1. Ο προβλεπόμενος στα άρθρα 7 έως 14 του παρόντος κανονισμού έλεγχος των συνόρων διεξάγεται από τους συνοριοφύλακες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την εθνική νομοθεσία.
Κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου αυτού δεν θίγονται οι εκ του εθνικού δικαίου αρμοδιότητες των συνοριοφυλάκων να κινούν ποινικές διαδικασίες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το σώμα των συνοριοφυλάκων να αποτελείται από εξειδικευμένους και δεόντως καταρτισμένους επαγγελματίες, λαμβάνοντας υπόψη τους κοινούς βασικούς κορμούς μαθημάτων για συνοριοφύλακες τους οποίους καταρτίζει και αναπτύσσει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Οργανισμός»), ο οποίος συνεστήθη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2007/2004. Οι κορμοί μαθημάτων κατάρτισης περιλαμβάνουν εξειδικευμένη κατάρτιση με αντικείμενο την ανίχνευση και αντιμετώπιση περιπτώσεων που σχετίζονται με ευάλωτα άτομα, όπως ασυνόδευτους ανήλικους και θύματα εμπορίας ανθρώπων. Τα κράτη μέλη, με την υποστήριξη του Οργανισμού, ενθαρρύνουν τους συνοριοφύλακες να μάθουν γλώσσες αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 39, τον κατάλογο των εθνικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των συνόρων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.
3. Για να εξασφαλισθεί ο αποτελεσματικός έλεγχος των συνόρων, κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε να υπάρχει στενή και μόνιμη συνεργασία μεταξύ των οικείων αρμόδιων εθνικών υπηρεσιών του.