Μη έγκαιρη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών - προσδιορισμός χρόνου τέλεσης και προϋποθέσεις αιτιολογημένης καταδικαστικής απόφασης (ΑΠ 46/2020)
Για το αξιόποινο της μη καταβολής εισφορών, πρέπει να έχει παρέλθει μήνας από τότε που αυτές κατέστησαν απαιτητές
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 86/1967 και 26 του Α.Ν. 1846/1951, το έγκλημα της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών - εργατικών εισφορών συντελείται, ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία.
Βάσει της νομοτυπικής μορφής και ειδικότερα της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος, έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, εφόσον αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού.
Ειδικότερα, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών και την πληρότητα της αιτιολογίας της σχετικής καταδικαστικής απόφασης, απαιτείται να προσδιορίζεται η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση από εργοδότη προσωπικού ασφαλισμένου στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) να προκύπτει και ο χρόνος τέλεσης της πράξης και η συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες βαρύνουν τους εργαζόμενους σ' αυτόν και η μη καταβολή των σχετικών ποσών, εντός μηνός αφότου αυτά κατέστησαν απαιτητά, στον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό και αναφορά, αν πρόκειται για εταιρική επιχείρηση, ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σε αυτήν, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης.
Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε πως στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται η μορφή της εταιρίας, ήτοι Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, καθώς και η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως μοναδικού εταίρου και διαχειριστή αυτής, κατά τον χρόνο που οι ένδικες εργοδοτικές και εργατικές εισφορές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και έπρεπε να καταβληθούν προς το ΙΚΑ, το ύψος τόσο των βαρυνουσών τον ίδιο τον αναιρεσείοντα εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, όσο και των εργατικών εισφορών που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στην επιχείρηση, οι οποίες έπρεπε να αποδοθούν στο ταμείο ασφάλισής τους, που ήταν το Ι.Κ.Α., το χρονικό διάστημα που παρείχαν οι εργαζόμενοι την εργασία τους, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τέλεσης της πράξης, κατά το οποίο παρακρατήθηκαν οι εισφορές τους αυτές και ο χρόνος που ήταν απαιτητές και οι δύο αυτές κατηγορίες των εισφορών από τον ασφαλιστικό φορέα τους, ήτοι μέχρι το τέλος του επομένου μηνός από τον μήνα που παρασχέθηκε η εργασία τους, κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, είχε την ιδιότητα του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή της εργοδότριας εταιρίας και συνακόλουθα την υποχρέωση να αποδώσει τις εισφορές των εργαζομένων μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχείρησης στο ΙΚΑ.
Περαιτέρω, έκρινε πως δεν υπάρχουν αντιφατικές παραδοχές ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διότι ως προαναφέρθηκε αυτός δεν ταυτίζεται με τον χρόνο που κατέστησαν απαιτητές οι εισφορές, αφού κατ' απαίτηση του νόμου για το αξιόποινο της μη καταβολής τους, πρέπει να έχει παρέλθει μήνας από τότε που κατέστησαν απαιτητές.
Απόσπασμα απόφασης
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται η μορφή της εταιρίας, ήτοι Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, καθώς και η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως μοναδικού εταίρου και διαχειριστή αυτής, κατά τον χρόνο που οι ένδικες εργοδοτικές και εργατικές εισφορές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και έπρεπε να καταβληθούν προς το ΙΚΑ, το ύψος τόσο των βαρυνουσών τον ίδιο τον αναιρεσείοντα εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, όσο και των εργατικών εισφορών που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στην επιχείρηση, οι οποίες έπρεπε να αποδοθούν στο ταμείο ασφάλισής τους, που ήταν το Ι.Κ.Α., το χρονικό διάστημα που παρείχαν οι εργαζόμενοι την εργασία τους, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τέλεσης της πράξης, κατά το οποίο παρακρατήθηκαν οι εισφορές τους αυτές και ο χρόνος που ήταν απαιτητές και οι δύο αυτές κατηγορίες των εισφορών από τον ασφαλιστικό φορέα τους, ήτοι μέχρι το τέλος του επομένου μηνός από τον μήνα που παρασχέθηκε η εργασία τους, κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, είχε την ιδιότητα του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή της εργοδότριας εταιρίας και συνακόλουθα την υποχρέωση να αποδώσει τις εισφορές των εργαζομένων μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχείρησης στο ΙΚΑ. Η τελευταία ιδιότητα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αρκούσε, για την απόδοση της ποινικής ευθύνης, της μη καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών των εργαζομένων της προαναφερθείσας Μονοπρόσωπης ΕΠΕ, στον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό του Ι.Κ.Α., στο πρόσωπό του, ήτοι τον καθιστούσε ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος αυτού, ενώ δεν υπάρχουν αντιφατικές παραδοχές ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αυτός δεν ταυτίζεται με τον χρόνο που κατέστησαν απαιτητές οι εισφορές, αφού κατ' απαίτηση του νόμου για το αξιόποινο της μη καταβολής τους, πρέπει να έχει παρέλθει μήνας από τότε που κατέστησαν απαιτητές.
Αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναφέρεται ότι ήταν εργοδότης και κατά το χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων, κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, δεν ήταν εργοδότης και δεν παρακράτησε τις εισφορές για να τις αποδώσει και ότι διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν. Απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι, κατά το στάδιο της δίκης το οφειλόμενο ποσό δεν υπερέβαινε το όριο του αξιοποίνου δηλαδή των 20.000 ευρώ για τις εργοδοτικές και των 10.000 ευρώ για τις εργατικές εισφορές και συνακόλουθα ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, τούτο διότι πρόκειται για μερική εξόφληση και όχι για εξόφληση του συνολικά οφειλομένου ποσού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιοδήποτε βαθμό, οπότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 του ν. 4038/2012, που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό θα οδηγούσε στην εξάλειψη του αξιοποίνου των πράξεων αυτών.
Εξάλλου, η εκ των υστέρων πληρωμή μέρους των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών δεν προβλέπεται ως λόγος μερικής άρσης του άδικου ή μερικής άρσης του αξιοποίνου, ώστε να θεωρείται ότι αντικείμενο της ως άνω αξιόποινης πράξης είναι η μη καταβολή του εναπομείναντος ποσού των εισφορών αυτών και συνακόλουθα ότι οι πράξεις καθίστανται ανέγκλητες λόγω εναπομείναντος, μετά την μερική καταβολή ποσού. Η μερική καταβολή, μπορεί να αξιολογηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, που το δικαστήριο της ουσίας την μερική αυτή εξόφληση του Ι.Κ.Α, συνεκτίμησε σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή, αναγνωρίζοντας την συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 δ' του ΠΚ. Επομένως, οι συναφείς εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης υπό αλφαβητικά στοιχεία Α', Β' και Γ', με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης είναι αβάσιμοι.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.