logo-print

Η κατ´ ένσταση άμυνα κατά το άρθρο 262 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

23/09/2021

27/09/2021

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής

Της Κωνσταντίνας Χριστοπούλου, φοιτήτριας της Νομικής Αθηνών

Βασικό όπλο από πλευράς του εναγομένου στο πλαίσιο του θεσμού της πολιτικής δίκης αποτελεί η ένσταση, η οποία εμφανίζεται ως όρος τόσο στο δικονομικό όσο και στο ουσιαστικό δίκαιο.

Ως ένσταση εν γένει χαρακτηρίζεται η απάντηση στην άσκηση της αγωγής, της επιθετική δηλαδή πράξης, που αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δίκης και επιχειρείται από την πλευρά του ενάγοντος, με σκοπό την υποβολή αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας από το δικαστήριο.

Ασφαλώς, ο εναγόμενος με την προσβολή της ένστασης δεν αμφισβητεί, αλλά επιβεβαιώνει την ιστορική βάση της αγωγής, προβάλλει, όμως, νέα, διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, τα οποία υπάγονται σε κανόνα δικαίου αντίθετο προς το βασικό, στον οποίο θεμελιώνεται η αγωγή.

Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο ενιστάμενος στοχεύει στη μη επέλευση της επιδιωκόμενης με την αγωγή έννομης προστασίας.

ΟΥΣΙΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ

Υπό το πρίσμα του ουσιαστικού δικαίου, το οποίο βρίσκεται σε σχέση διαρκούς αλληλεξάρτησης με το δικονομικό, που θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα, η ένταση αποτελεί «μέσο άμυνας ή υπεράσπισης που κατοχυρώνεται με διάταξη ουσιαστικού δικαίου και έχει ως περιεχόμενο την εξουσία του καθού η αξίωση να αποκρούσει την τελευταία, να αρνηθεί δηλαδή την αξιούμενη πράξη ή παράλειψη». Διαθέτει ως αίτημα την αναβολή της επελεύσεως ή την άρση των επιδιωκόμενων με την επιθετική πράξη, την αγωγή, συνεπειών.

ΓΝΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Οι ενστάσεις υπό ουσιαστική εννοία διακρίνονται περαιτέρω σε γνήσιες και καταχρηστικές. Πάντως, η λειτουργία και των δύο προαναφερθεισών μορφών ερείδεται στη σχέση του βασικού και των αντίθετων αυτού κανόνων δικαίου. Σύμφωνα με αυτή, η πλήρωση των προϋποθέσεων του πραγματικού του βασικού κανόνα δικαίου οδηγεί στην επέλευση ορισμένων εννόμων συνεπειών, οι οποίες όμως υπό εξαιρετικές συνθήκες δεν επέρχονται, υπαγορεύοντας έτσι εξαίρεση από το συνήθως συμβαίνον. Για το λόγο αυτό διατυπώνονται παράλληλα με το βασικό αυτό κανόνα και αντίθετοι, αυτοτελείς κανόνες δικαίου, οι οποίοι προϋποθέτουν μεν το ίδιο πραγματικό με τον πρώτο, περιέχουν δε πρόσθετα στοιχεία που εμποδίζουν ή ματαιώνουν την επέλευση της προσδοκώμενης έννομης συνέπειας. Ανάλογα με το είδος της προκαλούμενης ενέργειας, οι αντίθετοι αυτοί κανόνες επιμερίζονται στους επονομαζόμενους δικαιοκωλυτικούς, που εμποδίζουν τη γένεση δικαιώματος (άκυρη σύμβαση λόγω εικονικότητας), στους δικαιοφθόρους, που επιφέρουν την απόσβεση/ κατάλυση υπάρχοντος δικαιώματος (άφεση χρέους), και τέλος στους δικαιοανασταλτικούς, που παραλύουν οριστικά ή προσωρινά την ενέργεια του δικαιώματος (ένσταση διζήσεως).

ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Προχωρώντας, έπειτα από αυτή τη διευκρίνιση, στο διαχωρισμό των ουσιαστικών ενστάσεων σε γνήσιες και καταχρηστικές, οι γνήσιες, που βασίζονται σε δικαιονασταλτικούς κανόνες δικαίου, αποτελούν αμυντικό μέσο, με το οποίο ο ενιστάμενος επικαλείται ένα δικαίωμα αντιτασσόμενο στο προβαλλόμενο από τον ενάγοντα δικαίωμα, με αποτέλεσμα η ενέργεια του τελευταίου να παραλύεται και συνεπώς η άσκησή του να εμποδίζεται. Οι γνήσιες ενστάσεις αποτελούν δικαίωμα, στρεφόμενο κατά υφιστάμενου και ενεργού μέχρι τώρα δικαιώματος, του οποίου την επίδραση καταλύουν εν όλω ή εν μέρει. Το τελευταίο, βέβαια, ενδέχεται να ανακτήσει την επιρροή του στο μέλλον, παρόλο που στο παρόν αδρανεί, λόγω την υποβολής τους συγκεκριμένου είδους ενστάσεων. Αξιοσημείωτο παρουσιάζεται, μάλιστα, το ότι οι γνήσιες ενστάσεις προϋποθέτουν πρωτοβουλία του εναγόμενου, προκειμένου να προβληθούν. Με άλλα λόγια, η ενέργειά τους επέρχεται μόνο με ρητή δήλωση του ενιστάμενου και όχι αυτοδικαίως. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η πραγμάτωση της ιδιωτικής βούλησης σε αντίθεση με την πραγμάτωση θεμελιακών για την έννομη τάξη αξιών, που επιδιώκεται μέσω της άσκησης καταχρηστικών εντάσεων.

ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Καταχρηστικές, λοιπόν, είναι οι ενστάσεις με τις οποίες προτείνονται πραγματικά περιστατικά, και όχι δικαίωμα, όπως στις γνήσιες, που είτε εμπόδισαν τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος, στο οποίο βασίζεται η αγωγή (ένσταση έλλειψης εννόμου τύπου), είτε επέφεραν την κατάργηση του δικαιώματος αυτού (ένσταση καταβολής). Οι ενστάσεις αυτές, κατά συνέπεια, στρέφονται κατά μη υφιστάμενου δικαιώματος και απορρέουν από δικαιοκωλυτικούς και δικαιοφθόρους κανόνες αντίστοιχα. Προβάλλονται, εξάλλου, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και λαμβάνονται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον προκύπτουν από το υποβεβλημένο δικόγραφο. Μάλιστα, παραίτηση του εναγομένου από την προβολή καταχρηστικής ένστασης δεν ισχυροποιεί το δικαίωμα κατά του οποίου στρέφεται, ως μη υφιστάμενο. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέξουν εκ νέου οι προϋποθέσεις σύστασής του.

ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Οι γνήσιες ενστάσεις, που αναλύονται σε προηγούμενη ενότητα, διακρίνονται επιμέρους σε αυτοτελείς και μη αυτοτελείς. Ως αυτοτελείς ορίζονται οι ενστάσεις όταν δεν εξαρτώνται από άλλο ουσιαστικό δικαίωμα (ένσταση παραγραφής, διζήσεως, συμβιβασμού), ενώ ως μη αυτοτελείς οι ενστάσεις που στηρίζουν την ύπαρξή τους σε ορισμένο άλλο εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα του ενιστάμενου (ένσταση επισχέσεως, νομής/κατοχής, μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος). Οι τελευταίες αποτελούν τον αμυντικό τρόπο ενάσκησης του δικαιώματος στο οποίο βασίζονται, καθώς και συνυπάρχουν και αποσβήνονται μαζί του. Αντίθετα, οι αυτοτελείς ενστάσεις αποσβήνονται με παραίτηση, με μονομερή δηλαδή δήλωση του εναγομένου που δεν ανακοινώνεται στον ενάγοντα. Η διάκριση αυτή των ενστάσεων είναι κρίσιμη αφενός υπό το πρίσμα του ουσιαστικού δικαίου, αναφορικά με τον τρόπο απόσβεσής τους, αφετέρου υπό το πρίσμα του δικονομικού δικαίου, αναφορικά με τον τρόπο άσκησης, το δεδικασμένο, την εκκρεμοδικία και φυσικά τη διακοπή της παραγραφής.

ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΕΣ ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Μία ακόμη κατηγοριοποίηση των γνήσιων ενστάσεων αποτελεί αυτή που τις διακρίνει σε ανατρεπτικές και αναβλητικές, αναφορικά με τη διάρκεια ισχύος της ενέργειάς τους. Σύμφωνα με αυτή, ως ανατρεπτικές χαρακτηρίζονται οι ενστάσεις που καταλύουν οριστικώς το δικαίωμα, κατά του οποίου αντιτίθενται, καθώς και αποκλείουν την ενέργειά του στο μέλλον (ένσταση παραγραφής, συμβιβασμού, αδικαιολόγητου πλουτισμού). Αντρεπτικές είναι, επίσης, όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις. Αναβλητικές, πάλι, είναι οι ενστάσεις που εμποδίζουν μόνον προσωρινά την άσκηση του δικαιώματος, απέναντι στο οποίο εναντιώνονται (ένσταση επισχέσεως, μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, διζήσεως). Κρίσιμο είναι να τονιστεί, ότι η ενέργεια καμίας ένστασης δε φθάνει ποτέ στην πλήρη απόσβεση του προσβαλλόμενου δικαιώματος, ενδέχεται όμως να το περιορίζει σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε αυτό να μη δύναται να εκπληρώσει το ρόλο του.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΑΓΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΕΙΣ ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Ένας τελευταίος διαχωρισμός των γνήσιων ενστάσεων είναι αυτός σε πραγματοπαγείς και προσωποπαγείς. Πραγματοπαγείς καθίστανται οι ενστάσεις που μεταβιβάζονται ενεργητικά (σε ενάγοντα) ή παθητικά (σε εναγόμενο) σε άλλο πρόσωπο, παρακολουθώντας έτσι το δικαίωμα στο οποίο αναφέρονται. Αντίθετα, προσωποπαγείς καλούνται οι γνήσιες ενστάσεις που συνδέονται τόσο στενά με ορισμένο πρόσωπο, ώστε να μην μπορούν να μεταβιβαστούν και άρα να προταθούν από ή κατά του διαδόχου του προσώπου στο οποίο ανήκουν (ένσταση ευπορίας).

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ

Υπό τη δικονομική της πτυχή, τώρα, η ένσταση αποτελεί αμυντική διαδικαστική πράξη, η άσκηση της οποίας αποβλέπει στην απόκρουση της αγωγής και φυσικά στην υπεράσπιση του εναγομένου κατ’ εφαρμογή κάποιου ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα δικαίου. Μάλιστα, ο ενιστάμενος δεν υποβάλλει αυτοτελές αίτημα παροχής έννομης προστασίας, αλλά αποσκοπεί μόνο στη ματαίωση της έννομης προστασίας του αντιδίκου του. Δεν εισάγεται, συνεπώς, με την ένσταση ιδιαίτερο αντικείμενο στη δίκη και δεν προηγείται προδικασία, όπως στην περίπτωση της αγωγής. Δεν παρέχεται, εξάλλου στον ενιστάμενο, πλήρης έννομη προστασία, ενώ παράλληλα δεν δημιουργείται εκτελεστός τίτλο σε βάρος του ενάγοντος, ως απόρροια της άσκησης ενστάσεως.

Βεβαίως, μετά την προβολή της ένστασης, το δικαστήριο καλείται να εξετάσει, σε κάθε περίπτωση παρεμπιπτόντως, το δικαίωμα του εναγομένου που εισαγάγεται μέσω αυτής. Περιεχόμενο της ένστασης, ανταποκρινόμενο στο χαρακτήρα της ως διαδικαστικής πράξης, καθίσταται η παρουσίαση πραγματικών ισχυρισμών και όχι η άσκηση δικαιώματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ουσιαστικών ενστάσεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα δικονομικών ενστάσεων αποτελούν η ένταση ετεροδικίας, η ένταση εξαιρέσεως του δικαστή, του μάρτυρα και η ένταση πλαστότητας εγγράφου.

ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ

Η δομή της ένστασης υπό δικονομική εννοία δε διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη της αγωγής. Αναλυτικότερα, φέρει τη μορφή υποθετικού συλλογισμού, που περιέχει την ιστορική βάση και το αίτημα. Ο ενιστάμενος ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα που επικαλείται υπάγονται στο πραγματικό συγκεκριμένου ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα δικαίου και επιφέρουν τις έννομες συνέπειες που περιλαμβάνει το αίτημα της ένστασης. Αυτές είναι είτε η αναβολή επέλευσης είτε η οριστική άρση των προσδοκώμενων με τη αγωγή αποτελεσμάτων. Παρουσιάζεται, άλλωστε, η ένταση ως αυτοτελής ισχυρισμό, βασισμένος σε κανόνα δικαίου αντίθετο από τον επικαλούμενο με την αγωγή .

Σύμφωνα, μάλιστα, με το α. 262 ΚΠολΔ, αναγκαίο κρίνεται η βάση της ένστασης να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη συγκροτούν, ειδάλλως χαρακτηρίζεται ως αόριστη και απορρίπτεται για τυπικούς λόγους. Θεραπεία αόριστης ένστασης δεν επέρχεται ούτε με μνεία ή παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε με τις προτάσεις ούτε και με το δικόγραφο αγωγής. Βεβαίως, καθοδήγηση από την πλευρά του δικαστηρίου επιτρέπεται, σύμφωνα με το α. 263 ΚΠολΔ, στο μέτρο που επιτρέπεται και ως προς την αόριστη αγωγή. Στο α. 262 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠολΔ, προβλέπεται, επιπλέον, δυνατότητα συμπλήρωσης, διευκρίνισης ή διόρθωσης των ισχυρισμών του ενιστάμενου από τον ίδιο, με δήλωση προφορική που καταχωρίζεται στα πρακτικά και θεραπεύει την πραγματική αοριστία της προβαλλόμενης έντασης.

ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ

Ως προς το αίτημα της ένστασης, το οποίο σαφώς αποτελεί ουσιώδες και αναπόσπαστο στοιχείο της ορθής άσκησής της, η κρατούσα στη θεωρία άποψη κατευθύνεται προς τη συσταλτική ερμηνεία του α. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, αξιώνοντας τη διατύπωση αιτήματος μόνο στην περίπτωση που ασκείται γνήσια ένσταση ουσιαστικού δικαίου. Συνάγεται, έτσι, συμπερασματικά ότι στις καταχρηστικές καθώς και στις δικονομικές ενστάσεις το αίτημα θεωρείται περιττό, αφού το δικαστήριο δύναται να προβεί αυτεπαγγέλτως στη διεξαγωγή της επιδιωκόμενης έννομης συνέπειας. Προϋποτίθεται, βέβαια, σε κάθε περίπτωση η γνωστοποίηση προς το δικαστήριο των περιστατικών που θεμελιώνουν την ένσταση, με πρωτοβουλία οποιουδήποτε από τους διαδίκους.

Η νομολογία, πάντως, ακολουθεί διαφορετική τακτική, απαιτώντας την υποβολή αιτήματος σε κάθε περίπτωση αδιακρίτως, ενώ μερίδα της θεωρίας χαρακτηρίζει αδιανόητη την απουσία αιτήματος ακόμη και στις καταχρηστικές ενστάσεις.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΧΡΟΝΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Η ένσταση, ως το δραστικότερο μέσο άμυνας του εναγομένου, ασκείται τόσο δικαστικά όσο και εξώδικα. Δικαστικώς εισάγεται με τις προτάσεις της συζήτησης, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την τακτική αλλά και τις ειδικές διαδικασίες. Στις τελευταίες μάλιστα καθίσταται αναγκαίο, σύμφωνα με το α. 591 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ, να επαναλαμβάνεται συνοπτικώς προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και να καταχωρίζεται στα πρακτικά. Με τις προτάσεις στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο υποβάλλονται, όπως αναφέρει ο Νίκας, και οι ενστάσεις που αφορούν στα επονομαζόμενα δικαστικά κωλύματα , όπως επίσης ενστάσεις εκ μέρους του εφεσίβλητου ενώπιον του εφετείου, ενώ νέοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος εισάγονται με το δικόγραφο της έφεσης, βάσει του α. 520 παρ. 1 και του α. 527 ΚΠολΔ. Κάποιες ενστάσεις, τέλος, λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, όχι μόνον κατ΄έφεση, αλλά και στον πρώτο βαθμό, όπως αναφέρεται σε προγενέστερη ενότητα.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Εκτός από του χρονικούς περιορισμούς για την άσκηση της ένστασης υπάρχουν και ορισμένοι ουσιαστικοί περιορισμοί με κυριότερο αυτόν της 2ης παραγράφου του α. 262 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο αναφέρει ότι δεν επιτρέπονται οι ενστάσεις αναφορικά με δικαίωμα τρίτου, παρά μόνο όπου το ορίζει ειδικά ο νόμος. Απαγορεύεται, με άλλα λόγια, η προβολή ενστάσεων με αντικείμενο δικαίωμα προσώπου διαφορετικού από το δικαιούχο της ένστασης. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί απόρροια της φύσης της γνήσιας ένστασης ως αντίπαλου του αγώγιμου δικαιώματος, γι αυτό και εν τοις πράγμασι η εφαρμογή της περιορίζεται στις γνήσιες και όχι στις καταχρηστικές ενστάσεις. Βεβαίως, διαφορετική είναι η αντιμετώπιση των γνήσιων ενστάσεων όταν υπάρχει ρητή διάταξη νόμου που να επιτρέπει την τριτενέργειά τους. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της εγγύησης, όπου ο εναγόμενος εγγυητής δικαιούται, σύμφωνα με το νόμο , να προτείνει κατά του δανειστή, εκτός των άλλων, και τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, ακόμη και αν ο τελευταίος έχει παραιτηθεί από αυτές μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης.

Περαιτέρω ζήτημα γεννάται όταν οι ενστάσεις αντιφάσκουν είτε με την άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής είτε μεταξύ τους, διότι τότε παραβιάζεται το καθήκον αληθείας του α. 116 ΚΠολΔ. Γι αυτό και απαγορεύεται η συμπλεκτική σώρευση σε τέτοιες περιπτώσεις.

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Συγκεφαλαιώνοντας το α. 262 ΚΠολΔ άπτεται ενός ζητήματος υψίστης σημασίας για την προστασία του εναγομένου, καθώς και για την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής δίκης, αυτό των ενστάσεων. Οι τελευταίες χαρακτηρίζονται ως το «βασικό οπλοστάσιο» για την άμυνα του εναγομένου, γεγονός που καθιστά τη διεξοδική μελέτη τους επιβεβλημένη. Κρίσιμο σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι το όπλο των εντάσεων να αξιοποιείται με φειδώ, σύνεση και συνείδηση από τον εκάστοτε αντίδικο, ώστε η όλη διαδικασία της δίκης να μην ευτελίζεται και κυρίως να μην παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό της στόχο∙ την εύρεση της αλήθειας και την απονομή της δικαιοσύνης.

ΠΗΓΕΣ

Α. Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Αθήνα, Π. Ν. Σάκκουλας, 2019

Π. Ν. Κατσιρούμπας, Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018

Ν. Κ. Κλαμαρής, Σ. Ν. Κουσούλης, Σ. Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία (Οργανισμός Δικαστηρίων - Γενική Εισαγωγή και Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια - Απόδειξη), Αθήνα, Σάκκουλας Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2016

Κ. Νάκου, Επιμορφωτικό Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών: «Πραγματικοί Ισχυρισμοί και Αιτήσεις στην Πολιτική Δίκη», Θέμα: «Το αίτημα ως στοιχείο θεμελιωτικό της ένστασης. Περιεχόμενο και διακρίσεις των ενστάσεων.», 15-16 Νοεμβρίου 2018

Ν. Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα, Σάκκουλας Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2018

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας και η αναγκαστική απαλλοτρίωση -Κατ άρθρο ερμηνεία

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα - 5η έκδοση καλλιτεχνικό

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

send