Νέα γνωμοδότηση της Εισαγγελίας ΑΠ για την άσκηση ποινικής δίωξης σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής
Είναι επιτρεπτή η αναδρομικότητα της διατάξεως για την άσκηση ποινικής δίωξης σε περιπτώσεις κακουργηματικής φοροδιαφυγής;
Με νέα γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (4/2016) παρέχει διευκρινίσεις αναφορικά με την ισχύ της υπ' αριθμ. 2/2013 γνωμοδοτήσεώς της, έπειτα από την απόφαση 1/2014 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Με την υπ’ αριθμ. 2/2013 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέως του Αρείου αντιμετωπίστηκε το γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζήτημα «εάν η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α περ. αα του Ν. 2523/1997, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. θ. του Ν. 3943/2011 έχει ή όχι αναδρομική ισχύ και επί περιπτώσεων κακουργηματικής φοροδιαφυγής (στη φορολογία εισοδήματος) τελεσθεισών πριν από την ισχύ του Ν. 3943/2011».
Η εκεί διατυπωθείσα γνώμη συνοψίζεται στο ότι η προαναφερόμενη διάταξη, σχετιζόμενη άμεσα με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται εγκύρως ποινική δίωξη σε διάφορες περιπτώσεις φοροδιαφυγής (οριστικοποίηση ή μη της φορολογικής εγγραφής), είναι μεν δικονομική, αλλά περιέχει ρύθμιση που καθιστά ευχερέστερη την άσκηση ποινικής δίωξης στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής που περιλαμβάνονται στο ρυθμιστικό της πεδίο, αφού ως προϋπόθεση για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς, συνακόλουθα δε και για την άσκηση της ποινικής δίωξης, δεν θέτει πλέον την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, είτε με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου είτε με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.
Διαβάστε επίσης: ΑΠ: Δεν ισχύει αναδρομικά η κατάργηση του συμβιβασμού για φορολογικά αδικήματα που τελέστηκαν πριν την 1.1.2014
Πρόκειται, δηλαδή, για δυσμενέστερη (σε σχέση με την προϊσχύουσα) δικονομική διάταξη, ως τέτοια δε, αφού θίγει ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου, δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθεί «αναδρομικά», δηλαδή για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 31-3- 2011, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 3943/2011.
Σημειωτέον ότι και η σήμερα ισχύουσα αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 3 εδ. α Ν. 4174/2013 (όπως ισχύει μετά το Ν. 4337/2015) προβλέπει ότι «η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία».
Η απόφαση 1/2014 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Επειδή, όμως, στη συνέχεια, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 3441/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με παραδοχές μη συμβατές προς την προαναφερόμενη εισαγγελική γνωμοδότηση, χάριν της ενότητας της νομολογίας και της ασφάλειας δικαίου ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως κατ’ αυτού από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία κρίθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Ακυρωτικού.
Με την Απόφαση 1/2014 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου [σε Συμβούλιο] έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι «η διαδικασία ασκήσεως ποινικής διώξεως για κάποια αξιόποινη πράξη αναμφιβόλως φέρει δικονομικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου».
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει, ακόμη, περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, γιατί, έτσι, θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ασφάλεια δικαίου».
Συνεπώς, η διάταξη έχει άμεση εφαρμογή, και σε πράξεις, οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3943/2011, για τις οποίες δεν είχε ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, έστω και αν είναι δυσμενέστερη για τον υπαίτιο.
Όπως επισημαίνεται στη γνωμοδότηση, παρά την κριτική που έχει ασκηθεί από πλευράς ποινικής θεωρίας, η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, γιατί και αυτή αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις...».
Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η Εισαγγελία ΑΠ επισημαίνει ότι καθίσταται πλέον αδρανής η υπ’ αριθμ. 2/2013 Γνωμ. Εισ. ΑΠ, αφού το αντιμετωπιζόμενο με αυτήν ζήτημα επιλύθηκε στη συνέχεια νομολογιακά από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Δείτε ολόκληρη τη γνωμοδότηση 4/2016 της Εισαγγελίας ΑΠ εδώ.