Μη υλική ζημία από την παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (ΔΕΕ C-507/23)
Οι τυχόν καλές προθέσεις του υπευθύνου επεξεργασίας δεν λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης
Μια ακόμη απόφαση επί της ερμηνείας του άρθρου 82 ΓΚΠΔ δημοσίευσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρόκειται για την υπόθεση C-507/23 (Patērētāju tiesību aizsardzības centrs), η οποία σχηματίστηκε μετά από προδικαστική αίτηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λετονίας, το οποίο, δικάζοντας αναίρεση, έκρινε πως πρέπει να απευθυνθεί στο ΔΕΕ για την επίλυση συγκεκριμένων ζητημάτων, μολονότι τα περισσότερα από αυτά έχουν ήδη απαντηθεί.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, Λετονός δημοσιογράφος, ειδικός σε θέματα αυτοκινήτων, είδε πρόσωπο που τον μιμείτο να εμφανίζεται σε βίντεο, που είχε κυκλοφορήσει στο πλαίσιο εκστρατείας ευαισθητοποίησης των καταναλωτών για τους κινδύνους που διατρέχουν κατά την αγορά μεταχειρισμένου αυτοκινήτου.
Ο δημοσιογράφος δεν είχε ερωτηθεί για την παρουσίαση αυτή, ενώ άσκησε και εναντίωση ζητώντας τη διακοπή της αναπαραγωγής των συγκεκριμένων αποσπασμάτων, με το βίντεο παρόλα αυτά να παραμένει διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Ακολούθως, προσέφυγε στο διοικητικό δικαστήριο, ζητώντας να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του από τον υπεύθυνο επεξεργασίας PTAC (Κέντρο προστασίας δικαιωμάτων των καταναλωτών) και να του επιδικαστεί αποζημίωση 2.000 ευρώ για τη μη υλική ζημία που υπέστη. Το δικαστήριο διαπίστωσε το παράνομο των ενεργειών, διέταξε την παύση της αναπαραγωγής των αποσπασμάτων και την υποβολή δημόσιας συγγνώμης προς τον δημοσιογράφο, ενώ παράλληλα επεδίκασε αποζημίωση 100 ευρώ.
Το διοικητικό εφετείο, δεχόμενο ομοίως τον παράνομο χαρακτήρα της επεξεργασίας δεδομένων του δημοσιογράφου, απέρριψε το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης αυτού, κρίνοντας πως η διαπραχθείσα προσβολή δεν ήταν σοβαρή, αφού το επίμαχο βίντεο είχε ως σκοπό την εκπλήρωση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και όχι να βλάψει τη φήμη, την υπόληψη και την αξιοπρέπεια του δημοσιογράφου.
Ο δημοσιογράφος άσκησε αίτηση αναίρεσης στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως το εφετείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της βαρύτητας της προσβολής των δικαιωμάτων του και σε εσφαλμένη αξιολόγηση της ζημίας που του προκάλεσε η προσβολή αυτή. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων υποστήριξε ότι η αποζημίωση υπό τη μορφή έκφρασης συγγνώμης δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε επαρκής υπό το πρίσμα του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ.
Το ανώτατο δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε προς το ΔΕΕ τρία προδικαστικά ερωτήματα:
1) Έχει το άρθρο 82 παρ.1 ΓΚΠΔ την έννοια ότι η παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ως παράβαση του εν λόγω κανονισμού, μπορεί αφ’ εαυτής να συνιστά αδικαιολόγητη επέμβαση στο δικαίωμα ενός προσώπου για προστασία των δεδομένων του και πρόκληση ζημίας στο εν λόγω πρόσωπο;
2) Έχει το άρθρο 82 παρ.1 ΓΚΠΔ την έννοια ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, επιτρέπει να διαταχθεί, ως αποκλειστικός τρόπος αποκατάστασης της μη υλικής ζημίας, η έκφραση συγγνώμης;
3) Έχει το άρθρο 82 παρ.1 ΓΚΠΔ την έννοια ότι επιτρέπει να δικαιολογείται η επιδίκαση μικρότερου ποσού για την αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας σε περίπτωση που συντρέχουν συγκεκριμένες περιστάσεις εκ των οποίων προκύπτουν οι προθέσεις και τα κίνητρα του υπεύθυνου επεξεργασίας των δεδομένων (παραδείγματος χάριν, η ανάγκη εκπλήρωσης αποστολής δημοσίου συμφέροντος, η απουσία πρόθεσης πρόκλησης ζημίας στον ενδιαφερόμενο, η δυσκολία κατανόησης του νομικού πλαισίου);»
Η κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ
Επί του πρώτου ερωτήματος
Το Δικαστήριο, επικαλούμενο κατά τρόπο ασυνήθιστο τρεις προηγηθείσες αποφάσεις του, επανέλαβε την πάγια θέση του πως «η απλή παράβαση του ΓΚΠΔ δεν αρκεί για τη θεμελίωση δικαιώματος σχετικής αποζημίωσης, δεδομένου ότι η ύπαρξη υλικής ή μη υλικής «ζημίας» την οποία «υπέστη» το πρόσωπο συνιστά μία από τις προϋποθέσεις γένεσης του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, από κοινού με τη διαπίστωση παράβασης των διατάξεων του κανονισμού και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ζημίας και παράβασης, προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Επομένως, το πρόσωπο που ζητεί αποζημίωση για μη υλική ζημία βάσει της διάταξης αυτής οφείλει να αποδείξει όχι μόνον την παράβαση του κανονισμού, αλλά και ότι η παράβαση αυτή του προκάλεσε πράγματι τέτοια ζημία».
Με βάση τα ανωτέρω, η απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος ήταν μάλλον προφανής. Όπως παρατήρησε το ΔΕΕ, η επέλευση ζημίας από την παράνομη επεξεργασία δεδομένων είναι απλώς δυνητική και όχι άνευ ετέρου συνέπεια της επεξεργασίας αυτής, δεδομένου ότι η παράβαση του ΓΚΠΔ δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ζημία, ενώ πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της ζημίας που υπέστη το υποκείμενο των δεδομένων προκειμένου να θεμελιωθεί δικαίωμα αποζημιώσεως.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
Ως προς το ζήτημα του κατά πόσον η έκφραση συγγνώμης μπορεί να αποτελέσει προσήκουσα αποκατάσταση μη υλικής ζημίας, το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια θέση του πως «ο ΓΚΠΔ δεν περιέχει διάταξη με αντικείμενο τον καθορισμό των κανόνων σχετικά με την εκτίμηση της αποζημίωσης που οφείλεται βάσει του σχετικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 82 του κανονισμού, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν προς τούτο να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς κανόνες εκάστου κράτους μέλους σχετικά με την έκταση της χρηματικής αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης».
Με δεδομένο πως έχει ήδη κριθεί (C-182/22 και C-189/22) ότι «εφόσον δεν πρόκειται για σοβαρή ζημία του υποκειμένου των δεδομένων, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει υπέρ του εν λόγω προσώπου ελάχιστη χρηματική αποζημίωση, υπό την προϋπόθεση ότι το τυχόν χαμηλό ποσό της επιδικαζόμενης αποζημίωσης αποκαθιστά πλήρως την προκληθείσα ζημία», το Δικαστήριο δέχθηκε την έκφραση συγγνώμης ως αποκλειστικό ή συμπληρωματικό τρόπο για την αποκατάσταση μη υλικής ζημίας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση, «το άρθρο 82, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ δεν αντιτίθεται στο να μπορεί η έκφραση συγγνώμης να αποτελέσει αποκλειστικό ή συμπληρωματικό τρόπο αποκατάστασης μη υλικής ζημίας, όπως προβλέπει εν προκειμένω το άρθρο 14 του νόμου του 2005, υπό την προϋπόθεση ότι ένα τέτοιο είδος αποζημίωσης τηρεί τις εν λόγω αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ιδίως κατά το ότι πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα πλήρους αποκατάστασης της μη υλικής ζημίας που προκλήθηκε συγκεκριμένα λόγω παραβάσεως του κανονισμού αυτού, στοιχείο του οποίου η εξακρίβωση απόκειται στο επιληφθέν εθνικό δικαστήριο, υπό το πρίσμα των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως».
Επί του τρίτου ερωτήματος
Μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον επί των τριών προδικαστικών ερωτημάτων παρουσιάζει το τελευταίο εξ αυτών, με το οποίο ζητήθηκε η γνώμη του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον «οι προθέσεις και τα κίνητρα» του υπευθύνου επεξεργασίας μπορούν να λαμβάνονται υπόψιν κατά τον καθορισμό της επιδικαζόμενης αποζημίωσης. Αυτό που ουσιαστικά ρώτησε το αιτούν δικαστήριο είναι το αν επιτρέπεται η επιδίκαση στο υποκείμενο των δεδομένων αποζημίωσης χαμηλότερης από αυτή που αντιστοιχεί στην πλήρη αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας, επειδή ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενήργησε για καλό σκοπό.
Το ΔΕΕ προχώρησε σε μια σαφή διάκριση του άρθρου 82 για την αποζημίωση από το άρθρο 83 για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Όπως επεσήμανε, η εκτίμηση των προθέσεων και των κινήτρων του υπευθύνου επεξεργασίας μπορεί, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 148, να αποτελεί επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό κριτήριο κατά τον υπολογισμό του διοικητικού προστίμου που θα επιβληθεί από την εποπτική αρχή. Αντίστοιχη πρόβλεψη όμως δεν συναντάται στις διατάξεις που διέπουν την επιδίκαση αποζημίωσης.
Το ΔΕΕ επανέλαβε την πάγια κρίση του σχετικά με τη διαφορά αποζημίωσης από την επιβολή διοικητικών προστίμων, με την πρώτη να επιτελεί αντισταθμιστική λειτουργία, τη δε δεύτερη να λειτουργεί τιμωρητικώς και κατέληξε πως λαμβανομένων υπόψιν των διαφορών, ως προς το γράμμα και τον σκοπό, μεταξύ των άρθρων 82 και 83 «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα κριτήρια αξιολόγησης που προβλέπονται ειδικώς στο εν λόγω άρθρο 83 μπορούν να εφαρμοστούν, τηρουμένων των αναλογιών, στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου 82».
Η απόφαση του ΔΕΕ
Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 82 παρ.1 ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι:
α. η παράβαση διατάξεων του ΓΚΠΔ δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για τη στοιχειοθέτηση «ζημίας» κατά το άρθρο 82, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
β. η έκφραση συγγνώμης μπορεί να αποτελέσει προσήκουσα αποκατάσταση μη υλικής ζημίας βάσει της εν λόγω διάταξης, ιδίως όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι η μορφή αυτή αποζημίωσης μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως τη ζημία που υπέστη το υποκείμενο των δεδομένων.
γ. δεν επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προθέσεις και τα κίνητρα του υπευθύνου επεξεργασίας προκειμένου, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να επιδικαστεί στο υποκείμενο των δεδομένων αποζημίωση μικρότερη από τη ζημία την οποία το εν λόγω πρόσωπο πράγματι υπέστη.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης