logo-print

Νόμιμη η δικαστική χρήση στοιχείων από προσωπικά email εργαζομένων σε εταιρικούς υπολογιστές

Προστασία προσωπικών δεδομένων, επιχειρηματική ελευθερία, αθέμιτος ανταγωνισμός και παράνομα αποδεικτικά μέσα: Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα απόφαση του Αρείου Πάγου

Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ

Πολιτειολογία

Με την υπ’ αριθμ 1/2017 απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η δικαστική χρήση από εργοδότες στοιχείων που είναι καταγεγραμμένα στον σκληρό δίσκο υπολογιστών της εταιρείας, οι οποίοι είχαν τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων και διευθυντικών στελεχών της, αφ’ ότου οι τελευταίοι παραιτήθηκαν και ανέλαβαν εργασία σε ανταγωνιστική επιχείρηση με παράλληλες πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, είναι νόμιμη και σύμφωνη με το Σύνταγμα.

Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έπειτα από παραπομπή που αποφάσισε ομόφωνα το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, έκρινε επί 2 ζητημάτων:

α) την έκταση της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής και

β) αν η συνταγματική προστασία της επικοινωνίας έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή του εργοδότη του, δημιουργεί και χρησιμοποιεί, πέραν της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έθεσε στη διάθεση του η επιχείρηση, προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, λαμβάνοντας μέτρα που αποκλείουν την πρόσβαση σ’ αυτήν οιουδήποτε τρίτου, και δ’ αυτής αποστέλλει και δέχεται ηλεκτρονικά μηνύματα που δεν αφορούν την υπό στενή έννοια ιδιωτική του ζωή, αλλά αφορούν αθέμιτες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της επιχείρησης στην οποία εργάζεται πράξεις.

Στην προκειμένη περίπτωση, τα αρχεία τα οποία ανέσυρε η εργοδότρια από το σκληρό δίσκο των υπολογιστών, μετά την άρνηση των πρώην εργαζομένων να τα παραχωρήσουν, περιελάμβαναν όχι μόνον έγγραφα της εταιρείας, αλλά και (προσωπικά) ηλεκτρονικά μηνύματα και επιστολές, τις οποίες είχαν απευθύνει προς ανταγωνιστές της εταιρίας, προετοιμάζοντας την αποχώρησή τους.

Η Ολομέλεια έκρινε ότι, αν και στενά συνδεδεμένη με την εμπορική και την εν γένει επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας, η σχετική αλληλογραφία είναι "ιδιωτική", καθώς απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων των παραιτηθέντων υπαλλήλων, συνεπώς, τα επίμαχα αρχεία πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων.

Σύμφωνα με την Ολομέλεια, η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος) είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της εργοδότρια που υπερέχουν προφανώς.

Τέτοια δικαιώματα ήταν τα δικαιώματα της εταιρείας, που απορρέουν από το άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος και γενικότερα η διασφάλιση της εμπορικής πίστης και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που η αποτελεσματική υπεράσπισή τους ενώπιον δικαστηρίου (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), επέβαλε την απόδειξη της αντισυμβατικής, αθέμιτης και επιζήμιας για την εταιρεία συμπεριφοράς των πρώην υπαλλήλων της.

Συνεπώς, η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον δικαστηρίου ήταν νόμιμη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως και η άποψη της μειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία τα σχετικά έγγραφα που αποκτήθηκαν και προσκομίστηκαν από την εργοδότρια για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών της αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα.

Σύμφωνα με τη μειοψηφία της Ολομέλειας, δεν συνέτρεχε στην προκείμενη υπόθεση θεμιτή περίπτωση για κατ’ εξαίρεση χρήσητων παρανόμων αυτών αποδεικτικών μέσων χάριν προστασίας του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας της εταιρείας, καθόσον από τη συγκριτική στάθμιση των συγκρουομένων δικαιωμάτων και αγαθών των διαδίκων μερών και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ο αποκλεισμός της χρήσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας, η οποία να συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., ώστε να επιβάλλεται η μη εφαρμογή της απαγορευτικής επιταγής του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr

Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ
Το δίκαιο της απόδειξης στις διοικητικές διαφορές ουσίας (XXII & 327)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΉ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ