logo-print

Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών (ΔΠΑ 5300/2021)

Δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη αυτού κατά τα άρθρα 105 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ

06/07/2021

23/07/2021

Το δικαίωμα υπαναχώρησης στην Πνευματική Ιδιοκτησία - Συμβολές Αστικού Δικαίου Νο 13 21
Η ευθύνη του εκχωρητή απαίτησης κατά τα άρθρα 467-468 ΑΚ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΓΕΩΡΓΑΚΗ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, επιλαμβανόμενο αγωγής περί χρηματικής ικανοποίησης ύψους 100.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της εθνικής του συνείδησης και ταυτότητας, ως στοιχείων της προσωπικότητάς του, από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του, σύναψη της συμφωνίας των Πρεσπών, κατέληξε στην κρίση πως δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη αυτού κατά τα άρθρα 105 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ (ΔΠΑ 5300/2021).

Απορρίπτοντας αρχικά ως αβάσιμο τον σχετικό ισχυρισμό του Δημοσίου, περί έλλειψης δυνατότητας παρεμπιπτόντως ελέγχου της εν λόγω συμφωνίας στο πλαίσιο εξέτασης αγωγής αποζημίωσης, το δικαστήριο απεφάνθη πως η μη υπαγωγή της επίδικης πράξης σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο δεν συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που την υπογράφει από την υποχρέωση τήρησης των οικείων συνταγματικών διατάξεων, ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών της σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη.

Ωστόσο, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, παράνομη κυβερνητική πράξη, με την οποία συνήφθη διεθνής συμφωνία, ικανή να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, δεν μπορεί να αποτελέσει η παράλειψη συμπερίληψης συγκεκριμένης ρύθμισης ή τυχόν ανεπάρκεια του ρυθμιστικού πλαισίου της. Και τούτο, διότι δεν υφίσταται καμία διάταξη νόμου ή του Συντάγματος που να ιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αρμοδίων κυβερνητικών οργάνων κατά την κατάρτιση διεθνών συμφωνιών να περιλαμβάνουν σ’ αυτές συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό.

Συνεπώς, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα παράλειψη των αρμοδίων οργάνων να συμπεριλάβουν στην ένδικη συμφωνία ρητή δήλωση συγγνώμης εκ μέρους της πΓΔΜ για τη χρήση ανθελληνικής προπαγάνδας, καθώς και ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν την τύχη της ελληνικής μειονότητας που ζει στην πΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία, δεν μπορεί να θεμελιώσει αστική ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου.

Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε πως η διάταξη του άρθρου 7 της ένδικης συμφωνίας δεν προσβάλλει την αξία του ανθρώπου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε συνιστά παρέμβαση στο δικαίωμα του ενάγοντος στην ελευθερία της προσωπικότητας και συνείδησής του, υπό την ειδικότερη έκφανση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, ήτοι της αντίληψής του ότι ανήκει σε ένα έθνος με κοινή ιστορική προέλευση, γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα και παραδόσεις.

Ειδικότερα, στην εν λόγω διάταξη γίνεται σαφής διάκριση του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, της ιστορίας, της κουλτούρας και της κληρονομιάς της Μακεδονίας ως βόρειας περιοχής της Ελλάδας από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της πΓΔΜ και νυν Βόρειας Μακεδονίας, τα οποία ρητά αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο, ενώ ρητά προβλέπεται πως η ένδικη Συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει ή να αλλοιώσει τη χρήση των ως άνω εννοιών από τους Έλληνες πολίτες.

Απορριπτέος κρίθηκε και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί όμοιας ρύθμισης ανόμοιων περιπτώσεων κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Με τη διάταξη του άρθρου 7 της ένδικης συμφωνίας, αναγνωρίζεται πράγματι η χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» από τη πΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία, με αποκλειστική, ωστόσο, αναφορά στην επικράτεια, γλώσσα, πληθυσμό, χαρακτηριστικά, ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά του κράτους αυτού και με ρητή διευκρίνιση, ότι τα στοιχεία αυτά ουδεμία σχέση έχουν με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, κουλτούρα και κληρονομιά της Μακεδονίας ως βόρειας περιοχής της Ελλάδας. Συνεπώς, κατά τη κρίση του δικαστηρίου, δεν πρόκειται για όμοια χρήση των ως άνω όρων από τα δύο συμβαλλόμενα Μέρη.

Αβάσιμος κρίθηκε, στη συνέχεια, και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί αντίθεσης της εν λόγω διάταξης στον ΧΘΔΕΕ και, κατ’ επέκταση στην ΣυνθΕΕ, καθόσον  οι διατάξεις του ΧΘΔΕΕ διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνον όταν εφαρμόζουν δίκαιο της Ένωσης και, εν προκειμένω, η εν λόγω διάταξη αποτελεί διάταξη διεθνούς συμφωνίας μεταξύ ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελληνική Δημοκρατία) και μιας υποψήφιας προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρας (πΓΔΜ), χωρίς να ακολουθεί οποιαδήποτε πράξη οργάνου της Ένωσης περί θέσης της σε εφαρμογή, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η διάταξη αυτή δεν εμφανίζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης

Δείτε την περίληψη της απόφασης εδώ

Το δίκαιο της απόδειξης στις διοικητικές διαφορές ουσίας (XXII & 327)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΉ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ

Πολιτική Δικονομία Ε έκδοση
send