Συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού η μη τήρηση των απαιτήσεων του ΓΚΠΔ σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων που αφορούν την υγεία; (απόφαση ΔΕΕ)
Προστασία προσωπικών δεδομένων – Περιορισμός των μέσων έννομης προστασίας – Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδομένων – Έννοιες των “δεδομένων που παρέχουν πληροφορίες για την υγεία” και των “δεδομένων που αφορούν την υγεία”
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 04.10.2024 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι ανταγωνιστές φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δύνανται να κινηθούν δικαστικώς προβάλλοντας ότι η παράβαση συνιστά απαγορευόμενη αθέμιτη εμπορική πρακτική.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η διαδικτυακή πώληση φαρμάκων που διατίθενται αποκλειστικώς από φαρμακεία χρήζει ρητής συγκατάθεσης εκ μέρους του πελάτη για την επεξεργασία των δεδομένων του, ακόμη και όταν δεν απαιτείται για τα φάρμακα αυτά ιατρική συνταγή.
Ιστορικό της υπόθεσης
Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να επιλύσει διαφορά που ανέκυψε μεταξύ δύο Γερμανών φαρμακοποιών. Ο έχων άδεια λειτουργίας του φαρμακείου «Lindenapotheke» εμπορεύεται μέσω της Amazon, από το 2017, φάρμακα τα οποία διατίθενται αποκλειστικώς από φαρμακεία. Οι πελάτες οφείλουν να εισάγουν διάφορες πληροφορίες κατά τη διαδικτυακή παραγγελία των εν λόγω φαρμάκων.
Στηριζόμενος στη γερμανική νομοθεσία σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ένας ανταγωνιστής φαρμακοποιός προσέφυγε στη γερμανική δικαιοσύνη ζητώντας να διαταχθεί ο έχων την άδεια του φαρμακείου Lindenapotheke να παύσει την ως άνω δραστηριότητα καθόσον δεν διασφαλίζεται ότι οι πελάτες μπορούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους πριν από την επεξεργασία των δεδομένων που αφορούν την υγεία. Τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια έκριναν ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εμπορίας αποτελούσε στην πραγματικότητα αθέμιτη και παράνομη πρακτική, δεδομένου ότι ερχόταν σε αντίθεση προς τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ). Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι, ελλείψει ρητής συγκατάθεσης των πελατών που προέβαιναν στην αγορά των φαρμάκων, η πώληση συνεπαγόταν απαγορευόμενη από τον ΓΚΠΔ επεξεργασία δεδομένων που αφορούν την υγεία.
Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο διερωτήθηκε αν η εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει σε ανταγωνιστή να κινηθεί δικαστικώς κατά του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων του ΓΚΠΔ επί τη βάσει της απαγόρευσης των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, είναι σύμφωνη προς τον κανονισμό αυτό. Συγκεκριμένα, κατά τον ΓΚΠΔ, απόκειται κατ’ αρχήν στις εθνικές εποπτικές αρχές να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν την εφαρμογή του κανονισμού και στα υποκείμενα των δεδομένων (στην προκειμένη περίπτωση, στους πελάτες) να προασπίζουν τα δικαιώματά τους. Το γερμανικό δικαστήριο ζήτησε επίσης να διευκρινιστεί αν οι πληροφορίες που εισάγονται στο πλαίσιο των διαδικτυακών πωλήσεων φαρμάκων τα οποία διατίθενται αποκλειστικώς από φαρμακεία συνιστούν δεδομένα που αφορούν την υγεία κατά την έννοια του ΓΚΠΔ, ακόμη και στην περίπτωση που για τα φάρμακα αυτά δεν απαιτείται ιατρική συνταγή. Το εθνικό δικαστήριο απευθύνθηκε, ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απάντησε, πρώτον, ότι ο ΓΚΠΔ δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, πέραν των δικαιωμάτων και εξουσιών που απονέμει ο ΓΚΠΔ στις εθνικές εποπτικές αρχές, στα υποκείμενα των δεδομένων και στις ενώσεις που εκπροσωπούν τα υποκείμενα δεδομένων, επιτρέπει στους ανταγωνιστές του φερόμενου παραβάτη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να κινηθούν δικαστικώς κατ’ αυτού, λόγω παράβασης των διατάξεων του κανονισμού, επί τη βάσει της απαγόρευσης των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Τουναντίον, τούτο συμβάλλει αδιαμφισβήτητα στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων και στην εγγύηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας τους. Εξάλλου, τούτο μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό, στον βαθμό που θα μπορούσε, με τον τρόπο αυτό, να αποτραπεί μεγάλος αριθμός παραβάσεων των διατάξεων του ΓΚΠΔ.
Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούν δεδομένα που αφορούν την υγεία κατά την έννοια του ΓΚΠΔ οι πληροφορίες που εισάγουν οι πελάτες (όπως το όνομά τους, η διεύθυνση παράδοσης και τα αναγκαία στοιχεία για την εξατομίκευση των φαρμάκων) κατά τη διαδικτυακή παραγγελία φαρμάκων τα οποία διατίθενται αποκλειστικώς από φαρμακεία, ακόμη και όταν για την πώλησή τους δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.
Πράγματι, τα δεδομένα αυτά είναι ικανά να αποκαλύψουν, μέσω μιας νοητικής διεργασίας συσχετισμού ή επαγωγής, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας ενός ταυτοποιημένου ή ταυτοποιήσιμου φυσικού προσώπου, διότι δημιουργείται σύνδεσμος μεταξύ του προσώπου αυτού και ενός φαρμάκου, των θεραπευτικών ενδείξεων ή των χρήσεών του, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες αυτές αφορούν τον πελάτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου γίνεται η παραγγελία. Ως εκ τούτου, είναι αδιάφορο το ότι, ελλείψει ιατρικής συνταγής, υπάρχει μόνον ορισμένος βαθμός πιθανότητας, και όχι απόλυτη βεβαιότητα, ότι τα φάρμακα αυτά προορίζονται για τους πελάτες που τα παρήγγειλαν. Η διάκριση αναλόγως του είδους των φαρμάκων και του αν για την πώλησή τους απαιτείται ή όχι ιατρική συνταγή είναι αντίθετη προς τον σκοπό του υψηλού επιπέδου προστασίας που επιδιώκει ο ΓΚΠΔ. Κατά συνέπεια, ο πωλητής οφείλει να ενημερώνει τους πελάτες κατά τρόπο ακριβή, πλήρη και εύληπτο σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τους συγκεκριμένους σκοπούς που επιδιώκει η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων και να ζητεί τη ρητή συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία αυτή.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA