logo-print

Προστασία της υγείας και της ασφάλειας αστυνομικών σε μονάδες επέμβασης κατά την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων Σένγκεν στο πλαίσιο της μεταναστευτικής κρίσης

Δικαστήριο ΕΕ: Με εξαίρεση έκτακτα συμβάντα, οι υπηρεσίες ετοιμότητας που εκτελούνται από ομάδες τέτοιων αστυνομικών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας

05/05/2020

06/05/2020

Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR
Το μέτρο απόδειξης στην πιθανολόγηση ΕΠολΔ 30

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 30-04-2020 απόφασή του, το Δέκατο Τμήμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφαίνεται ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ για την οργάνωση του χρόνου της εργασίας εφαρμόζεται σε αστυνομικούς της Δύναμης Ταχείας Επέμβασης της Αστυνομίας στην Ουγγαρία οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων του Χώρου του Σένγκεν στο πλαίσιο της μεταναστευτικής κρίσης. 

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το ΔΕΕ, με εξαίρεση έκτακτα συμβάντα, οι υπηρεσίες ετοιμότητας που εκτελούνται από ομάδες τέτοιων αστυνομικών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας. 

Ιστορικό της υπόθεσης

Ο UO είναι αστυνομικός στην Készenléti Rendőrség (Δύναμη Ταχεία Επέμβασης της Αστυνομίας, Ουγγαρία). 

Την 1η Ιανουαρίου 2011 ο UO εντάχθηκε στο προσωπικό των μονάδων επέμβασης. Οι μονάδες επέμβασης υπάγονται στο γενικό αστυνομικό σώμα αλλά αποτελούν ειδικό όργανο το οποίο έχει ιδιαίτερες εξουσίες και αναλαμβάνει έκτακτες αποστολές σε ολόκληρη την ουγγρική επικράτεια. Οι μονάδες επέμβασης συμμετέχουν, πιο συγκεκριμένα, στην εκπλήρωση αποστολών που απαιτούν άμεση επέμβαση, η οποία δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί, και οργάνωση σε περιπόλους. Ο UO τοποθετήθηκε, ως μέλος του προσωπικού των μονάδων επέμβασης, σε ομάδα επέμβασης στα σύνορα του Miskolc (Ουγγαρία).

Από τον Ιούλιο του 2015 έως τον Απρίλιο του 2017 ο UO βρισκόταν σε υπηρεσία επιφυλακής ως μέλος ομάδας περιπολίας. Κατά την περίοδο εκείνη, οι υπηρεσίες στα σύνορα δεν παρέχονταν στον τόπο διορισμού του στο Miskolc, αλλά στο νότιο τμήμα των συνόρων, στην κομητεία του Csongrád (Ουγγαρία).

Στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, ο εργοδότης του UO έδωσε διαταγή, προς εκπλήρωση της αποστολής φύλαξης των συνόρων, για εκτέλεση, αφενός, υπηρεσιών επιφυλακής και, αφετέρου, υπηρεσιών ετοιμότητας εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται αμφότερες στο πλαίσιο ομάδων περιπολίας.

Κατά την άποψη του εργοδότη, το χρονικό διάστημα παροχής των υπηρεσιών ετοιμότητας συνιστούσε χρόνο ανάπαυσης. Ο UO θεωρεί, αντιθέτως, ότι κατά τη διάρκεια της χρονικής αυτής περιόδου παρείχε, στην πραγματικότητα, υπηρεσίες επιφυλακής εκτός του κανονικού ημερήσιου ωραρίου του και ότι πρόκειται για «χρόνο εργασίας», για τον οποίο δεν έπρεπε να λάβει επίδομα ετοιμότητας, αλλά αποζημίωση επιφυλακής.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 364, παράγραφος 1, σημείο 5, του νόμου σχετικά με το καθεστώς του προσωπικού των οργάνων διατήρησης της τάξης, ο νόμος αυτός έχει ως σκοπό να θέσει σε εφαρμογή την οδηγία 2003/88/ΕΚ αλλά δεν ορίζει ούτε την έννοια «χρόνος εργασίας» ούτε την έννοια «χρόνος ανάπαυσης» και, αφετέρου, ότι ο UO στηρίζεται στην ως άνω οδηγία προς θεμελίωση των αξιώσεών του.

Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η εν λόγω οδηγία και, ειδικότερα, οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, σημεία 1 και 2, μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση του UO, μέλους των μονάδων επέμβασης, δεδομένου ότι η επίμαχη δραστηριότητα είναι διαφορετική από τις δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, πιο συγκεκριμένα, να διευκρινιστεί αν το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88/ΕΚ ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ [οδηγία σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία]. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, διερωτάται περαιτέρω αν η δραστηριότητα του μέλους των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας εμφανίζει ιδιαιτερότητες που είναι εγγενείς σε ορισμένες ειδικές δραστηριότητες του δημόσιου τομέα, οι οποίες αποκλείουν κατηγορηματικώς την εφαρμογή της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ και του άρθρου 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση είναι καταφατική. Επισημαίνει συναφώς ότι οι μονάδες επέμβασης είναι ειδικό όργανο των αστυνομικών δυνάμεων, το οποίο αναλαμβάνει ιδιαίτερες αστυνομικές αποστολές όπως ορίζονται από τον νόμο, εξυπακουομένου ότι, εν προκειμένω, ο UO όφειλε να εκπληρώνει και γενικά αστυνομικά καθήκοντα. Προσθέτει δε ότι ο UO αποτελεί μέλος του προσωπικού των ειδικών αυτών δυνάμεων και ότι, στο πλαίσιο αυτό, ασκούσε και ο ίδιος ειδική αστυνομική δραστηριότητα του δημόσιου τομέα, οπότε οι ορισμοί του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ δεν θα έπρεπε να τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή του.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Miskolci Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Miskolc, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ζητήσει, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί από το Δικαστήριο αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή στα μέλη των οργάνων της τάξης που επιτηρούν τα εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους σε περίπτωση εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στα εν λόγω σύνορα.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφαίνεται, καταρχάς, ότι ορισμένες ειδικές δραστηριότητες του δημόσιου τομέα δεν προσφέρονται, ως εκ της φύσεώς τους, για προγραμματισμό του χρόνου εργασίας και είναι δυνατόν, στο βαθμό που η αδιάλειπτη άσκηση αυτών είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική εκπλήρωση των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους, να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. 

Εντούτοις, αυτή η απαίτηση αδιάλειπτης άσκησης πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης φύσης της εξεταζόμενης δραστηριότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, πρώτον, ότι ορισμένες ιδιαίτερες δραστηριότητες του δημόσιου τομέα εμφανίζουν, ακόμη και όταν ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, τόσο ειδικά χαρακτηριστικά ώστε η ίδια η φύση τους να αποκλείει κατηγορηματικώς τη δυνατότητα να προγραμματίζεται ο χρόνος εργασίας με τέτοιον τρόπο ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλει η οδηγία 2003/88/ΕΚ.

Όσον αφορά την υπόθεση εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει, εντούτοις, ότι δεν προκύπτει ότι τα καθήκοντα επιτήρησης τα οποία ασκούν οι μονάδες επέμβασης της αστυνομίας εμφανίζουν τόσο ειδικά χαρακτηριστικά. Δεν αποδείχθηκε δηλαδή ότι η υποχρέωση χορήγησης, ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε μέλος των μονάδων επέμβασης, του δικαιώματος σε ώρες ή ημέρες ανάπαυσης μετά τη συμπλήρωση ενός ορισμένου αριθμού ωρών ή ημερών εργασίας θίγει μια βασική πτυχή των καθηκόντων που καλείται να εκτελέσει υπό κανονικές συνθήκες ο εργαζόμενος αυτός, υπό την έννοια ότι πρόκειται για καθήκοντα τα οποία, λόγω των εγγενών ιδιαιτεροτήτων τους, πρέπει οπωσδήποτε να εκπληρώνονται αδιαλείπτως και αποκλειστικώς από τον συγκεκριμένο εργαζόμενο. Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως ότι οι εν λόγω αποστολές επιτήρησης, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, μπορούν να εκτελεστούν σε αδιάλειπτη βάση και αποκλειστικά από τον συγκεκριμένο εργαζόμενο.  

Το Δικαστήριο, υπενθυμίζει, δεύτερον ότι μολονότι η απαίτηση αδιάλειπτης λειτουργίας των υπηρεσιών στους τομείς της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξης δεν παρεμποδίζει, καταρχήν, όταν οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, τη δυνατότητα οργάνωσης των δραστηριοτήτων των σχετικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων και των ωραρίων εργασίας των εργαζομένων τους, οι υπηρεσίες αυτές εντούτοις δεν εμπίπτουν στο πεδίο της εφαρμογής οδηγίας 2003/88/ΕΚ υπό περιστάσεις εξαιρετικής σοβαρότητας και σημασίας.

Συναφώς, το Δικαστήριο αναφέρει ότι σε αυτά τα έκτακτα συμβάντα, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές, οι σοβαρές επιθέσεις ή τα ατυχήματα, των οποίων η βαρύτητα και η έκταση επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Τέτοιες περιπτώσεις δικαιολογούν την αναγνώριση απόλυτης προτεραιότητας στον σκοπό της προστασίας του πληθυσμού, έναντι της τήρησης των διατάξεων της τελευταίας αυτής οδηγίας, οι οποίες μπορούν προσωρινά να τεθούν εκποδών στο πλαίσιο της λειτουργίας των εν λόγω υπηρεσιών.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον τα καθήκοντα του UO στη διάρκεια της επίδικης περιόδου εκπληρώνονταν υπό τόσο εξαιρετικές περιστάσεις που η βαρύτητα και η έκτασή τους δικαιολογούσαν την μη εφαρμογή της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να κρίνει αν η εισροή υπηκόων τρίτων χωρών στα εξωτερικά σύνορα της Ουγγαρίας είχε ως αποτέλεσμα η επιτήρηση των συνόρων αυτών, καθ’ όλη της διάρκεια της επίδικης περιόδου, να μην πραγματοποιείται υπό κανονικές συνθήκες, σύμφωνα με την αποστολή που έχει ανατεθεί στις μονάδες επέμβασης της αστυνομίας. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν δυνατόν, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της κλίμακας των σχετικών περιστατικών, να οργανωθεί η επίμαχη υπηρεσία με τέτοιον τρόπο ώστε κάθε μέλος αυτών των μονάδων επέμβασης να έχει χρόνο ανάπαυσης ο οποίος να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που θέτει η οδηγία 2003/88/ΕΚ. Έτσι, ως προς το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να κρίνει αν ήταν αδύνατον να προβλεφθεί, τουλάχιστον από κάποιο χρονικό σημείο της επίδικης περιόδου και έπειτα, ένας μηχανισμός εναλλαγής του προσωπικού ο οποίος να διασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο χρόνο ανάπαυσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας.

Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν η εν λόγω οδηγία μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναφορικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας του εργαζόμενου εν προκειμένω, το ζήτημα της ύπαρξης δικαιώματος σε καταβολή συμπληρωματικής αμοιβής εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο θα το εξετάσει υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου.

Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ έχει εφαρμογή επί των μελών των οργάνων της τάξης που ασκούν καθήκοντα επιτήρησης στα εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους σε περίπτωση εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στα εν λόγω σύνορα, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων που ασκούν επιρροή συνάγεται ότι η αποστολή τους εκτελείται στο πλαίσιο έκτακτων συμβάντων, των οποίων η βαρύτητα και η κλίμακα επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της ως άνω οδηγίας, ζήτημα το οποίο πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Η υποστήριξή της κατηγορίας υπό το πρίσμα του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΥΔΕΛΗ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σύχρονα και κρίσιμα θέματα της συνταγματικής νομολογίας του ελεγκτικού συνεδρίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ