1. Ο αρμόδιος ανακριτής αρνείται την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης μόνο αν:
α) το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 πιστοποιητικό δεν προσκομισθεί, είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην απόφαση δέσμευσης,
β) βάσει του ελληνικού δικαίου υφίσταται ασυλία ή επαγγελματικό απόρρητο, που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης,
γ) από τις πληροφορίες που παρέχονται με το πιστοποιητικό καθίσταται αμέσως σαφές, ότι η δήμευση κατά το άρθρο 21 του Κεφαλαίου Γ΄, για το αδίκημα σε σχέση με το οποίο εκδόθηκε η απόφαση δέσμευσης και η παροχή δικαστικής συνδρομής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 16, θα παραβίαζαν την αρχή ne bis in idem, ή
δ) σε μία από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 περιπτώσεις, η πράξη επί της οποίας βασίζεται η απόφαση δέσμευσης, δεν συνιστά αδίκημα κατά το ελληνικό δίκαιο. Εντούτοις, ειδικώς σε ό,τι αφορά τα φορολογικά και τελωνειακά αδικήματα και τα αδικήματα περί τους δασμούς και περί το συνάλλαγμα, η εκτέλεση της απόφασης δέσμευσης δεν μπορεί να απορρίπτεται με την επίκληση του λόγου ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιβάλλει τον ίδιο τύπο φόρων ή δασμών ή δεν περιέχει τον ίδιο τύπο ρυθμίσεων περί φόρων, δασμών, τελωνείων και συναλλάγματος με αυτόν που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους έκδοσης.
2. Στην περίπτωση του στοιχείου α΄ της παραγράφου 1 ο αρμόδιος ανακριτής μπορεί:
α) να τάσσει προθεσμία για την προσκόμιση, συμπλήρωση ή διόρθωση του πιστοποιητικού,
β) να δέχεται ισοδύναμο έγγραφο ή
γ) αν κρίνει ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία είναι επαρκή, να απαλλάσσει τη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης από τη σχετική υποχρέωση.
3. Κάθε απόφαση άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης πρέπει να λαμβάνεται και να κοινοποιείται αμελλητί στην αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη.
4. Αν η απόφαση δέσμευσης είναι πρακτικά αδύνατον να εκτελεσθεί, επειδή τα περιουσιακά ή τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν εξαφανισθεί ή καταστραφεί ή δεν ανευρίσκονται στον τόπο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ή ο τόπος των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων δεν προσδιορίζεται επακριβώς, ακόμη και μετά από διαβούλευση με το κράτος έκδοσης, ο αρμόδιος ανακριτής ενημερώνει αμελλητί για τούτο την αρμόδια δικαστική αρχή του τελευταίου.