Πνευματική ιδιοκτησία στην ΕΕ: Υπάρχει υποχρέωση προστασίας έργων τέχνης σύμφωνα με το δίκαιο ΕΕ όταν τα έργα ή οι δημιουργοί τους προέρχονται από τρίτη χώρα; (ενδιαφέρουσα απόφαση ΔΕΕ)
Δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας – Προστασία βάσει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί αντικειμένου εφαρμοσμένης τέχνης του οποίου η χώρα προέλευσης δεν είναι κράτος μέλος – Σύμβαση της Βέρνης – Κριτήριο της ουσιαστικής αμοιβαιότητας – Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 24.10.2024 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προστατεύουν τα έργα τέχνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης των έργων αυτών ή την ιθαγένεια του δημιουργού τους.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Vitra, ελβετική εταιρεία που κατασκευάζει έπιπλα επώνυμων σχεδιαστών, είναι κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί καρεκλών που σχεδιάστηκαν από το ζεύγος των εκλιπόντων Αμερικανών Charles και Ray Eames. Στα έπιπλα αυτά περιλαμβάνεται η καρέκλα «Dining Sidechair Wood», η οποία σχεδιάστηκε στο πλαίσιο διαγωνισμού σχεδιασμού επίπλων που διοργάνωσε το Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες) το 1948 και εκτίθεται εκεί από το 1950.
Η εταιρεία Kwantum, η οποία διατηρεί αλυσίδα καταστημάτων πώλησης ειδών εσωτερικής διακόσμησης, συμπεριλαμβανομένων επίπλων, στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο, διέθεσε στην αγορά μια καρέκλα με την ονομασία «καρέκλα Paris», παραβιάζοντας, κατά τους ισχυρισμούς της Vitra, τα πνευματικά δικαιώματα της τελευταίας επί της καρέκλας Dining Sidechair Wood.
Η Vitra άσκησε αγωγή ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων αποσκοπώντας, μεταξύ άλλων, στην παύση της διάθεσης στο εμπόριο της εν λόγω καρέκλας. Στο πλαίσιο αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την προστασία που μπορεί να χορηγηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει της οδηγίας 2001/29/ΕΚ [οδηγίας για την εναρµόνιση ορισµένων πτυχών του δικαιώµατος του δηµιουργού και συγγενικών δικαιωµάτων στην κοινωνία της πληροφορίας] και των άρθρων 17, παράγραφος 2, και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε έργο εφαρμοσμένης τέχνης που προέρχεται από τρίτη χώρα και του οποίου ο δημιουργός δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους.
Στο διεθνές δίκαιο, η Σύμβαση της Βέρνης [Σύμβαση που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), όπως τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979] προβλέπει ότι οι δημιουργοί που είναι υπήκοοι των χωρών που την έχουν υπογράψει απολαμβάνουν στις άλλες χώρες που την έχουν υπογράψει, κατ' αρχήν, τα ίδια δικαιώματα με τους εθνικούς δημιουργούς. Ωστόσο, η προστασία των έργων εφαρμοσμένης τέχνης αποτελεί εξαίρεση από την αρχή αυτή. Εν προκειμένω, τα συμβαλλόμενα μέρη θέσπισαν ρήτρα ουσιαστικής αμοιβαιότητας, σύμφωνα με την οποία τα έργα εφαρμοσμένης τέχνης που προέρχονται από χώρες στις οποίες τα έργα αυτά προστατεύονται μόνο ως σχέδια και υποδείγματα δεν δικαιούνται, στις άλλες συμβαλλόμενες χώρες, την προστασία αυτή επιπλέον της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού.
Εν προκειμένω, με το ερώτημα που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών ζήτησε να εξακριβωθεί αν τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να εφαρμόζουν τη ρήτρα ουσιαστικής αμοιβαιότητας που περιέχεται στη Σύμβαση της Βέρνης στα έργα εφαρμοσμένης τέχνης που προέρχονται από τρίτες χώρες, στις οποίες προστατεύονται τα έργα αυτά αποκλειστικά βάσει ειδικού καθεστώτος, μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει προβλέψει έναν τέτοιο περιορισμό.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά: στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, τα κράτη μέλη δεν είναι πλέον αρμόδια να εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης της Βέρνης.
Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι η περίπτωση, κατά την οποία μια εταιρεία διεκδικεί προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας για ένα αντικείμενο εφαρμοσμένης τέχνης που διατίθεται στην αγορά ενός κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι το αντικείμενο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ.
Ακολούθως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, κατά την έκδοση της οδηγίας αυτής, έλαβε αναγκαστικά υπόψη όλα τα έργα, για τα οποία ζητείται προστασία στο έδαφος της Ένωσης -εξάλλου, η οδηγία αυτή δεν προβλέπει κανένα κριτήριο σχετικά με τη χώρα καταγωγής των έργων αυτών ή την ιθαγένεια του δημιουργού τους. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η εφαρμογή της ρήτρας ουσιαστικής αμοιβαιότητας που περιέχεται στη Σύμβαση της Βέρνης θα αντέβαινε στον στόχο της οδηγίας 2001/29, ο οποίος συνίσταται στην εναρμόνιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι, βάσει της ρήτρας αυτής, τα έργα εφαρμοσμένης τέχνης που προέρχονται από τρίτες χώρες θα μπορούσαν να τύχουν διαφορετικής μεταχείρισης στα διάφορα κράτη μέλη.
Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, δεδομένου ότι τα εν λόγω δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύονται από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, κάθε περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, να προβλέπεται από τον νόμο. Ο νομοθέτης της Ένωσης είναι ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να περιοριστεί η χορήγηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην οδηγία 2001/29/ΕΚ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη Σύμβαση της Βέρνης για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία.
Επομένως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, να εφαρμόσει τη ρήτρα ουσιαστικής αμοιβαιότητας που περιέχεται στη Σύμβαση της Βέρνης σε σχέση με έργο του οποίου η χώρα καταγωγής είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA