Παράνομη απόρριψη έφεσης λόγω μη νομότυπης κλήτευσης (ΑΠ 189/2024)
Σύντμηση προθεσμίας εμφάνισης στο ακροατήριο – Από την επίδοση της κλήσης έως τη δικάσιμο μεσολάβησαν μόλις επτά ημέρες
Παράνομη κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο η απόρριψη έφεσης, λόγω μη νομότυπης κλήτευσης της κατηγορουμένης στο ακροατήριο (ΑΠ 189/2024).
Το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε πως, ενώ έλαβε χώρα σύντμηση της προθεσμίας εμφάνισης της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, για εξαιρετικούς λόγους, εντούτοις από την επίδοση της κλήσης έως την ορισθείσα δικάσιμο μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο των οχτώ ημερών.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 169 παρ. 1 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης των κατηγορουμένων, των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο σε οκτώ κατ' ανώτατο όριο ημέρες, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής στην ημεδαπή.
Εν προκειμένω, όμως, σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μη συννόμως απέρριψε την έφεση της κατηγορουμένης, δεδομένου ότι, αν και σημειώθηκε στο εξώφυλλο της σχετικής δικογραφίας Πράξη του Εισαγγελέα Εφετών ότι συντρέχει εξαιρετικός λόγος για τη γενόμενη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως κατά οκτώ ημέρες και η αναφορά στο άρθρο 169 παρ.1 ΚΠΔ, εν τούτοις, από την επίδοση της σχετικής κλήσης μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο των οκτώ ημερών και δη επτά ημέρες.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε πως το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, ενώ όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω της μη νομότυπης κλήτευσης της κατηγορουμένης, υπέπεσε στην πλημμέλεια της παράνομης απόρριψης της έφεσης ως ανυποστήρικτης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ).
Απόσπασμα απόφασης
Πλην, όμως, κρίνοντας ως ανωτέρω το Δικαστήριο, μη συννόμως απέρριψε την έφεση της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, δεδομένου ότι, αν και σημειώθηκε στο εξώφυλλο της σχετικής δικογραφίας Πράξη του Εισαγγελέα Εφετών ότι συντρέχει εξαιρετικός λόγος για τη γενόμενη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως κατά οκτώ ημέρες και η αναφορά στο άρθρο 169 παρ.1 ΚΠΔ, εν τούτοις, η επίδοση της κλήσης έλαβε χώρα δια θυροκολλήσεως την ... 2023 δυνάμει της οποίας καλούνταν αυτή να εμφανισθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς προς υποστήριξη της έφεσης της την ... 2023, δηλαδή από την επίδοση της σχετικής κλήσης μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο των οκτώ ημερών και δη επτά (7) ημέρες. Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς ως Δικαστήριο της ουσίας, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, ενώ όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω της μη νομότυπης κλήτευσης της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας, υπέπεσε στην πλημμέλεια της παράνομης απόρριψης της έφεσης ως ανυποστήρικτης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ), όπως βάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής. Σύμφωνα με τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο του εγκλήματος εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 368 περ. β και 511 εδ. γ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ. Όταν όμως, η απόφαση που αναιρείται απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη (και για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως ανυποστήρικτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση), τότε ο Άρειος Πάγος δεν παύει οριστικώς την ποινική δίωξη, παρότι παρήλθε οκταετία από την τέλεση της πράξεως (όπως εν προκειμένω που φέρεται τελεσθείσα στις ...2015), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, προκειμένου εκείνο, στην περίπτωση που κρίνει την έφεση ως εμπρόθεσμη και παραδεκτώς ασκηθείσα, οπότε η πρωτόδικη απόφαση δεν κατέστη αμετάκλητη και μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον συμπληρώθηκε ο πιο πάνω χρόνος παραγραφής και το αξιόποινο εξαλείφθηκε (ΑΠ 476/2021, ΑΠ 917/2019, ΑΠ 325/2011). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, για την προαναφερόμενη αναιρετική πλημμέλεια της παράνομης απόρριψης ως ανυποστήρικτης έφεσης να αναιρεθεί η με αριθμό ...2023 προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr.