logo-print

Βίντεο από επεισόδια στα γήπεδα: Αντισυνταγματική η «λευκή επιταγή» στις διωκτικές αρχές για αξιοποίησή τους

Εισάγεται ένα οιονεί τεκµήριο νοµιµότητας συλλογής όλων αδιακρίτως των σχετικών προσωπικών δεδοµένων που αντιβαίνει στο άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος

Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

Τις ενστάσεις της σχετικά με τη λευκή επιταγή προς την Ελληνική Αστυνομία για την αξιοποίηση "κάθε οπτικοακουστικού υλικού που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα φυσικού προσώπου και δημοσιεύεται στο διαδίκτυο ή προβάλλεται σε τηλεοπτικά δίκτυα" στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για την αντιμετώπιση της βίας, εκφράζει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής.

Συγκεκριμένα, στο επίκεντρο της προσοχής της υπηρεσίας τέθηκε, μεταξύ άλλων, η διάταξη του άρθρου τρίτου (παραγρ. 15) του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την οποία επιτρέπεται στα όργανα της Ελληνικής Αστυνοµίας η συλλογή και η περαιτέρω επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων τα οποία έχουν δηµοσιοποιηθεί στο διαδίκτυο ή σε τηλεοπτικό δίκτυο και περιέχονται σε οπτική ή ηχητική καταγραφή που έγινε από οποιονδήποτε τρίτο, µε οποιαδήποτε κινητή συσκευή καταγραφής ήχου ή εικόνας, ψηφιακή ή µη.

Διαβάστε σχετικά: Φορητές κάμερες, βίντεο από ιδιώτες και τηλεοπτικά δίκτυα στη «μάχη» για την αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα

Όπως αναφέρεται στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας, οι διωκτικές αρχές όµως µπορούν να επεξεργασθούν µόνο προσωπικά δεδοµένα τα οποία έχουν συλλεγεί νοµίµως.

Σηµειωτέον ότι, εφόσον ο ν. 4624/2019 συνιστά εκτελεστικό νόµο του άρθρου 9Α του Συντάγµατος, η τυχόν παραβίαση του άρθρου 9Α ενεργοποιεί αυτοµάτως την απόλυτη απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης που ιδρύει το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος.

Σύμφωνα με την επιστημονική υπηρεσία, νοµική βάση τυχόν επιτρεπτής επεξεργασίας προσωπικών δεδοµένων τρίτων προσώπων διά της καταγραφής και αποθήκευσης, π.χ., σε κινητό τηλέφωνο, από ιδιώτες, θα µπορούσε να είναι είτε η διαφύλαξη ζωτικού συµφέροντος του υποκειµένου των δεδοµένων ή άλλου φυσικού προσώπου είτε υπέρτερο έννοµο συµφέρον.

Το αν όµως σε κάθε περίπτωση πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, υπό τον αυτονόητο όρο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, είναι ζήτηµα που κρίνεται κατά περίπτωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, δηλαδή τις διωκτικές αρχές.

Εν προκειµένω, το πρόβληµα, σύμφωνα με την επιστημονική υπηρεσία, είναι ότι οι διωκτικές αρχές θα µπορούν να επεξεργασθούν προσωπικά δεδοµένα που συλλέχθηκαν από ιδιώτες, ενδεχοµένως κατά παράβαση των ποινικών διατάξεων του άρθρου 38 του ν. 4624/2019, υπό τη µόνη προϋπόθεση να έχουν δηµοσιοποιηθεί στο διαδίκτυο ή σε τηλεοπτικό δίκτυο.

Δι’ αυτής της πρόβλεψης εισάγεται ένα οιονεί τεκµήριο νοµιµότητας συλλογής όλων αδιακρίτως των σχετικών προσωπικών δεδοµένων, που όµως αντιβαίνει στο άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος.

Αντιθέτως, ορθό θα ήταν οι διωκτικές αρχές να µπορούν να προβούν, βάσει του ανωτέρω αναφερθέντος άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. δ΄ και στ΄, σε κατά περίπτωση κρίση περί της νόµιµης συλλογής των προσωπικών δεδοµένων

Πέραν αυτού, η επιστημονική υπηρεσία ανέδειξε ορισμένα προβληματικά στοιχεία σχετικά με τη διάταξη της παραγράφου 14 του ίδιου άρθρου.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Οδηγία 2016/680 για την επεξεργασία δεδομένων από τις Αρχές ορίζει ότι στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να υπάρχει νοµική βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων (άρθρο 8), δηλαδή κανόνας ο οποίος να περιγράφει την αρµοδιότητα της διωκτικής ή άλλης αρχής για την επεξεργασία των δεδοµένων σε σχέση µε τη δίωξη, την ανίχνευση και την πρόληψη εγκληµάτων.

Με την προτεινόµενη διάταξη ορίζεται η κατά το άρθρο 8 της Οδηγίας νοµική βάση της επεξεργασίας προσωπικών δεδοµένων στις περιπτώσεις των αθλητικών εκδηλώσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, η υπηρεσία επισημαίνει ότι η παραποµπή στο άρθρο 5 του ν. 4624/2019 είναι εσφαλµένη, διότι το άρθρο 5 κατά περιεχόµενο αντιστοιχεί στο άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του Κανονισµού ΕΕ 2016/679, ο οποίος όµως στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. δ΄ ρητώς αναφέρει ότι δεν εφαρµόζεται στην επεξεργασία δεδοµένων για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης και της δίωξης εγκληµάτων.

Αναλυτικά το επίμαχο σημείο της έκθεσης:

2. Επί του άρθρου τρίτου α. Διά του άρθρου τρίτου προστίθενται παράγραφοι 14 και 15 στο άρθρο 41Δ του ν. 2725/1999.

Ειδικότερα, η παράγραφος 14 ορίζει ότι επιτρέπεται στα όργανα της Ελληνικής Αστυνοµίας, µετά από άδεια της αρµόδιας Εισαγγελικής Αρχής ή του αθλητικού Εισαγγελέα, η συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων, µέσω κινητών συσκευών καταγραφής ήχου ή εικόνας ή οποιωνδήποτε άλλων ειδικών τεχνικών µέσων, ψηφιακών ή µη, οπτικής ή ηχητικής καταγραφής, εντός των αθλητικών εγκαταστάσεων στις οποίες διεξάγεται οποιαδήποτε αθλητική εκδήλωση, καθώς και στους περιβάλλοντες χώρους αυτών, συµπεριλαµβανοµένων των χώρων, ανοικτών ή κλειστών, που οδηγούν στα αποδυτήρια και στα γραφεία των αθλητών, των αξιωµατούχων και των αθλητικών παραγόντων, πριν από την έναρξη, κατά τη διάρκεια και µετά τη λήξη της αθλητικής εκδήλωσης, για την αντιµετώπιση πράξεων βίας και ποινικών αδικηµάτων µε αφορµή αθλητικές εκδηλώσεις και για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης, της δίωξης ποινικών αδικηµάτων, της επιβολής και της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων ή περιοριστικών όρων.

Επιπροσθέτως, προβλέπονται τρόποι ενηµέρωσης του υποκειµένου καθώς και οι προϋποθέσεις διατήρησης και διαγραφής των σχετικών δεδοµένων.

Εφόσον πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικηµάτων, εφαρµόζονται αποκλειστικώς τα άρθρα 43 επ. του ν. 4624/2019, που ενσωµατώνουν την Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα από αρµόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικηµάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδοµένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συµβουλίου».

Η Οδηγία αυτή ορίζει ότι στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να υπάρχει νοµική βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων (άρθρο 8), δηλαδή κανόνας ο οποίος να περιγράφει την αρµοδιότητα της διωκτικής ή άλλης αρχής για την επεξεργασία των δεδοµένων σε σχέση µε τη δίωξη, την ανίχνευση και την πρόληψη εγκληµάτων.

Με την προτεινόµενη διάταξη ορίζεται η κατά το άρθρο 8 της Οδηγίας νοµική βάση της επεξεργασίας προσωπικών δεδοµένων στις περιπτώσεις των αθλητικών εκδηλώσεων.

Κατά τούτο, η παραποµπή στο άρθρο 5 του ν. 4624/2019 είναι εσφαλµένη, διότι το άρθρο 5 κατά περιεχόµενο αντιστοιχεί στο άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του Κανονισµού ΕΕ 2016/679, ο οποίος όµως στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. δ΄ ρητώς αναφέρει ότι δεν εφαρµόζεται στην επεξεργασία δεδοµένων για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης και της δίωξης εγκληµάτων. Συνεπώς, η φράση «του άρθρου 5» είναι ορθότερο να διαγραφεί.

β. Η παράγραφος 15 ορίζει ότι επιτρέπεται στα όργανα της Ελληνικής Αστυνοµίας η συλλογή και η περαιτέρω επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων τα οποία έχουν δηµοσιοποιηθεί στο διαδίκτυο ή σε τηλεοπτικό δίκτυο και περιέχονται σε οπτική ή ηχητική καταγραφή που έγινε από οποιονδήποτε τρίτο, µε οποιαδήποτε κινητή συσκευή καταγραφής ήχου ή εικόνας, ψηφιακή ή µη.

Οι διωκτικές αρχές όµως µπορούν να επεξεργασθούν µόνο προσωπικά δεδοµένα τα οποία έχουν συλλεγεί νοµίµως, όπως προκύπτει από τον συνδυασµό των άρθρων 45 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 73 παρ. 2 του ν. 4624/2019.

Σηµειωτέον ότι, εφόσον ο ν. 4624/2019 (άρθρα 43 επ.) συνιστά εκτελεστικό νόµο του άρθρου 9Α του Συντάγµατος, η τυχόν παραβίαση του άρθρου 9Α ενεργοποιεί αυτοµάτως την απόλυτη απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης που ιδρύει το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος.

Η νοµική βάση τυχόν επιτρεπτής επεξεργασίας προσωπικών δεδοµένων τρίτων προσώπων διά της καταγραφής και αποθήκευσης, π.χ., σε κινητό τηλέφωνο, από ιδιώτες, θα µπορούσε να είναι είτε η διαφύλαξη ζωτικού συµφέροντος του υποκειµένου των δεδοµένων ή άλλου φυσικού προσώπου είτε υπέρτερο έννοµο συµφέρον (άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. δ΄ και στ΄ του Κανονισµού ΕΕ 2016/679 αναλογικώς εφαρµοζόµενο).

Το αν όµως σε κάθε περίπτωση πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, υπό τον αυτονόητο όρο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, είναι ζήτηµα που κρίνεται κατά περίπτωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, δηλαδή τις διωκτικές αρχές.

Εν προκειµένω, το πρόβληµα είναι ότι, διά της προτεινόµενης διάταξης, οι διωκτικές αρχές θα µπορούν να επεξεργασθούν προσωπικά δεδοµένα που συλλέχθηκαν από ιδιώτες, ενδεχοµένως κατά παράβαση των ποινικών διατάξεων του άρθρου 38 του ν. 4624/2019 (βλ. σχετικές αποφάσεις ΑΠ 1306/2016 και ΑΠ 1372/2015 που εφάρµοσαν το άρθρο 22 παρ. 4 του προϊσχύσαντος ν. 2472/1997 το οποίο είχε την ίδια διατύπωση µε το ισχύον άρθρο 38), υπό τη µόνη προϋπόθεση να έχουν δηµοσιοποιηθεί στο διαδίκτυο ή σε τηλεοπτικό δίκτυο. Δι’ αυτής της πρόβλεψης εισάγεται ένα οιονεί τεκµήριο νοµιµότητας συλλογής όλων αδιακρίτως των σχετικών προσωπικών δεδοµένων, που όµως αντιβαίνει στο άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος. Αντιθέτως, ορθό θα ήταν οι διωκτικές αρχές να µπορούν να προβούν, βάσει του ανωτέρω αναφερθέντος άρθρου 6 παρ. 1 στοιχ. δ΄ και στ΄, σε κατά περίπτωση κρίση περί της νόµιµης συλλογής των προσωπικών δεδοµένων.

Η αναιρετική δίκη με άξονα το άρθρο 573 ΚΠολΔ - Πραγματείες Πολιτικής Δικονομίας Νο 4 - XVIII & 288

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ