Πρόστιμο σε διάδοχο εργοδότη για την άρνησή του να απασχολεί εργαζόμενη που είχε μόλις επιστρέψει από άδεια μητρότητας
Δεν τηρήθηκαν οι προβλέψεις του νόµου που αφορούν στην προστασία της θέσης εργασίας µετά από την επιστροφή από την άδεια µητρότητας και των δικαιωµάτων των εργαζόµενων σε περίπτωση µεταβίβασης επιχείρησης
Εργαζόµενη επί δεκαεπτά έτη, ως βοηθός φαρµακείου, όταν επέστρεψε στην εργασία της, µετά από τη λήξη της άδειας µητρότητας, ενηµερώθηκε από τον διάδοχο ιδιοκτήτη ότι έχει γίνει αµοιβαία µετάθεση των φαρµακείων του ιδίου και συγγενικού του προσώπου και ότι, πλέον, το φαρµακείο όπου η προσφεύγουσα εργαζόταν θα συνεχίσει να λειτουργεί σε άλλο νοµό - οι δύο νοµοί απείχαν πολύ µεταξύ τους - όπου και της προτάθηκε να συνεχίσει να εργάζεται.
Ο µεταβιβάζων και ο διάδοχος εργοδότης συνδέονταν µε πρώτου βαθµού συγγένεια, καθώς και ότι ο διάδοχος εργοδότης εργαζόταν περιοδικά στο φαρµακείο του µεταβιβάζοντος, µαζί µε την προσφεύγουσα, πριν αυτό του µεταβιβαστεί τελικά.
Η εργαζόµενη υπέβαλε αναφορά στον Συνήγορο του Πολίτη και καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΣΕΠΕ). Επίσης, ενηµέρωσε µε εξώδικο τη διάδοχο επιχείρηση ότι προσφέρεται να παρέχει την εργασία της στο ίδιο φαρµακείο που την παρείχε επί δεκαεπτά έτη και το οποίο συνέχιζε κανονικά να λειτουργεί.
Κατά τη συνάντηση που πραγµατοποιήθηκε στα γραφεία του ΣΕΠΕ, η πλευρά της επιχείρησης κάλεσε την προσφεύγουσα να παρέχει την εργασία της στη νέα έδρα του φαρµακείου –στον άλλο νοµό. Υποστήριξε ότι πρόκειται για διαφορετικές επιχειρήσεις, και ότι δεν συντρέχει µεταβίβαση ή διαδοχή.
Ακόµη, υποστήριξε ότι η εργαζόµενη ενηµερώθηκε τηλεφωνικά για την αµοιβαία µετάθεση των φαρµακείων, πριν από την λήξη της άδειάς της.
Ο επιθεωρητής εργασίας επισήµανε ότι η σύµβαση εργασίας της προσφεύγουσας δεν έχει τροποποιηθεί ή καταγγελθεί και αναφέρθηκε στις προβλέψεις του νόµου για την προστασία των δικαιωµάτων των εργαζόµενων, στην περίπτωση κατά την οποία µια επιχείρηση µεταβιβάζεται.
Ο Συνήγορος ενηµέρωσε γραπτώς τον διάδοχο εργοδότη του φαρµακείου όπου εργαζόταν η προσφεύγουσα, σχετικά µε τις προβλέψεις του νόµου σε περίπτωση µεταβίβασης επιχείρησης, ώστε να γνωρίζει ότι όλα τα υφιστάµενα δικαιώµατα και οι υποχρεώσεις µεταβιβάζονται στον διάδοχο και ότι ο µεταβιβάζων και ο διάδοχος υποχρεούνται να ενηµερώνουν τους εργαζόµενους που θίγονται από τη µεταβίβαση, πριν αυτή να πραγµατοποιηθεί.
Επίσης, τον ενηµέρωσε σχετικά µε την πρόβλεψη περί επιστροφής στην ίδια ή σε ισοδύναµη θέση εργασίας, µετά από τη λήξη της άδειας µητρότητας. Του επισήµανε δε ότι στην ατοµική σύµβαση εργασίας της προσφεύγουσας αναφέρεται ως τόπος παροχής της εργασίας της η έδρα του φαρµακείου όπου εκείνη εργαζόταν επί δεκαεπτά έτη και ότι ο ουσιώδης αυτός όρος της σύµβασης δεν έχει αλλάξει. Ακόµη, ότι από τα στοιχεία της υπόθεσης δεν προκύπτει πως η εργαζόµενη ενηµερώθηκε για την αλλαγή της έδρας της επιχείρησης, πριν να πραγµατοποιηθεί η µεταβίβαση.
Περαιτέρω, του επισηµάνθηκε ότι το φαρµακείο συνεχίζει τη λειτουργία του, στις ίδιες εγκαταστάσεις και µε το ίδιο πελατολόγιο, στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της κρίσης ότι διατηρείται η ταυτότητα της επιχείρησης και, σε συνδυασµό και µε άλλα στοιχεία της υπόθεσης (πχ. έγγραφο του Υπουργείου Υγείας που αναφέρεται στην αµοιβαία µετάθεση των δύο φαρµακείων και τη συνέχιση της λειτουργίας του φαρµακείου όπου εργαζόταν η προσφεύγουσα – και όχι στην ίδρυση νέου φαρµακείου), ότι πρόκειται για µεταβίβαση της επιχείρησης.
Τέλος, ο Συνήγορος κάλεσε τον διάδοχο εργοδότη να συνεχίσει να απασχολεί την εργαζόµενη και τον ενηµέρωσε ότι προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων στις περιπτώσεις αυτές. Ο εργοδότης απάντησε χωρίς να τοποθετηθεί αναλυτικά ως προς την αµοιβαία µετάθεση των φαρµακείων, υποστηρίζοντας ότι το φαρµακείο όπου εργαζόταν η προσφεύγουσα έχει µεταφερθεί σε άλλο νοµό, όπου και µπορεί να εργαστεί, ότι αυτό που λειτουργεί είναι «νεοϊδρυθέν» και ότι δεν πρόκειται για µεταβίβαση επιχείρησης.
Ο Συνήγορος του Πολίτη κατέληξε στο συµπέρασµα ότι δεν τηρήθηκαν οι προβλέψεις του νόµου που αφορούν στην προστασία της θέσης εργασίας µετά από την επιστροφή από την άδεια µητρότητας και στην προστασία των δικαιωµάτων των εργαζόµενων σε περίπτωση µεταβίβασης της επιχείρησης.
∆εδοµένου ότι ο διάδοχος εργοδότης εξακολουθούσε να µην δέχεται τις προσφερόµενες υπηρεσίες της προσφεύγουσας, ο Συνήγορος εισηγήθηκε την επιβολή διοικητικής κύρωσης και η κύρωση επιβλήθηκε από το ΣΕΠΕ.