1. Με την επιφύλαξη των αρχικών απαιτήσεων κεφαλαίου του άρθρου 6, τα ιδρύματα πληρωμών πρέπει να έχουν πάντοτε ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με μια από τις ακόλουθες τρεις μεθόδους, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος σε σχετική απόφασή της:
Μέθοδος Α'
Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το 10% των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμής δεν έχει ακόμα ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η κεφαλαιακή απαίτηση ισοδυναμεί με το 10% των αντίστοιχων παγίων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό της σχέδιο, εκτός εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ζητήσει αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.
Μέθοδος B'
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμών που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος:
α) 4,0% του μεριδίου του ΟΠ μέχρι 5 εκατομμύρια ευρώ συν
β) 2,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 10 εκατομμύρια ευρώ συν
γ) 1% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 100 εκατομμύρια ευρώ συν
δ) 0,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ και μέχρι 250 εκατομμύρια ευρώ συν
ε) 0,25% του μεριδίου του ΟΠ άνω των 250 εκατομμυρίων ευρώ.
Μέθοδος Γ'
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς ποσό τουλάχιστον ίσο προς το σχετικό δείκτη που ορίζεται στο στοιχείο α' πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή που ορίζεται στο στοιχείο β' και επί τον συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2:
α) Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των εξής:
- εισόδημα από τόκους,
- πληρωθέντες τόκοι,
- εισπραχθείσες προμήθειες και τέλη και
- άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως.
Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από εξαιρετικά ή μη τακτικά στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια του παρόντος νόμου. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους. Ωστόσο, τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη Μέθοδο Γ' δεν κατέρχονται κάτω του 80% του μέσου όρου των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για το σχετικό δείκτη. Εάν δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις.
β) Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι:
i) το 10% του μεριδίου του σχετικού δείκτη μέχρι 2,5 εκατομμύρια ευρώ,
ii) 8% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 2,5 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 5 εκατομμύρια ευρώ,
iii) 6% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 5 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 25 εκατομμύρια ευρώ,
iv) 3% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 25 εκατομμύρια ευρώ μέχρι 50 εκατομμύρια ευρώ,
v) 1,5% άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ.
2. Ο συντελεστής προσαύξησης που χρησιμοποιείται στις Μεθόδους Β' και Γ' είναι:
α) 0,5, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου,
β) 0,8, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει την υπηρεσία πληρωμών της περίπτωσης η' της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου,
γ) 1, όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων α' έως στ' της παραγράφου 3 του άρθρου 4 αυτού του νόμου.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται βασιζόμενη στην αξιολόγηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20% του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.