών ή νομικών προσώπων] στο κεφάλαιο των εταιρειών που εκμεταλλεύονται φαρμακεία, είτε αυτές ιδρύονται από φαρμακοποιούς είτε όχι, και της τυχόν εντεύθεν επιρροής επιχειρηματικών συμφερόντων, που επιδιώκουν μεγιστοποίηση του κέρδους, στην επαγγελματική ανεξαρτησία των φαρμακοποιών. Ενόψει τούτων, κατά την έννοια των διατάξεων του προσβαλλόμενου π.δ/τος, το ασυμβίβαστο της ιδιότητας εταίρου σε εταιρεία εκμετάλλευσης φαρμακείου, αφενός, με την ιδιότητα του εταίρου σε εταιρεία εκμετάλλευσης φαρμακαποθήκης, αφετέρου, δεν αφορά, πάντως, ούτε φαρμακεία που λειτουργούσαν υπό μορφή προσωπικών εταιρειών υπό το προηγούμενο καθεστώς, κατά τα οριζόμενα, δηλαδή, στο άρθρο 6 του ν. 328/1976. Καθόσον, για τα συσταθέντα δυνάμει του καθεστώτος εκείνου φαρμακεία, δηλαδή τα φαρμακεία για τα οποία η άδεια ίδρυσης είχε χορηγηθεί σε φαρμακοποιό και τα οποία λειτουργούσαν αποκλειστικά ως ΟΕ ή ΕΕ, με μετόχους αποκλειστικά φαρμακοποιούς ή, όλως κατ’ εξαίρεση, συγγενικά του αδειούχου φαρμακοποιού πρόσωπα, ο νομοθέτης θεωρούσε επαρκείς τις εγγυήσεις αυτές, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των φαρμακοποιών. Δεν προκύπτει δε ούτε συνάγεται από την εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 4509/2017 ότι σκοπός ήταν η εφαρμογή των νέων απαγορεύσεων και στα ήδη λειτουργούντα υπό το προγενέστερο καθεστώς φαρμακεία. Με τις σκέψεις αυτές απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων, αμφοτέρων φαρμακοποιών που διατηρούν συστεγαζόμενα φαρμακεία, τα οποία λειτουργούσαν με τη μορφή ΟΕ πριν από τη δημοσίευση του προσβαλλομένου π.δ/τος, με εταίρους τους ίδιους, και παραλλήλως μετόχων ΑΕ που εκμεταλλεύεται φαρμακαποθήκη, ομοίως συσταθείσας πριν από τη δημοσίευση του προσβαλλόμενου π.δ/τος, δεδομένου ότι αυτοί εσφαλμένως υπέλαβαν ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω π.δ/τος.

Εξάλλου, συναφή ζητήματα κρίθηκαν με τις ΣτΕ 202/2020, 204/2020, 205/2020, 206/2020 και 208/2020 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου.

Πηγή: adjustice.gr
Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο - 6η έκδοση
Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής
send