logo-print

Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών ως στοιχείο του δημοκρατικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Δικαστήριο ΕΕ: Κακώς απέρριψε η Επιτροπή την πρωτοβουλία πολιτών για τη βελτίωση της κατάστασης των περιφερειών με εθνικές μειονότητες

08/03/2019

12/03/2019

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 7-03-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας την αίτηση καταχώρισης της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της κατάστασης των περιφερειών με εθνικές μειονότητες.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η προβλεπόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 4 ΣΕΕ, ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών έχει ως σκοπό να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των πολιτών και να καταστήσει την Ένωση πιο προσιτή.

Έτσι, θα πρέπει να είναι ευχερώς προσβάσιμη για τους πολίτες.

Ιστορικό της υπόθεσης

Κατά τη Συνθήκη ΕΕ (άρθρο 11, παράγραφος 4 ΣΕΕ), στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών (στο εξής: «ΕΠΠ»), πολίτες της Ένωσης, εφόσον συγκεντρωθεί αριθμός τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου πολιτών προερχόμενων από τουλάχιστον το ένα τέταρτο των κρατών μελών, μπορούν να λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλλει στον νομοθέτη της Ένωσης πρόταση για την έκδοση νομικών πράξεων για την εφαρμογή των Συνθηκών. Προτού αρχίσουν να συλλέγουν τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών, οι διοργανωτές της ΕΠΠ οφείλουν να ζητήσουν την καταχώρισή της από την Επιτροπή, η οποία εξετάζει ιδίως το αντικείμενο και τους σκοπούς της. Η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει την αίτηση καταχώρισης της ΕΠΠ, μεταξύ άλλων, εφόσον το αντικείμενό της καταφανώς δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές της.

Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, οι Balázs-Árpád Izsák και Attila Dabis, από κοινού με πέντε ακόμη πρόσωπα, υπέβαλαν τον Ιούνιο 2013 στην Επιτροπή μια πρόταση ΕΠΠ, με τον τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους» (ο πρωτότυπος τίτλος της πρωτοβουλίας στα αγγλικά είναι: «Cohesion policy for the equality of the regions and sustainability of the regional cultures»). Με την πρωτοβουλία αυτή επιδιώκεται να δώσει η ενωσιακή πολιτική συνοχής ιδιαίτερη προσοχή στις περιφέρειες των οποίων τα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά διαφέρουν από εκείνα των γειτνιαζουσών περιφερειών (στο εξής: «περιφέρειες με εθνικές μειονότητες»). Επομένως, βασικός σκοπός της πρωτοβουλίας είναι να αποκτήσουν οι περιφέρειες με εθνικές μειονότητες πρόσβαση, υπό τη μορφή μέτρων στήριξης, διατήρησης ή ανάπτυξης, στα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη προαναφερθείσα πολιτική, προκειμένου να μη μειονεκτούν από οικονομική άποψη σε σχέση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες.

Στο πλαίσιο αυτό, οι διοργανωτές της ΕΠΠ διατείνονται, μεταξύ άλλων, ότι η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής συνοχής απειλεί τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες και ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά συνιστούν σοβαρό και μόνιμο δημογραφικό μειονέκτημα το οποίο η Ένωση πρέπει να καταπολεμά στο πλαίσιο της ενωσιακής πολιτικής συνοχής.

Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση καταχώρισης της ΕΠΠ, εκτιμώντας ότι η πρόταση αυτή βρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της βάσει των οποίων μπορεί να προτείνει στον νομοθέτη της Ένωσης την έκδοση νομικής πράξης. Οι Balázs-Árpád Izsák και Attila Dabis προσέφυγαν στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής. Ωστόσο, με απόφαση της 10ης Μαΐου 2016 (απόφαση του ΓΔΕΕ, Balázs-Árpád Izsák και Attila Dabis κατά Επιτροπής, T-529/1), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της εν λόγω απόφασης με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι οι διοργανωτές δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη της απειλής και του μειονεκτήματος που προαναφέρθηκαν.

Εν συνεχεία, οι Balázs-Árpád Izsák και Attila Dabis άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ΕΠΠ έχει ως σκοπό να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των πολιτών και να καταστήσει την Ένωση πιο προσιτή· επομένως το μέσο αυτό πρέπει να είναι ευχερώς προσβάσιμο για τους πολίτες.

Συναφώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, όσον αφορά το ερώτημα αν η πολιτική συνοχής μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για τη συνεκτίμηση, σε επίπεδο Ένωσης, των συμφερόντων των περιφερειών με εθνικές μειονότητες, που θεωρούν ότι περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση, ή ακόμη και ότι απειλούνται από την πολιτική αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό έπρεπε να περιλαμβάνει εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, ως προς τα οποία το βάρος απόδειξης έφεραν οι διοργανωτές της ΕΠΠ. Το Δικαστήριο επισημαίνει, όμως, ότι, ακολουθώντας μια τέτοια συλλογιστική, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την προϋπόθεση της καταχώρισης των ΕΠΠ και την κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των διοργανωτών μιας ΕΠΠ και της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας μιας τέτοιας καταχώρισης.

Πράγματι, το ζήτημα αν το προτεινόμενο μέτρο στο πλαίσιο μιας ΕΠΠ εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής δεν αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στα πραγματικά περιστατικά ή στην εκτίμηση των αποδείξεων το οποίο υπόκειται στους κανόνες σχετικά με το βάρος απόδειξης, αλλά αποτελεί, κατ’ ουσίαν, ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των Συνθηκών.

Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία έχει υποβληθεί στην Επιτροπή αίτηση καταχώρισης πρότασης ΕΠΠ, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είναι, κατά το στάδιο αυτό, αρμόδιο να ελέγξει ότι έχουν αποδειχθεί όλα τα προβαλλόμενα πραγματικά στοιχεία ούτε ότι η αιτιολογία στην οποία στηρίζονται η πρόταση και τα προτεινόμενα μέτρα είναι επαρκής. Η Επιτροπή οφείλει να περιοριστεί στο να εξετάσει αν, από αντικειμενική άποψη, τα μέτρα, εξεταζόμενα in abstracto, θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει των Συνθηκών.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής.

Ωστόσο, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες δεν εμπίπτουν στην έννοια του «σοβαρού και μόνιμου δημογραφικού προβλήματος» και, επομένως, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εν λόγω έννοιας για τους σκοπούς της πολιτικής συνοχής. Πράγματι, τα εν λόγω χαρακτηριστικά δεν δύνανται να αποτελούν συστηματικώς, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, μειονέκτημα σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες.

Γίνεται υπόμνηση ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Καταρχήν, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν είναι παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

 

 

Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος
Πολιτική Δικονομία Ε έκδοση