logo-print

Δικαστήριο ΕΕ: Συνιστά το sampling παραβίαση του δικαιώματος του παραγωγού;

Στο Δικαστήριο της ΕΕ κρίνονται πολλά για το μέλλον της ραπ, της ηλεκτρονικής (και όχι μόνο) μουσικής

18/12/2018

19/01/2019

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σημαντικές εξελίξεις σε μία ιδαιτέρως ενδιαφέρουσα υπόθεση για όσους αγαπούν τη μουσική, την πνευματική ιδιοκτησία ή και τα δύο, σημειώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Συγκεκριμένα, δημοσιεύθηκαν οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Maciej Szpunar, στην υπόθεση δύο μελών του συγκροτήματος Kraftwerk κατά μίας γερμανικής εταιρείας παραγωγής μουσικής, της Pelham.

Με τις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας Szpunar προτείνει στο Δικαστήριο της ΕΕ να αποφανθεί ότι το sampling (δειγματοληψία) θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του παραγωγού φωνογραφήματος, όταν λαμβάνει χώρα χωρίς την άδειά του.

Οι προτάσεις, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές για το Δικαστήριο αλλά συχνά υιοθετούνται στις αποφάσεις του, ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση στον καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς το sampling αποτελεί μία ευρύτατα διαδομένη τεχνική, ειδικά σε συγκεκριμένα μουσικά είδη.

Λίγα λόγια για το sampling και τη νομική του αντιμετώπιση

Το sampling (δειγματοληψία) αποτελεί τεχνική με την οποία, χάρη στη βοήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού, μπορεί να απομονωθούν και να αντιγραφούν ελάχιστα αποσπάσματα (samples ή δείγματα, εξ ου και το όνομα της τεχνικής) φωνογραφημάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία μιας νέας σύνθεσης σε άλλο φωνογράφημα.

Αν και το sampling μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε είδος μουσικής, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη χιπ χοπ και τη ραπ μουσική, που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 στις λαϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες).

H μουσική αυτή πηγάζει από την πρακτική των DJs, οι οποίοι έκαναν πρόγραμμα τροποποιώντας και αναμειγνύοντας ήχους από μουσικά έργα σε δίσκους βινυλίου. Από την πρακτική αυτή προέκυπταν δικές τους πραγματικές παράγωγες συνθέσεις.

Παρά τη σημασία του ρόλου του σε αυτή τη νέα μουσική δημιουργία, το sampling συνιστά πραγματική νομική πρόκληση, ιδίως από τη στιγμή που το χιπ χοπ μεταφέρθηκε από τους δρόμους του Μπρόνξ στο mainstream (κυρίαρχο μουσικό ρεύμα) και έγινε πηγή σημαντικών εσόδων για τους δημιουργούς, τους εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς του.

Διαβάστε επίσης: Τεχνητή νοημοσύνη, πνευματική ιδιοκτησία και η Πρόταση Οδηγίας για τα πνευματικά δικαιώματα : Συνέντευξη με την καθηγήτρια Eleonora Rosati

Η δυσκολία όσον αφορά τη νομική εκτίμηση του φαινομένου αυτού απορρέει από το γεγονός ότι δεν πρόκειται εν προκειμένω για την κλασική στο δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας σχέση έργου προς έργο, αλλά για σχέση φωνογραφήματος, δηλαδή εμπορικού προϊόντος, προς έργο, δηλαδή καλλιτεχνική δημιουργία.

Χρησιμοποιώντας το sampling, ο καλλιτέχνης δεν εμπνέεται απλώς από τη δημιουργία τρίτων, αλλά οικειοποιείται επίσης τον καρπό της προσπάθειας και της εκδοτικής επένδυσης που αντιπροσωπεύουν τα αντίστοιχα φωνογραφήματα. Στο σχήμα αυτό, που είναι εντελώς νέο για το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, εμπλέκονται παράγοντες όπως, αφενός, τα συγγενικά δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων και, αφετέρου, η δημιουργική ελευθερία των «samplers».

Η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, που εισάγει την προβληματική του sampling στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί την κατάληξη μιας μακράς δικαστικής διαμάχης σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο της οποίας έχουν ήδη αποφανθεί δύο εκ των ανωτάτων γερμανικών δικαστηρίων.

Τώρα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να λάβει το λόγο σε αυτή την αντιπαράθεση μεταξύ της «μεταμοντέρνου τύπου» καλλιτεχνικής ελευθερίας και του «πατροπαράδοτου» του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

Ιστορικό της υπόθεσης

Οι Ralf Hütter και Florian Schneider-Esleben είναι μέλη του μουσικού συγκροτήματος Kraftwerk, το οποίο κυκλοφόρησε το 1977 ένα φωνογράφημα το οποίο περιείχε το έργο με τίτλο «Metall auf Metall».

Η Pelham GmbH είναι παραγωγός ενός φωνογραφήματος που περιέχει το έργο με τίτλο Nur mir. Οι Moses Pelham και Martin Haas είναι επίσης δημιουργοί του συγκεκριμένου έργου.

Οι Ralf Hütter και Florian Schneider-Esleben (στο εξής: αναιρεσίβλητοι) ισχυρίζονται ότι η Pelham καθώς και οι M. Pelham και M. Haas αντέγραψαν, με την τεχνική του sampling, περίπου δύο δευτερόλεπτα μιας ρυθμικής ακολουθίας του μουσικού κομματιού Metall auf Metall και τα ενσωμάτωσαν, σε συνεχή επανάληψη, στο τραγούδι Nur mir.

Θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάστηκε το συγγενικό δικαίωμά τους ως παραγωγών του σχετικού φωνογραφήματος, οι Ralf Hütter και Florian Schneider-Esleben ζήτησαν, μεταξύ άλλων, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, την επιδίκαση αποζημιώσεως, τη διαβίβαση πληροφοριών και την κατάσχεση των φωνογραφημάτων με σκοπό την καταστροφή τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Bundesgerichtshof (ομοσπονδιακό δικαστήριο, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα.

Οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της ΕΕ

Με τις προτάσεις του ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημειώνει αρχικά ότι το φωνογράφημα αποτελεί ενσωμάτωση ήχων σε υλικό φορέα και προστατεύεται όχι λόγω της διατάξεως των ήχων αυτών, αλλά λόγω της ενσωματώσεως καθαυτήν. Κατά συνέπεια, ενώ στην περίπτωση ενός έργου είναι δυνατόν να διακριθούν τα στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να προστατευθούν, όπως οι λέξεις, οι ήχοι, τα χρώματα κ.λπ., και το προστατευόμενο αντικείμενο υπό τη μορφή της πρωτότυπης διατάξεως των στοιχείων αυτών, μια τέτοια διάκριση δεν είναι δυνατή στην περίπτωση ενός φωνογραφήματος.

Το φωνογράφημα δεν αποτελείται από μικρά, μη δεκτικά προστασίας μέρη: προστατεύεται ως ένα αδιαίρετο σύνολο. Άλλωστε, στην περίπτωση του φωνογραφήματος, δεν υφίσταται καμία απαίτηση πρωτοτυπίας, διότι το φωνογράφημα, σε αντίθεση με το έργο, προστατεύεται όχι λόγω του δημιουργικού χαρακτήρα του αλλά λόγω της οικονομικής και οργανωτικής επενδύσεως.

Διαβάστε επίσης: Η γεύση ενός τροφίμου δεν μπορεί να προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα

Ένας ήχος ή μια λέξη δεν μπορούν να μονοπωληθούν από έναν δημιουργό απλώς και μόνον επειδή περιλήφθηκαν σε ένα έργο. Αντιθέτως, από τη στιγμή που καταγράφονται, ο ίδιος ήχος κατά την εκτέλεσή του από έναν μουσικό ή η ίδια λέξη κατά την ανάγνωσή της μεγαλοφώνως αποτελούν φωνογράφημα, το οποίο εμπίπτει στην προστασία του συγγενικού προς την πνευματική ιδιοκτησία δικαιώματος. Επομένως, η αναπαραγωγή μιας τέτοιας ηχογράφησης εμπίπτει στο αποκλειστικό δικαίωμα του παραγωγού του φωνογραφήματος.

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένο να περιοριστούν τα νόμιμα οικονομικά συμφέροντα των παραγωγών φωνογραφημάτων μόνο στην προστασία από την «πειρατεία», δηλαδή τη διανομή ή την παρουσίαση στο κοινό των φωνογραφημάτων τους καθαυτών. 

Συγκεκριμένα, οι παραγωγοί αυτοί μπορούν να εκμεταλλεύονται τα φωνογραφήματα και να αντλούν έσοδα από αυτά και με άλλους τρόπους πέραν της πωλήσεως αντιγράφων, μεταξύ άλλων επιτρέποντας το sampling.

Επομένως, το γεγονός ότι το δικαίωμα των παραγωγών στα φωνογραφήματά τους αποσκοπεί στην προστασία των οικονομικών τους επενδύσεων δεν εμποδίζει το δικαίωμα αυτό να καλύπτει επίσης χρήσεις όπως το sampling.

Δευερον, σε σχέση με το εάν ένα φωνογράφημα το οποίο περιέχει αποσπάσματα που ενσωματώθηκαν από άλλο φωνογράφημα (samples), συνιστά αντίγραφο του άλλου αυτού φωνογραφήματος, ο Γεν. Εισαγγελέας σημειώνει ότι το sampling δεν χρησιμεύει για την παραγωγή φωνογραφήματος που υποκαθιστά το πρωτότυπο φωνογράφημα, αλλά για τη δημιουργία ενός έργου νέου και ανεξάρτητου από το φωνογράφημα αυτό.

Ομοίως, ένα φωνογράφημα που προέρχεται από sampling δεν ενσωματώνει το σύνολο ή ουσιώδες μέρος των ήχων του πρωτότυπου φωνογραφήματος.

Επομένως, ένα τέτοιο φωνογράφημα δεν πρέπει να χαρακτηριστεί ως αντίγραφο κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/115.

Τρίτον, ο Εισαγγελέας εκτιμά ότι η οδηγία 2001/29 απαγορεύει την εφαρμογή, στην περίπτωση των φωνογραφημάτων, διατάξεως του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία ένα ανεξάρτητο έργο μπορεί να δημιουργηθεί με ελεύθερη χρήση άλλου έργου χωρίς την άδεια του δημιουργού του τελευταίου, στο μέτρο που η διάταξη αυτή υπερβαίνει το πλαίσιο των προβλεπόμενων στην οδηγία εξαιρέσεων και περιορισμών των αποκλειστικών δικαιωμάτων.

Τέταρτον, σε σχέση με την εξαίρεση της παραθέσεως αποσπασμάτων κατά την οδηγία 2001/29, ο Γενικός Εισαγγελέας σημειώνει ότι δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση όπου ένα απόσπασμα φωνογραφήματος ενσωματώθηκε σε άλλο φωνογράφημα χωρίς προφανή πρόθεση αλληλεπίδρασης με το πρώτο αυτό φωνογράφημα και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι δυνατό να διακριθεί από το δεύτερο αυτό φωνογράφημα.

Πέμπτον, σε σχέση με το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό τους δίκαιο των διατάξεων σχετικά με τα αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στην οδηγία 2001/29, ο Γεν. Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την προστασία των αποκλειστικών δικαιωμάτων, τα δε δικαιώματα αυτά μπορούν να περιορίζονται μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής των εξαιρέσεων και περιορισμών που προβλέπονται εξαντλητικώς στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα ως προς την επιλογή των μέσων που κρίνουν κατάλληλα να εφαρμόσουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τη συγκεκριμένη υποχρέωση.

Τέλος, ο Γενικός Εισαγγελέας παρείχε την άποψή του σε σχέση με το ζήτημα της ενδεχόμενης υπεροχής της καλλιτεχνικής ελευθερίας έναντι του εν λόγω αποκλειστικού δικαιώματος των παραγωγών φωνογραφημάτων.

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το αποκλειστικό δικαίωμα των παραγωγών φωνογραφημάτων να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την εν μέρει αναπαραγωγή των φωνογραφημάτων τους σε περίπτωση χρήσης της για σκοπούς sampling δεν αντιβαίνει στην καλλιτεχνική ελευθερία όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, καθώς έργο του είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα είναι διαθέσιμες στο CURIA.

Εθνικό κτηματολόγιο - Νομολογιακά Δρώμενα -Σειρά Συλλογές Νομολογίας ΕπΑΚ Νο 2 (ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ 2023)
Αναπροσαρμογή επιχειρηματικών πιστωτικών συμβάσεων λόγω της οικονομικής κρίσης - Συμβολές Αστικού Νο 6

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΤΟΥ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ