logo-print

Sampling: Απόφαση «σταθμός» του Δικαστηρίου της ΕΕ για τη μουσική βιομηχανία

Πότε συνιστά το sampling προσβολή των δικαιωμάτων του παραγωγού και πότε μπορεί να γίνει χωρίς την άδειά του;

29/07/2019

12/09/2019

Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας
Δίκαιο σημάτων Ερμηνεία Ν. 4679/2020 περί σημάτων

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΟΚΑΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Με μία απόφαση που ενδέχεται να έχει σημαντική επίδραση στον καλλιτεχνικό κόσμο και τη μουσική βιομηχανία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι το sampling μπορεί να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του παραγωγού φωνογραφήματος σε περίπτωση που γίνεται χωρίς την άδειά του.

Ωστόσο, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η χρήση ενός τροποποιημένου και μη αναγνωρίσιμου κατά την ακρόαση sample που έχει ληφθεί από φωνογράφημα δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, ακόμη και χωρίς άδεια.

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, αν γινόταν δεκτό ότι τέτοια χρήση ηχητικού sample αποτελεί αναπαραγωγή υποκείμενη σε άδεια του παραγωγού του φωνογραφήματος, αυτό θα ήταν αντίθετο στην επιταγή της εξασφάλισης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και, αφετέρου, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, όπως, παραδείγματος χάρη, της ελευθερίας των τεχνών, καθώς και του γενικού συμφέροντος.

Όπως είχε παρουσιάσει πριν μήνες το Lawspot, η απόφαση έρχεται να δώσει απαντήσεις σε ένα ενδιαφέρον νομικό θέμα αλλά και, συγκεκριμένα, σε μία πολυετή νομική διαμάχη (σε εθνικό επίπεδο) ανάμεσα σε δύο μέλη του συγκροτήματος Kraftwerk και μία γερμανική εταιρεία παραγωγής μουσικής, της Pelham.

Λίγα λόγια για το sampling και τη νομική του αντιμετώπιση

Το sampling (δειγματοληψία) αποτελεί τεχνική με την οποία, χάρη στη βοήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού, μπορεί να απομονωθούν και να αντιγραφούν ελάχιστα αποσπάσματα (samples ή δείγματα, εξ ου και το όνομα της τεχνικής) φωνογραφημάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία μιας νέας σύνθεσης σε άλλο φωνογράφημα.

Αν και το sampling μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε είδος μουσικής, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη χιπ χοπ και τη ραπ μουσική, που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 στις λαϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες).

H μουσική αυτή πηγάζει από την πρακτική των DJs, οι οποίοι έκαναν πρόγραμμα τροποποιώντας και αναμειγνύοντας ήχους από μουσικά έργα σε δίσκους βινυλίου. Από την πρακτική αυτή προέκυπταν δικές τους πραγματικές παράγωγες συνθέσεις.

Παρά τη σημασία του ρόλου του σε αυτή τη νέα μουσική δημιουργία, το sampling συνιστά πραγματική νομική πρόκληση, ιδίως από τη στιγμή που το χιπ χοπ μεταφέρθηκε από τους δρόμους του Μπρόνξ στο mainstream (κυρίαρχο μουσικό ρεύμα) και έγινε πηγή σημαντικών εσόδων για τους δημιουργούς, τους εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς του.

Η δυσκολία όσον αφορά τη νομική εκτίμηση του φαινομένου αυτού απορρέει από το γεγονός ότι δεν πρόκειται εν προκειμένω για την κλασική στο δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας σχέση έργου προς έργο, αλλά για σχέση φωνογραφήματος, δηλαδή εμπορικού προϊόντος, προς έργο, δηλαδή καλλιτεχνική δημιουργία.

Χρησιμοποιώντας το sampling, ο καλλιτέχνης δεν εμπνέεται απλώς από τη δημιουργία τρίτων, αλλά οικειοποιείται επίσης τον καρπό της προσπάθειας και της εκδοτικής επένδυσης που αντιπροσωπεύουν τα αντίστοιχα φωνογραφήματα. Στο σχήμα αυτό, που είναι εντελώς νέο για το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, εμπλέκονται παράγοντες όπως, αφενός, τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και, αφετέρου, η δημιουργική ελευθερία των «samplers».

Η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που εισάγει την προβληματική του sampling στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί την κατάληξη μιας μακράς δικαστικής διαμάχης σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο της οποίας έχουν ήδη αποφανθεί δύο εκ των ανωτάτων γερμανικών δικαστηρίων.

Τώρα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να λάβει το λόγο σε αυτή την αντιπαράθεση μεταξύ της «μεταμοντέρνου τύπου» καλλιτεχνικής ελευθερίας και του «πατροπαράδοτου» του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Το μουσικό συγκρότημα Kraftwerk κυκλοφόρησε, το 1977, ένα φωνογράφημα που περιείχε το μουσικό κομμάτι με τίτλο Metall auf Metall. Οι M. Pelham και M. Haas είναι συνθέτες του τραγουδιού με τίτλο Nur mir, το οποίο κυκλοφόρησε σε φωνογραφήματα της εταιρίας Pelham το 1997. Τα μέλη του συγκροτήματος Kraftwerk, οι R. Hütter και F. Schneider-Esleben, υποστηρίζουν ότι η Pelham αντέγραψε, με την τεχνική του sampling1, περίπου δύο δευτερόλεπτα μιας ρυθμικής ακολουθίας του κομματιού Metall auf Metall και τα ενσωμάτωσε, σε συνεχή επανάληψη, στο τραγούδι Nur mir.

Θεωρώντας ότι προσβλήθηκε το συγγενικό δικαίωμα το οποίο έχουν ως παραγωγοί του επίμαχου φωνογραφήματος2, οι R. Hütter και F. Schneider-Esleben άσκησαν αγωγή ζητώντας, συγκεκριμένα, την άρση της προσβολής, την επιδίκαση αποζημίωσης και τόκων, και την παράδοση των φωνογραφημάτων που περιείχαν το τραγούδι Nur Mir, με σκοπό την καταστροφή τους.

Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), το οποίο έχει επιληφθεί της υπόθεσης ζητεί μεταξύ άλλων από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, κατ’ ουσίαν, αν η άνευ αδείας ενσωμάτωση σε φωνογράφημα, μέσω του sampling, ενός ηχητικού δείγματος (sample) που έχει ληφθεί από άλλο φωνογράφημα συνιστά, υπό το πρίσμα της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα (Οδηγία 2001/29/ΕΚ), καθώς και υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσβολή των δικαιωμάτων του παραγωγού του φωνογραφήματος από το οποίο έχει ληφθεί το εν λόγω sample.

Το γερμανικό δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς την ερμηνεία των προβλεπόμενων από το δίκαιο της Ένωσης εξαιρέσεων και περιορισμών στα δικαιώματα των δικαιούχων. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επ’ αυτού αν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης η γερμανική νομοθετική ρύθμιση η οποία επιτρέπει κατ’ αρχήν τη δημοσίευση και την εκμετάλλευση ανεξάρτητου έργου που έχει δημιουργηθεί με ελεύθερη χρήση προστατευόμενου έργου, χωρίς την άδεια των κατόχων των δικαιωμάτων επί του προστατευόμενου έργου. Επιπλέον, ζητεί να αποσαφηνιστεί αν το sampling μπορεί να εμπίπτει στην «εξαίρεση της παράθεσης αποσπασμάτων», η οποία απαλλάσσει τον χρήστη από την υποχρέωση να λάβει την άδεια του παραγωγού φωνογραφημάτων για τη χρήση του αντίστοιχου προστατευόμενου φωνογραφήματος.

Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι οι παραγωγοί φωνογραφημάτων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή, εν όλω ή εν μέρει, των φωνογραφημάτων τους. Κατά συνέπεια, η αναπαραγωγή από χρήστη ενός ηχητικού sample, έστω και πολύ μικρής διάρκειας, το οποίο έχει ληφθεί από φωνογράφημα συνιστά, κατ’ αρχήν, εν μέρει αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού, όπερ σημαίνει ότι καλύπτεται από το αποκλειστικό δικαίωμα που παρέχεται στον παραγωγό του φωνογραφήματος.

Εντούτοις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν πρόκειται για «αναπαραγωγή» όταν ο χρήστης, ασκώντας την καλλιτεχνική ελευθερία του, απομονώνει ένα ηχητικό sample από φωνογράφημα για να το ενσωματώσει, υπό μορφή τροποποιημένη και μη αναγνωρίσιμη κατά την ακρόαση, σε άλλο φωνογράφημα.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, αν γινόταν δεκτό ότι τέτοια χρήση ηχητικού sample αποτελεί αναπαραγωγή υποκείμενη σε άδεια του παραγωγού του φωνογραφήματος, τούτο θα αντέβαινε, ειδικότερα, στην επιταγή της εξασφάλισης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων για προστασία της διανοητικής τους ιδιοκτησίας, όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη, και, αφετέρου, της προστασίας των συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, όπως, παραδείγματος χάρη, της ελευθερίας των τεχνών η οποία επίσης κατοχυρώνεται στον Χάρτη, καθώς και του γενικού συμφέροντος.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει, εν συνεχεία, ότι ένας υλικός φορέας ο οποίος ενσωματώνει όλους τους ήχους ή σημαντικό μέρος των ήχων που έχουν εγγραφεί σε ένα φωνογράφημα συνιστά αντίγραφο επί του οποίου ισχύει το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής που αναγνωρίζεται στον παραγωγό του φωνογραφήματος.

Το Δικαστήριο προσθέτει ωστόσο ότι δεν αποτελεί τέτοιο αντίγραφο ο υλικός φορέας ο οποίος, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, ενσωματώνει απλώς μουσικά samples, ενδεχομένως τροποποιημένα, που έχουν ληφθεί από φωνογράφημα με σκοπό να δημιουργηθεί ένα νέο και ανεξάρτητο έργο.

Το Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει λάβει υπόψη τα συμφέροντα των παραγωγών και των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, καθώς και το γενικό συμφέρον, πράγμα το οποίο αντανακλάται στις εξαιρέσεις και στους περιορισμούς που έχουν προβλεφθεί, αναφορικά με τα δικαιώματα των δικαιούχων, στο δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, η παράθεση αυτών των εξαιρέσεων και περιορισμών είναι εξαντλητική, προκειμένου να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων.

Κατά συνέπεια, δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης η γερμανική νομοθετική ρύθμιση, η οποία παρά τον εξαντλητικό χαρακτήρα των ως άνω εξαιρέσεων και περιορισμών, θεσπίζει εξαίρεση ή περιορισμό που δεν προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, ορίζοντας ότι επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η δημοσίευση και η εκμετάλλευση ανεξάρτητου έργου το οποίο δημιουργήθηκε με ελεύθερη χρήση προστατευόμενου έργου, ακόμη και χωρίς την άδεια των κατόχων των δικαιωμάτων επί του προστατευόμενου έργου.

Όσον αφορά το ζήτημα της ευχέρειας που έχουν τα κράτη μέλη, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να προβλέπουν, σε σχέση με την παράθεση αποσπασμάτων προερχόμενων από προστατευόμενο έργο, εξαιρέσεις και περιορισμούς στα αποκλειστικά δικαιώματα των δικαιούχων για αναπαραγωγή των έργων τους και παρουσίασή τους στο κοινό, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η χρήση ηχητικού sample από άλλο φωνογράφημα, όταν είναι δυνατό να προσδιοριστεί το έργο από το οποίο αντλήθηκε το sample, μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να συνιστά παράθεση αποσπασμάτων, ιδίως εφόσον η χρήση αποσκοπεί στη διάδραση με το έργο αυτό.

Αντιθέτως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια παράθεση αποσπασμάτων η χρήση του sample σε περίπτωση που είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το επίμαχο έργο.

Τέλος, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, σε περίπτωση που η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, αυτά μπορούν, όταν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι η εφαρμογή αυτή δεν υπονομεύει το επίπεδο προστασίας το οποίο προβλέπει ο Χάρτης.

Πάντως, το ουσιαστικό περιεχόμενο του αποκλειστικού δικαιώματος του παραγωγού φωνογραφημάτων για αναπαραγωγή του φωνογραφήματός του αποτελεί αντικείμενο μέτρου πλήρους εναρμόνισης και, ως εκ τούτου, αποκλείεται το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εφαρμογής στον συγκεκριμένο τομέα.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA.

  • 1. Το sampling είναι μια τεχνική μέσω της οποίας απομονώνονται, με τη βοήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού, αποσπάσματα από ένα φωνογράφημα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία μιας νέας σύνθεσης σε άλλο φωνογράφημα.
  • 2. Οι παραγωγοί φωνογραφημάτων είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που χρηματοδοτούν τη δημιουργία φωνογραφημάτων.
Από τον πολιτικώς ενάγοντα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ποινικός Κώδικας Ι