Προσχηματικές αγωγές με στόχο το «πάγωμα του λόγου» (αγωγές SLAPP)
της Χριστίνας Βρεττού*
Ι. Χαρακτηριστικά των αγωγών SLAPP. Πεδίο εφαρμογής Πρότασης και Σύστασης ΕΕ.
Η ελευθερία της έκφρασης, καθώς και η ελευθερία και ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης είναι κρίσιμα για την λειτουργία των Ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) ανέπτυξε μια πρωτοβουλία για την προστασία των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών των δικαιωμάτων από καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες, γνωστές ως «Στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της δημόσιας συμμετοχής» ή “Strategic Lawsuits against Public Participation” (SLAPP). Ο ως άνω όρος, για την κατανόηση του πεδίου εφαρμογής του, μπορεί ελεύθερα να αποδοθεί ως «Προσχηματικές αγωγές με στόχο το πάγωμα του λόγου». Πρόκειται για αγωγές που κατατίθενται από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό (για παράδειγμα μία επιχείρηση ή ένα υψηλά ιστάμενο δημόσιο ή πολιτικό πρόσωπο) ενάντια σε μεμονωμένους δημοσιογράφους, ακτιβιστές, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μη κυβερνητικές οργανώσεις, που ασκούν κριτική σχετικά με ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Σκοπός τέτοιων αγωγών δεν είναι να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, αλλά η λογοκρισία και ο εκφοβισμός όσων ασκούν κριτική, μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους, με τελικό στόχο το «πάγωμα του λόγου».
Ήδη στις 27.4.2022 υπεβλήθη Πρόταση εκ μέρους της ΕΕ για την έκδοση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού»).1Ταυτοχρόνως, η ΕΕ εξέδωσε Σύσταση2, η οποία είναι συμπληρωματική προς την Πρόταση Οδηγίας και αμέσως εφαρμόσιμη από τα κράτη μέλη, ενώ ήδη αναμένεται η έκδοση Σύστασης και από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
H Πρόταση Οδηγίας και η Σύσταση της ΕΕ διακρίνουν δύο κατηγορίες αγωγών SLAPP, τις προδήλως αβάσιμες και τις εν όλω ή εν μέρει αβάσιμες που εμπεριέχουν στοιχεία κατάχρησης που δικαιολογούν την παραδοχή ότι κύριος σκοπός της προσφυγής στη δικαιοσύνη είναι η αποτροπή, ο περιορισμός ή η τιμωρία του δημοσιογράφου ή εν γένει του ομιλούντος. Ένδειξη της εν λόγω κατάχρησης αποτελούν η άγρα δικαστηρίου3, ο δυσανάλογος, υπερβολικός ή παράλογος χαρακτήρας της αξίωσης, η ύπαρξη πολλαπλών αξιώσεων που προβάλλει ο ενάγων σε σχέση με παρόμοιες υποθέσεις, ο εκφοβισμός, η παρενόχληση ή η διατύπωση απειλών από την πλευρά του ενάγοντος ή των εκπροσώπων του πριν από την κίνηση προδήλως αβάσιμης ή καταχρηστικής δικαστικής διαδικασίας. Οι διαδικασίες αυτές συνιστούν κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και επιβαρύνουν άσκοπα τα δικαστήρια, δεδομένου ότι σκοπός τους δεν είναι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά η παρενόχληση και η φίμωση των εναγομένων. Ως αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών, η δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με θέμα δημόσιου συμφέροντος μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτραπεί εντελώς.
Οι αγωγικοί ισχυρισμοί στις SLAPPs συνήθως σχετίζονται με τη δυσφήμιση, ωστόσο αφορούν και παραβιάσεις άλλων κανόνων ή δικαιωμάτων (π.χ. της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων ή της ιδιωτικής ζωής). Συνδυάζονται συχνά με αγωγές αποζημίωσης από αδικοπραξία ή ενίοτε με ασφαλιστικά μέτρα (με τα οποία εμποδίζεται ή τουλάχιστον καθυστερεί η δημοσιοποίηση).
II) Δικονομικές Εγγυήσεις της Πρότασης Οδηγίας
Στόχος της εκδοθησόμενης Οδηγίας, η οποία θα εφαρμόζεται σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσης με διασυνοριακό χαρακτήρα, είναι η παροχή προστασίας σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο, ασκώντας το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως είναι οι δημοσιογράφοι, οι ακτιβιστές, οι ακαδημαϊκοί, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έναντι δικαστικών διαδικασιών οι οποίες κινούνται εναντίον τους με στόχο να τους αποτρέψουν από την εν λόγω δραστηριότητά τους.
Η Πρόταση της Οδηγίας δίνει διάφορα δικονομικά όπλα στον εναγόμενο της αγωγής SLAPP. Στόχος της εκδοθησόμενης ευρωπαϊκής οδηγίας θα είναι η θέσπιση δικονομικών κανόνων, που θα καθιστούν δυσχερή την επικράτηση του ισχυρού ενάγοντος έναντι στον εναγόμενο εκπρόσωπο του τύπου. Έτσι, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η ύπαρξη SLAPP στην εκδικαζόμενη υπόθεση και εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον εναγόμενο, ενεργοποιούνται δικονομικοί κανόνες, που οδηγούν σε αντιστροφή του βάρους απόδειξης, σε πρόωρη απόρριψη τέτοιου είδους αγωγών, καθώς και ενδεχομένως, στην επιβάρυνση του ενάγοντος αποκλειστικώς με τη δικαστική δαπάνη, ή ακόμη και στην επιβολή προστίμων και καταδίκη σε καταβολή αποζημίωσης ή/και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Πρότασης, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλλει, ως προληπτικό μέτρο, αίτημα για παροχή εγγυοδοσίας με την οποία θα καλύπτονται τα δικαστικά έξοδα ή/και η αποζημίωση, ακόμα και στην περίπτωση που το δικαστήριο θεωρήσει ότι η αγωγή δεν είναι προδήλως αβάσιμη, αλλά υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν κατάχρηση και είναι λίγες οι προοπτικές ευδοκίμησης της κύριας αγωγής. Έτσι, διασφαλίζεται η εκτέλεση της οριστικής απόφασης με την οποία θα διαπιστωθεί κατάχρηση της διαδικασίας και θα οδηγήσει στην ήττα του ενάγοντος.
Ειδικά για τις προδήλως αβάσιμες αγωγές, στο Κεφάλαιο ΙΙΙ υπό τον τίτλο «Απόρριψη σε πρώιμο στάδιο προδήλως αβάσιμης δικαστικής διαδικασίας» και άρθρ. 9-13, η Πρόταση προβλέπει ότι, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλλει αίτηση για απόρριψη της αγωγής σε πρώιμο στάδιο, η οποία επιφέρει αντιστροφή του βάρους απόδειξης, το οποίο επιρρίπτεται στον ενάγοντα. Ο ενάγων, προκειμένου να εκδικασθεί η αγωγή του, πρέπει, στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας, να αποδείξει ότι η αγωγή του δεν είναι προδήλως αβάσιμη. Αυτό, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση της Πρότασης, δεν συνιστά περιορισμό της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ενάγων φέρει έτσι και αλλιώς το βάρος της απόδειξης στο πλαίσιο της κύριας δίκης και πρέπει μόνο να αποδείξει ότι η αγωγή του δεν είναι προδήλως αβάσιμη, προκειμένου να αποφευχθεί η απόρριψη αυτής σε πρώιμο στάδιο. Η έναρξη της ως άνω ταχείας διαδικασίας επιφέρει αναστολή της κύριας δίκης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της εν λόγω αίτησης που δεν υπόκειται πλέον σε ένδικα μέσα.4
Περαιτέρω, στο Κεφάλαιο IV υπό τον τίτλο «Μέσα έννομης προστασίας έναντι καταχρηστικών δικαστικών διαδικασιών», η Πρόταση παρέχει τη δυνατότητα καταδίκης του ενάγοντος στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, καθώς και στην καταβολή αποζημίωσης της ζημίας του εναγομένου, ενώ προβλέπει τη δυνατότητα εθνικής πρόβλεψης περί επιβολής κυρώσεων εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων.
Τέλος, στο Κεφάλαιο V της Πρότασης υπό τον τίτλο «Προστασία έναντι δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε τρίτες χώρες», προβλέπεται ένα νέο ειδικό κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι των SLAPPs, οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας έναντι καταχρηστικών δικαστικών διαδικασιών οι οποίες κινούνται ενώπιον δικαστηρίου τρίτης χώρας. Το εν λόγω ειδικό κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας παρέχει τη δυνατότητα στους στόχους που έχουν την κατοικία τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ζητήσουν από τα δικαστήρια της κατοικίας τους αποζημίωση για ζημίες και έξοδα που προέκυψαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου τρίτης χώρας. Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί σε τρίτη χώρα.5
ΙII. H Σύσταση της ΕΕ
Στη Σύσταση της ΕΕ τα κράτη μέλη καλούνται να επανεξετάσουν την κατάσταση σε εθνικό επίπεδο, ώστε να διασφαλίσουν ότι, τα ισχύοντα νομικά τους πλαίσια προβλέπουν τις αναγκαίες εγγυήσεις για την αντιμετώπιση των αγωγών SLAPP. Η Σύσταση στοχεύει δηλαδή στην γενική αναμόρφωση του δικαίου δυσφήμησης στα κράτη μέλη ώστε να μην ευνοείται η άσκηση τέτοιου είδους αγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, συνιστάται στα κράτη μέλη να καταργήσουν τις ποινές φυλάκισης για υποθέσεις δυσφήμισης, καθώς και να προκρίνουν τη χρήση του διοικητικού ή του αστικού δικαίου αντί του ποινικού για τον χειρισμό υποθέσεων αυτού του είδους, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες διατάξεις έχουν λιγότερο τιμωρητικό χαρακτήρα και ότι οι διοικητικοί κανόνες αποκλείουν κάθε μορφή κράτησης.
Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται επίσης να συμπεριλάβουν στην εθνική τους νομοθεσία εγγυήσεις για τις εγχώριες υποθέσεις, παρόμοιες με εκείνες που περιλαμβάνονται σε νομικές πράξεις της Ένωσης για την αντιμετώπιση προδήλως αβάσιμων ή καταχρηστικών διαδικασιών σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, ήτοι την απόρριψη σε πρώιμο στάδιο της αγωγής, την καταβολή εγγυοδοσίας εκ μέρους του ενάγοντος, την επιβάρυνση του ενάγοντος αποκλειστικώς με τη δικαστική δαπάνη, ή ακόμη και την καταδίκη σε καταβολή αποζημίωσης, καθώς και την επιβολή κυρώσεων.
Τέλος, η Σύσταση τονίζει την ανάγκη κατάρτισης των επαγγελματιών του νομικού κλάδου και των δυνητικών στόχων, ώστε να βελτιωθούν οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αγωγών SLAPP, την ανάγκη ευαισθητοποίησης, προκειμένου οι δημοσιογράφοι και οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μπορούν να αναγνωρίζουν ότι έχει ασκηθεί εναντίον τους καταχρηστική αγωγή, ανάπτυξης μηχανισμών στήριξης των θυμάτων μιας τέτοιας αγωγής (λ.χ. με παροχή οικονομικής ενίσχυσης ή νομικής συνδρομής), καθώς και συστηματικότερης παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων.
IV. Ενσωμάτωση των προτεινόμενων μέτρων στο ελληνικό δίκαιο
Ο στόχος των προτεινόμενων νομοθετικών και μη νομοθετικών μέτρων, να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην άσκηση των εν λόγω προσχηματικών αγωγών, μπορεί να επιτευχθεί με την υιοθέτηση τόσο της Σύστασης όσο και της Οδηγίας. Η ενσωμάτωση από τα κράτη μέλη μόνο της Οδηγίας, δίχως την ενσωμάτωση και υιοθέτηση των προτεινόμενων στη Σύσταση μέτρων δεν θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση των αγωγών SLAPP που δεν έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, οι οποίες είναι άλλωστε η πλειονότητα των περιπτώσεων σε πολλά κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Σε διαφορετική περίπτωση, οι εναγόμενοι σε εγχώριες υποθέσεις θα απολαμβάνουν λιγότερης προστασίας σε σχέση με αυτούς σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα. Η ενσωμάτωση των προτεινόμενων μέτρων της Σύστασης, παρόλο που δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, έχει ιδιαίτερη σημασία στα κράτη μέλη, όπως η Ελλάδα, όπου η καταχρηστική χρήση του δικαίου της δυσφήμησης με στόχο το πάγωμα του λόγου είναι σύνηθες φαινόμενο.
Η προσπάθεια για θέσπιση κοινών νομοθετικών κανόνων προς αντιμετώπιση των προσχηματικών αγωγών με στόχο το πάγωμα του λόγου, είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη ειδικά για τα κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, όπου οι δικαστές αρνούνται πεισματικά να συνδέσουν το δικαίωμα κριτικής και, γενικότερα, την ελευθερία της έκφρασης με την λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη χώρα μας. Και τούτο, υιοθετώντας μια περιπτωσιολογική προσέγγιση, χωρίς σταθερά κριτήρια, η οποία ευνοεί περισσότερο την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της προσωπικότητας από την ελευθεροτυπία, ακόμη και προκειμένου περί δημοσίων προσώπων.6 Δεδομένης της έλλειψης σαφών κριτηρίων και αρχών στις υποθέσεις δυσφήμησης, που καθιστούν επιτρεπτή την αιχμηρή κριτική, η νομοθέτηση ειδικά για τις αγωγές που ασκούνται από δημόσια πρόσωπα, θα δημιουργήσει την ασφάλεια δικαίου που χρειάζεται η ελευθερία του τύπου για την ανεμπόδιστη άσκησή της.
Η Σύσταση τονίζει το αυτονόητο: ότι οι εφαρμοστές του δικαίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές και τα κριτήρια που εφαρμόζει η νομολογία του ΕΔΔΑ για τη στάθμιση της ελευθερίας της έκφρασης με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Τα προτεινόμενα με τη Σύσταση μέτρα, όπως λ.χ. η αποποινικοποίηση της δυσφήμησης, μπορούν ευχερώς να ενσωματωθούν στο ελληνικό δίκαιο, τα περισσότερα μάλιστα θα έπρεπε να έχουν ήδη προβλεφθεί ενόψει της επανειλημμένης καταδίκης της Ελλάδας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδος, όπου αναφέρεται ότι «Το Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένως ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης σε υποθέσεις δυσφήμησης θα είναι συμβατή με την ελευθερία της έκφρασης όπως εγγυάται το άρθρο 10 της Σύμβασης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως όταν άλλα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν υποστεί σοβαρή ζημία, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση ρητορικής μίσους ή υποκίνησης βίας (…). Θεωρεί ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης - ένα κλασικό παράδειγμα κριτικής ενός προσώπου γνωστού στην τοπική κοινότητα στο πλαίσιο συζήτησης για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος - δεν αποτελούσαν καμία δικαιολογία για την επιβολή μιας ποινής φυλάκισης. Μια τέτοια κύρωση, από τη φύση της, θα έχει αναπόφευκτα ένα ψυχρό αποτέλεσμα στη δημόσια συζήτηση, και η αντίληψη ότι η ποινή του προσφεύγοντος πράγματι ανεστάλη δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό, ιδίως δεδομένου ότι η ίδια η καταδικαστική απόφαση δεν είχε διαγραφεί».7
Οι λοιποί προβληματισμοί που γεννώνται, όσον αφορά στον τρόπο ενσωμάτωσης στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο των προβλεπόμενων στην Πρόταση Οδηγίας της ΕΕ νομοθετικών μέτρων, θα επιλυθούν κατά την μεταφορά της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο. Τότε θα τεθεί και το ζήτημα, εάν υφίσταται ανάγκη θέσπισης της ταχείας διαδικασίας που εισάγει η προβλεπόμενη στην Πρόταση αίτηση SLAPP για πρώιμη απόρριψη της ένδικης αγωγής, πολλώ δε μάλλον ενόψει της ήδη προβλεπόμενης στον ΚΠολΔ ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, στόχος της οποίας είναι η ταχεία εκδίκαση αυτών. Επίσης, θα κριθεί η ανάγκη ενσωμάτωσης των λοιπών προτεινόμενων νομοθετικών μέτρων, ενόψει της αδρανούς μεν αλλά ήδη υπάρχουσας στον ΚΠολΔ πρόβλεψης περί δυνατότητας επιβολής των δικαστικών εξόδων (με την έκδοση της οριστικής απόφασης) ακόμη και εις βάρος του νικήσαντος ενάγοντος, αν ο τελευταίος δεν τήρησε το καθήκον αληθείας ή είναι υπαίτιος άλλων καταχρηστικών δικονομικών συμπεριφορών (άρθ. 185 ΚΠολΔ), καθώς και περί δυνατότητας επιβολής με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου χρηματικής ποινής τάξης στον στρεψόδικο διάδικο, που άσκησε προφανώς αβάσιμο ένδικο βοήθημα ή μέσο, ή διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικώς ή δεν τήρησε τους κανόνες των χρηστών ηθών κλ.π. (άρθ. 205 ΚΠολΔ).
*Χριστίνα Αντ. Βρεττού, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος, Member of the Expert Group against SLAPP
- 1. SWD(2022) 117 final
- 2. ΣΥΣΤΑΣΗ (ΕΕ) 2022/758 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 27ης Απριλίου 2022 σχετικά με την προστασία των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού»)
- 3. Συχνά, στις εν λόγω υποθέσεις αποκαλείται και ως Slapp tourism.
- 4. Για τους προβληματισμούς που τίθενται όσον αφορά στην ενσωμάτωση στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο των ως άνω διατάξεων περί πρώιμης απόρριψης της αγωγής SLAPP, βλ. Βρεττού Χ., Η Πρόταση Οδηγίας και η Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιμετώπιση των SLAPPs, σε SyntagmaWatch.gr
- 5. Ομοίως στις ΗΠΑ η Speech Act ή SECURING THE PROTECTION OF OUR ENDURING AND ESTABLISHED CONSTITUTIONAL HERITAGE ACT, PUBLIC LAW 111–223—AUG. 10, 2010
- 6. Βλ. αναλυτικά σε Χρ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, 2014, σελ. 92
- 7. Παρ. 61. Προς την ίδια κατεύθυνση όσον αφορά στην ποινή φυλάκισης βλ. ΕΔΔΑ, Παρασκευόπουλος κατά Ελλάδας, 28.6.2018, παρ. 42, Κατράμη κατά Ελλάδας, παρ. 39. Στην ίδια απόφαση, ΕΔΔΑ, Μπαλάσκας κατά Ελλάδας, 5.11.2020, παρ. 63, το ΕΔΔΑ σημειώνει «το Δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης σε έναν αριθμό υποθέσεων κατά της Ελλάδας λόγω της μη εφαρμογής των προτύπων από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τα πρότυπα της νομολογίας του σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης, όταν σταθμίζεται σε σχέση με την προστασία της φήμης κάποιου», με ευθεία παραπομπή στις αποφάσεις του με τις οποίες καταδικάσθηκε η Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.