logo-print

Παραδεκτή η προβολή το πρώτον ενώπιον του ΣτΕ λόγου αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem

Εάν ήταν αδύνατη η λυσιτελής επίκλησή της ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλομένη Διοικ. Εφετείου

Η καταχρηστική άσκηση εμπράγματου δικαιώματος υπό το πρίσμα της αντιφατικής συμπεριφοράς εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου, 2024
Η φορολογική ενημερότητα

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ​

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΣΟΣ

ΣτΕ Β΄ Τμ. 400/2020 (παραπεμπτική στην επταμελή)

Ne bis in idem – Παραδεκτή η προβολή το πρώτον ενώπιον του ΣτΕ  λόγου αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, εάν ήταν αδύνατη η λυσιτελής επίκλησή της ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλομένη Διοικ. Εφετείου 

Πηγή: humanrightscaselaw.gr

(Α) Από την απόφαση ΣτΕ 2403/2015 συνάγεται ότι, εάν ο ασκών αίτηση αναίρεσης προβάλλει, κατά τρόπο ορισμένο και επαρκώς τεκμηριωμένο, ότι ήταν αδύνατη η επίκληση και η τεκμηρίωση ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου της ύπαρξης οικείας αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης, προς στήριξη της άσκησης του δικαιώματος που αντλεί από την αρχή ne bis in idem, κατά  το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αποτελεσματικότητας και, περαιτέρω, ζήτημα παραδεκτής προβολής του ανωτέρω στοιχείου και αντίστοιχου λόγου αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.  

(Β) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 95 (παρ. 1) του Συντάγματος και 56 του π.δ. 18/1989, προκύπτει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως Αναιρετικό Δικαστήριο, ελέγχει νομικά σφάλματα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, οι εν λόγω βασικές διατάξεις του ημεδαπού δικονομικού συστήματος, ερμηνευόμενες, αφενός, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ και, αφετέρου, σε αρμονία με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και, ιδίως, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι, εάν δεν ήταν δυνατή η λυσιτελής προβολή λόγου περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ενώπιον του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου, διότι η σχετική ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης, ο αναιρεσείων μπορεί να προβάλει παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο (αναίρεσης) περί παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem, μολονότι δεν υπάρχει σφάλμα (και πιθανότατα ούτε καν κρίση) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την ερμηνεία ή/και την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, διότι, σε τέτοια περίπτωση, πρόκειται για προβαλλόμενη οψιγενή (μεταγενέστερη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) νομική πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής/τελωνειακής Διοίκησης και η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά την μόνη δικονομική δυνατότητα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αναιρεσείων προκειμένου να αποτρέψει την (προβαλλόμενη) παραβίαση των δικαιωμάτων που έλκει από την αρχή ne bis in idem, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας, έστω και ως Αναιρετικό Δικαστήριο, αποτελεί το μοναδικό δικαιοδοτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας που μπορεί να θεραπεύσει την (προβαλλόμενη) παράβαση, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, κατά το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ.

Ειδικότερα, στην προαναφερόμενη περίπτωση (α) δεν έχει πεδίο εφαρμογής ratione materiae η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, (β) ο λόγος αναιρέσεως περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem προβάλλεται παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, έστω κι αν το εισαγωγικό δικόγραφο δεν περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 και (γ) εφόσον ο λόγος στηρίζεται σε πράγματα (αναγόμενα στο περιεχόμενο της οικείας αμετάκλητης ποινικής απόφασης, η οποία πρέπει να αφορά στον ίδιο διάδικο και στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά με εκείνη για την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του η επίμαχη διοικητική κύρωση, που αποτελεί το αντικείμενο της διοικητικής δίκης) που δεν προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων βαρύνεται όχι μόνο να προσκομίσει στο Αναιρετικό Δικαστήριο αντίγραφο της οικείας ποινικής απόφασης και να τεκμηριώσει προσηκόντως το αμετάκλητο αυτής, αλλά και να επικαλεσθεί, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, προς υποστήριξη του λόγου (που προβάλλεται είτε με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων) εκείνες τις κρίσεις της ποινικής απόφασης από τις οποίες προκύπτει, κατά την εκτίμησή του, η πλήρωση των αντίστοιχων προϋποθέσεων εφαρμογής του ne bis in idem, την οποία το αναιρεσίβλητο Δημόσιο μπορεί, πάντως, να αμφισβητήσει (με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση), αναφερόμενο, κατά τρόπο ειδικό, στο περιεχόμενο της οικείας ποινικής απόφασης. 

(Γ) Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο τελευταίος (υπό στοιχ. γ) περιορισμός του δικαιώματος του αναιρεσείοντος για παροχή ένδικης προστασίας από το Αναιρετικό Δικαστήριο, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει του περιεχομένου της οικείας ποινικής απόφασης, δεν προέκυπτε μέχρι τούδε με σαφήνεια από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία γίνεται με την παρούσα απόφαση για πρώτη φορά δεκτή η δυνατότητα παραδεκτής προβολής λόγου αναιρέσεως περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, στην προαναφερόμενη περίπτωση, κρίνεται ότι είναι συγγνωστή η παράλειψη του αναιρεσείοντος (που, πάντως, προσκόμισε στο Δικαστήριο αντίγραφο της οικείας ποινικής απόφασης και στοιχεία περί του αμετάκλητου χαρακτήρα αυτής), να εκθέσει κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο τις κρίσεις της ποινικής απόφασης από τις οποίες προκύπτει η πλήρωση των αντίστοιχων προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ne bis in idem και ότι, ενόψει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, συντρέχει περίπτωση να του χορηγηθεί η δυνατότητα θεραπείας της εν λόγω παράλειψης, μέσω της κατάθεσης (και κοινοποίησης στο Δημόσιο) σχετικού δικογράφου προσθέτων λόγων [δηλαδή δικογράφου στο οποίο θα εκτίθενται κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο οι κρίσεις της ποινικής απόφασης, από τις οποίες προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εν προκειμένω εφαρμογή της αρχής ne bis in idem], τουλάχιστον πλήρεις 15 ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Τμήματος.

(Δ) Λόγω της σπουδαιότητας των ανωτέρω ζητημάτων, η υπόθεση παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση.

Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικας και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 3η έκδ.