logo-print

Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα, ανανέωση των συμβάσεων, απαγόρευση μονιμοποίησης των καθηγητών και δίκαιο ΕΕ

Διακρίσεις λόγω θρησκείας: “Η απαίτηση να διαθέτουν οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα πιστοποιητικό ικανότητας που εκδίδεται από εκκλησιαστική αρχή δεν δικαιολογεί την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου”

13/01/2022

18/01/2022

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 13-01-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η απαίτηση περί κατοχής πιστοποιητικού ικανότητας των καθηγητών θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα χορηγούμενου από εκκλησιαστική αρχή δεν δικαιολογεί την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, δεν υφίσταται διάκριση λόγω θρησκείας ή λόγω του ότι πρόκειται για σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου.

Ιστορικό της υπόθεσης

Ο YT και δέκα επτά ακόμη καθηγητές, οι οποίοι διδάσκουν επί πολλά έτη θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα σε δημόσια ιδρύματα, προσελήφθησαν από το Ministero dell’Istruzione dell’Università e della Ricerca - MIUR (Υπουργείο Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, Ιταλία) με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Διαπιστώνοντας ότι λόγω της ετήσιας διάρκειας των συμβάσεων εργασίας τους, η οποία δεν καθιστούσε δυνατή την εγγραφή τους στους εφεδρικούς πίνακες, δεν μπόρεσαν να τύχουν της μονιμοποίησης που προβλέπει το ιταλικό δίκαιο για το διδακτικό προσωπικό, οι ανωτέρω καθηγητές άσκησαν αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με κύριο αίτημα τη μετατροπή των υφισταμένων συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.  

Το αιτούν δικαστήριο επεσήμανε ότι η ιταλική ρύθμιση με την οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου αποκλείει τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον τομέα της εκπαίδευσης και εκτίμησε ότι η αγωγή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, δεδομένης της προαναφερθείσας έλλειψης δυνατότητας μετατροπής και του γεγονότος ότι οι οικείοι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα δεν μπόρεσαν να υπαχθούν στην προβλεπόμενη από το ιταλικό δίκαιο διαδικασία μονιμοποίησης, το ιταλικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα μέτρο για την αποτροπή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου όσον αφορά τους εν λόγω καθηγητές, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου

Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα όσον αφορά τη συμβατότητα της ιταλικής ρύθμισης προς τη διάταξη αυτή της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και προς την απαγόρευση των διακρίσεων για θρησκευτικούς λόγους βάσει του δικαίου της Ένωσης, συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ [οδηγία για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία]. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η απαίτηση περί πιστοποιητικού ικανότητας χορηγούμενου από εκκλησιαστική αρχή, το οποίο πρέπει να διαθέτουν οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα για τη διδασκαλία, συνιστά «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου που να μπορεί να δικαιολογήσει την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Τέλος, διερωτήθηκε ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν για τη διαφορά της κύριας δίκης σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει την επίμαχη ρύθμιση μη συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. 

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, επί της αποτελεσματικότητας των μέτρων που πρέπει να προβλέπουν τα εθνικά δίκαια για την πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο έκρινε εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν αποσκοπούν στην οργάνωση των σχέσεων κράτους μέλους με τις εκκλησίες, αλλά αφορούν τους όρους εργασίας των καθηγητών που διδάσκουν θρησκευτικά για το καθολικό δόγμα στα δημόσια ιδρύματα. Επομένως, η υπόθεση δεν αφορά το καθεστώς που έχουν οι εκκλησίες κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Επί της ουσίας, το Δικαστήριο κατέληξε στην απουσία διακρίσεως για θρησκευτικούς λόγους, δεδομένου ότι η μονιμοποίηση των εναγόντων ήταν αδύνατη λόγω της διάρκειας της σύμβασής τους, δίχως τούτο να έχει οποιαδήποτε σχέση με τη θρησκεία τους. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι η έλλειψη δυνατότητας μετατροπής των συμβάσεων των εναγόντων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ενώ τούτο είναι δυνατό για καθηγητές άλλων μαθημάτων οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, συνιστά διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη κατάσταση δεν εμπίπτει στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, διότι η εν λόγω ρήτρα απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να αφήσει ανεφάρμοστους τους επίμαχους εθνικούς κανόνες βάσει της εν λόγω ρήτρας.

Περαιτέρω, όσον αφορά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που εξαιρεί τους καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα από την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι αποσκοπούν στην πάταξη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη δεν προβλέπει κανένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την πάταξη της εν λόγω καταχρηστικής σύναψης, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Πράγματι, δεν αποκλείεται βεβαίως η διδασκαλία των θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα στον δημόσιο τομέα να απαιτεί συνεχή προσαρμογή του αριθμού των εργαζομένων και του αριθμού των δυνητικών χρηστών, όπερ συνεπάγεται για τον εργοδότη προσωρινές ανάγκες πρόσληψης, δεδομένου ότι η ιδιαίτερη ανάγκη για ευελιξία στον τομέα αυτόν μπορεί να δικαιολογήσει, υπό το πρίσμα της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Εντούτοις, για την τήρηση της διατάξεως αυτής πρέπει να διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι η ανανέωση τέτοιων συμβάσεων αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι η δυνατότητα αυτή δεν χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για να καλύψει πάγιες ανάγκες του εργοδότη σε προσωπικό. Εν προκειμένω, όμως, οι ενάγοντες συνδέονταν με τον εργοδότη τους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ασκώντας επί πολλά έτη παρόμοια καθήκοντα, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι η σχέση εργασίας ικανοποιούσε διαρκή ανάγκη, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. 

Επιπλέον, διαπιστώνοντας μεταξύ άλλων ότι το πιστοποιητικό ικανότητας για τη διδασκαλία που πρέπει να διαθέτουν οι καθηγητές θρησκευτικών για το καθολικό δόγμα χορηγείται άπαξ, και όχι πριν από την έναρξη κάθε σχολικού έτους για το οποίο συνάπτεται σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς η χορήγησή του να εξαρτάται από τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, και διαπιστώνοντας επίσης ότι η χορήγηση του πιστοποιητικού δεν συνδέεται με μέτρα που επιδιώκουν σκοπούς κοινωνικής πολιτικής, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω πιστοποιητικό δεν συνιστά «αντικειμενικό λόγο» που να δικαιολογεί την ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου

Τέλος, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, καθόσον η ρήτρα αυτή στερείται αμέσου αποτελέσματος και δεδομένου ότι, ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη που αντιβαίνει προς αυτήν, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν είναι δυνατή μια σύμφωνη προς τη συμφωνία-πλαίσιο ερμηνεία των επίμαχων εθνικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Διεθνής Εμπορική Διαιτησία Τόμος ΙΙ
Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send