Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με την προσκόμιση πρωτόδικης καταδικαστικής ποινικής απόφασης ως προανακριτικό υλικό (ΑΠ 1264/2020)
Ζητήματα έλλειψης προηγούμενης ενημέρωσης του υποκειμένου, παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, μη ανωνυμοποίησης της απόφασης και ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης
Με απόφασή του (ΑΠ 1264/2020) ο Άρειος Πάγος επιλήφθηκε επί του ζητήματος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε από την παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την προσκόμιση, ενώπιον της Εισαγγελίας κατά το προανακριτικό στάδιο, πρωτόδικης ποινικής απόφασης που καταδικάζει τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα.
Κατά τους ισχυρισμούς τους αναιρεσείοντος, το δικαστήριο δεν εξέτασε τις αντικειμενικά σωρευόμενες βάσεις της αγωγής του, ερειδόμενες στις διατάξεις των άρ. 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, περί μη προηγούμενης ενημέρωσης, και 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, περί του τεκμηρίου αθωότητας, κρίνοντας πως, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί αληθές το ιστορικό της αγωγής, αφενός η πλημμέλεια της μη προηγηθείσας ενημέρωσης του ενάγοντος αυτή καθεαυτή δεν καθιστά μη νόμιμη την επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου (απλά θα ενεργοποιούσε τις κυρώσεις του άρ. 21 του Ν. 2472/1997), η δε προσκόμιση της εν λόγω πρωτόδικης ποινικής απόφασης στην Εισαγγελία, ως προανακριτικό υλικό, προσβάσιμο στη φάση εκείνη μόνο σε εισαγγελείς, ήτοι σε πολύ περιορισμένο κύκλο προσώπων, εξ επαγγέλματος απροκατάληπτων και με ακριβή γνώση του ειδικού βάρους μιας πρωτόδικης απόφασης έναντι εκείνου μια τελεσίδικης, ουδόλως δύναται να βλάψει το τεκμήριο αθωότητας του αναιρεσείοντος.
Κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, όσον αφορά στον πρώτο λόγο αναίρεσης, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, γεννάται ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 23 του εν λόγω νόμου.
Η αξίωση αυτή είναι μία και ενιαία και προκύπτει από την παραβίαση των διατάξεων του άνω νόμου. Συνεπώς, η μη τήρηση (μεμονωμένα και αυτοτελώς) της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου αυτού, περί προηγούμενης ενημέρωσης, δεν γεννά ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση του παθόντος προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, ούτε μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελή βάση αγωγής, αλλά συνεκτιμάται με τις λοιπές παραβιάσεις του Ν. 2472/1997, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 23 αυτού.
Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος κρίθηκε και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, ήτοι ότι η διάδοση, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσείοντος, της μη αμετάκλητης καταδίκης του, κατηγορία από την οποία μάλιστα απαλλάχθηκε με απόφαση που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, η οποία συνιστούσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητάς του, δικαιολογούσε αυτοτελώς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Και τούτο, διότι η προβαλλόμενη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από ιδιώτη δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, καθόσον δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημίωσης. Τονίσθηκε δε πως, σε περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ, με την επίκληση και απόδειξη των οποίων θα κριθεί αν συντρέχει νόμιμος λόγος επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης.
Περαιτέρω, όσον αφορά στο ύψος της επιδικασθείσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χρηματικής ικανοποίησης, τονίσθηκε πως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Εν προκειμένω, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, το δικάσαν ως εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο ορθά δέχτηκε ότι η διαβίβαση της επίμαχης απόφασης, αν και ήταν αναγκαία και πρόσφορη για να στηρίξει την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών που επικαλείτο στην έγκλησή του και το ικανοποιούμενο συμφέρον του υπέρτερο από το αντίστοιχο έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος, υπερέβη ωστόσο τον σκοπό της επεξεργασίας λόγω της μη ανωνυμοποίησης, καταλήγοντας στην κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος ευθύνεται από αμέλεια και όχι από δόλο, για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Ωστόσο, επιδικάζοντας ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των πενήντα (50) ευρώ, το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.
Και τούτο, διότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υστερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και είναι ευτελές.
Απόσπασμα απόφασης
Εν προκειμένω, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, καθώς, ενώ ο ίδιος είχε προβάλλει με σχετικούς λόγους της έφεσής του το παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αγνόησε πλήρως και δεν εξέτασε τις αντικειμενικά σωρευόμενες βάσεις της αγωγής του ερειδόμενες στις διατάξεις των άρθρων: α) 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και β) 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τους λόγους αυτούς ως μη νόμιμους. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έκρινε: α) Όσον αφορά στον πρώτο λόγο ότι "και με αληθές υποτιθέμενο το ιστορικό της αγωγής αφενός η πλημμέλεια της μη προηγηθείσας ενημέρωσης του ενάγοντος (κατ' άρθρο 11 § 3 του ν. 2472/1997), αυτή καθεαυτή δεν θα καθιστούσε μη νόμιμη την επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου (απλά θα ενεργοποιούσε τις κυρώσεις του άρθ. 21 ν. 2472/1997, βλ. ΑΠΔΠΧ 68/2004), εάν συνέτρεχαν οι πιο ειδικοί (και πλέον εξασφαλιστικοί για το υποκείμενο) όροι του άρθρου 7 ή 7Α ν 2472/1997, β) Όσον δε αφορά στο δεύτερο λόγο ότι "η προσκόμιση της εν λόγω πρωτόδικης ποινικής απόφασης του ΜονΠρωτ Δράμας στην Εισαγγελία Ξάνθης ως προανακριτικό υλικό προσβάσιμο στη φάση εκείνη μόνο σε εισαγγελείς Ξάνθης, δηλαδή σε πολύ περιορισμένο κύκλο προσώπων, εξ επαγγέλματος απροκατάληπτων και με ακριβή γνώση του ειδικού βάρους μιας πρωτόδικης απόφασης έναντι εκείνου μια τελεσίδικης, ουδόλως εδύνατο να βλάψει το τεκμήριο αθωότητας του -άγνωστου στην Ξάνθη- ενάγοντος, που άλλωστε ήταν κάτοικος Καβάλας και δικαζόταν στη Δράμα".
Ωστόσο, οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι αμφότεροι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο λόγο αναίρεσης και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, γεννάται ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 23 του εν λόγω νόμου. Η αξίωση αυτή είναι μια και ενιαία και προκύπτει από την παραβίαση των διατάξεων του άνω νόμου.
Συνεπώς, η μη τήρηση (μεμονωμένα και αυτοτελώς) της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου αυτού δεν γεννά ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση του παθόντος προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ούτε μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελή βάση αγωγής, αλλά συνεκτιμάται με τις λοιπές παραβιάσεις του ν. 2472/1997 στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 23 αυτού. Επομένως, ορθά το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι ο αντίστοιχος λόγος της έφεσης του αναιρεσείοντος ήταν απορριπτέος ως μη νόμιμος.
Περαιτέρω, όσον αφορά στον δεύτερο λόγο αναίρεσης, δηλαδή το παράπονο ότι η δημοσιοποίηση και διάδοση από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο σωματείο χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος της -μη αμετάκλητης- καταδίκης του, κατηγορία από την οποία μάλιστα απαλλάχθηκε με απόφαση που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, η οποία συνιστούσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητάς του δικαιολογούσε αυτοτελώς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η προβαλλόμενη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από ιδιώτη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημιώσεως. Όπως εξηγήθηκε, σε περίπτωση της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με την επίκληση και απόδειξη των οποίων θα κριθεί αν συντρέχει νόμιμος λόγος επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος που αποφάνθηκε ότι τα ως άνω παράπονα του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ήταν νομικά αβάσιμα, αν και με διαφορετική αιτιολογία, ορθώς κατ` αποτέλεσμα έκρινε, γι αυτό και οι πρώτος και δεύτερος αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ. είναι αβάσιμοι και πρέπει ν` απορριφθούν, κατ` εφαρμογή του άρθρου 578 του ΚΠολΔ.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.