Χορήγηση ιατρικών βεβαιώσεων στη σύζυγο του ασθενούς
Η σύζυγος ζήτησε βεβαιώσεις πως συνόδευε τον σύζυγό της στους γιατρούς, ώστε να τις χρησιμοποιήσει στη δίκη του διαζυγίου
Την παραβίαση του άρθρου 9 παρ.2 ΓΚΠΔ ως προς τις προϋποθέσεις επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων και του άρθρου 5 παρ.1α’ ΓΚΠΔ ως προς την ενημέρωση του υποκειμένου διαπίστωσε η κυπριακή αρχή προστασίας δεδομένων, μετά από καταγγελία σε βάρος δύο γιατρών.
Ο καταγγελλόμενος προσέφυγε ενώπιον της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, διαμαρτυρόμενος για τη χορήγηση ιατρικών βεβαιώσεων από τους καταγγελλόμενους γιατρούς προς τη σύζυγό του. Η χορήγηση αυτή είχε γίνει χωρίς την ενημέρωση και συγκατάθεσή του, ενώ είχε ως αποτέλεσμα την προσκόμιση των επίμαχων βεβαιώσεων στο δικαστήριο.
Η κυπριακή αρχή διεξήγαγε έρευνα επί των καταγγελλομένων και ήλεγξε το κατά πόσον η συμπεριφορά των γιατρών ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις νομιμότητας της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Στην πρώτη περίπτωση, η βεβαίωση που χορηγήθηκε ανέγραφε ότι: «Βεβαιώνω ότι ο ΧΧΧ χειρουργήθηκε τον Μάρτη του 2014 για αφαίρεση καταρράκτη αριστερού οφθαλμού και τον Σεπτέμβρη του 2014 για αφαίρεση καταρράκτη του δεξιού οφθαλμού. Τον συνόδευσε η σύζυγος του ΧΧΧ και στις δυο επεμβάσεις».
Ο καταγγελλόμενος γιατρός, μέσω των δικηγόρων του, ισχυρίστηκε πως οι επισκέψεις του καταγγέλλοντος ήταν καταγεγραμμένες στο ιατρικό ημερολόγιο που διατηρεί, ενώ μάλιστα «κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο καταγγέλλων μιλούσε πάντοτε με τα καλύτερα λόγια για τη σύζυγό του, δίνοντας μάλιστα και λεπτομέρειες αναφορικά με τα εργασιακά της και εκφράζοντας σε κάθε περίπτωση, τον θαυμασμό και την εκτίμησή του προς τη σύζυγό του». Ως προς τον λόγο της χορήγησης της επίμαχης βεβαίωσης, ο γιατρός ισχυρίστηκε πως εξαπατήθηκε από τη σύζυγο του καταγγέλλοντος, η οποία του ζήτησε τη βεβαίωση επειδή υπήρχαν διαφορές με τα παιδιά του καταγγέλλοντος. Αγνοώντας την ύπαρξη διαφορών διαζυγίου και «πεπεισμένος ότι το εν λόγω έγγραφο αφορούσε σε ‘’διαμάχη μεταξύ του συζύγου της και των παιδιών του’’, προχώρησε στην έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού».
Ως προς τις απαιτήσεις νομιμότητας του άρθρου 9 ΓΚΠΔ, ο καταγγελλόμενος επικαλέστηκε την εξαίρεση της παραγράφου 2 στοιχ. στ’ για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων και προσέθεσε πως σε κάθε περίπτωση, «το αιτιολογικό έκδοσης του πιστοποιητικού ήταν τουλάχιστον αποτέλεσμα εξαπάτησης του Καθ’ ου από την εν διαστάσει σύζυγο του καταγγέλλοντος». Παράλληλα, προσέθεσε πως το εν λόγω έγγραφο χρησιμοποιήθηκε μόνο σε δικαστική διαδικασία και δεν δημοσιεύτηκε στο ευρύ κοινό «κατά τρόπο που να παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα του καταγγέλλοντος».
Στη δεύτερη περίπτωση, η βεβαίωση που χορηγήθηκε ανέγραφε ότι: ««Βεβαιώνεται ότι ο ανωτέρω παρακολουθείτο από εμένα από το 2003 μέχρι το 2012. Σε όλες τις επισκέψεις στο ιατρείο συνοδευόταν από την γυναίκα του ΧΧΧ».
Ο δεύτερος των καταγγελλομένων, επίσης μέσω των δικηγόρων του, ισχυρίστηκε πως ο λόγος της χορήγησης της επίμαχης βεβαίωσης ήταν άγνωστος, όπως άγνωστη ήταν και η χρήση που ακολούθησε. Το γεγονός που καταγραφόταν στη βεβαίωση, ήτοι η παρακολούθηση του καταγγέλλοντος και η συνοδεία της συζύγου του, αποτελούσε πραγματικό γεγονός, ως εκ τούτου ο γιατρός «δεν κοινοποίησε οποιοδήποτε δεδομένο και/ή διάγνωση και/ή αποτέλεσμα που αφορούσαν στον καταγγέλλοντα, προς τη σύζυγο αυτού». Εν τέλει, θέση του καταγγελλόμενου ήταν πως «ότι ουδεμία νομοθεσία και/ή κανονισμό παραβίασε, σε σχέση με το απόρρητο ιατρικών προσωπικών δεδομένων του καταγγέλλοντος».
Η κρίση της εποπτικής αρχής
Η κυπριακή αρχή προστασίας δεδομένων εξέδωσε δύο αποφάσεις, για κάθε έναν εκ των καταγγελλομένων, στις οποίες κατέληξε στις ίδιες ως επί το πλείστον διαπιστώσεις.
Εισαγωγικώς, η αρχή διευκρίνισε πως η έρευνά της περιορίζεται στην έκδοση και κοινοποίηση των ιατρικών βεβαιώσεων και δεν επεκτείνεται στην όποια περαιτέρω χρήση αυτών από τη σύζυγο του καταγγέλλοντος, δεδομένου ότι η καταγγελία «δεν αφορά στη ‘’διαρροή’’ από την πρώην σύζυγο του καταγγέλλοντος προς το Δικαστήριο». Παρ’ όλα αυτά, η αρχή δεν παρέλειψε να επισημάνει πως «νοείται περαιτέρω ότι η οποιαδήποτε χρήση και/ή επεξεργασία της βεβαίωσης από την πρώην σύζυγο του καταγγέλλοντος, για τους σκοπούς που η ίδια έχει καθορίσει, την καθιστά υπεύθυνη επεξεργασίας, με όλες τις συνεπαγόμενες από τον Κανονισμό υποχρεώσεις».
Ως προς την ερευνηθείσα πράξη επεξεργασίας της χορήγησης βεβαίωσης, η κυπριακή αρχή παρατήρησε (στην πρώτη περίπτωση) πως η βεβαίωση αυτή περιελάμβανε στοιχεία που αφορούν τόσο τον καταγγέλλοντα, όσο και την πρώην σύζυγό του, αφού γινόταν αναφορά σε αυτή και τις ενέργειές της. «Το γεγονός ότι η πρώην σύζυγός του είχε ζητήσει να λάβει βεβαίωση για τις πράξεις της, άρα για δεδομένα της, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι δικαιούται να λάβει, χωρίς προϋποθέσεις, προσωπικά δεδομένα άλλων προσώπων, συγκεκριμένα του καταγγέλλοντος, ακόμη κι αν τα δεδομένα αυτά ήταν γνωστά σε αυτήν».
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η αρχή παρατήρησε πως ο υπεύθυνος επεξεργασίας όφειλε να έχει αξιολογήσει ή/και να ελέγξει «κατά πόσο η παραχώρηση τέτοιας βεβαίωσης δεν θα προσέκρουε στις υποχρεώσεις του ως υπεύθυνος επεξεργασίας, αφού στη βεβαίωση καταγράφονται και προσωπικά δεδομένα του καταγγέλλοντος». Τούτο μάλιστα, δεδομένου πως και στις δύο περιπτώσεις, οι βεβαιώσεις ζητούνταν αρκετά χρόνια μετά την παροχή των αναφερομένων ιατρικών υπηρεσιών.
Ειδικά μάλιστα στην πρώτη περίπτωση, όπου ο καταγγελλόμενος έκανε λόγο για εξαπάτησή του από τη σύζυγο ως προς τον σκοπό της χορήγησης της βεβαίωσης, η αρχή έκρινε πως η εξαπάτηση αυτή, όχι μόνο δεν τον απαλλάσσει από την όποια ευθύνη του, αλλά αντιθέτως «δεικνύει ότι υπήρχαν ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προβεί ο Καθ’ ου για να μην εξαπατηθεί, συγκεκριμένα να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα της πρώην συζύγου του καταγγέλλοντος, με τον καταγγέλλοντα». Αντίστοιχα στη δεύτερη περίπτωση, κρίθηκε πως η άγνοια περί δικαστικής διένεξης των πρώην συζύγων δεν απαλλάσσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας από την ευθύνη του για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του καταγγέλλοντος.
Η κυπριακή αρχή παρατήρησε πως και στις δύο περιπτώσεις οι επίμαχες βεβαιώσεις περιελάμβαναν δεδομένα υγείας του καταγγέλλοντος, ως εκ τούτου η επεξεργασία των δεδομένων αυτών θα ήταν επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ.2 ΓΚΠΔ. Η Επίτροπος εξέτασε αναλυτικά όλες τις προϋποθέσεις αυτές, για να καταλήξει στη διαπίστωση πως ουδεμία εξ αυτών πληρούτο εν προκειμένω.
Οι αποφάσεις κατέληξαν στη διαπίστωση πως η επίμαχες πράξεις επεξεργασίας έγιναν κατά παράβαση του άρθρου 9 παρ.2 ΓΚΠΔ, ενώ λαμβάνοντας υπόψιν πως ο καταγγέλλων δεν είχε ενημερωθεί για την επεξεργασία αυτή, διαπιστώθηκε και η παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας του άρθρου 5 παρ.1α’ ΓΚΠΔ, καθώς τα δεδομένα του καταγγέλλοντος δεν υποβλήθηκαν σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο.
Ως μετριαστικό παράγοντα, η αρχή αναγνώρισε το γεγονός πως η σύζυγος γνώριζε τα ιατρικά δεδομένα του συζύγου της και όσα καταγράφηκαν στις βεβαιώσεις, επειδή ό ίδιος το είχε επιτρέψει, ενώ παράλληλα ο σύζυγος γνώριζε πως η σύζυγός του γνωρίζει.
Οι αποφάσεις είναι διαθέσιμες εδώ.