Παράνομη πράξη
20/01/2014
16/11/2017
Ο γενικός όρος "παράνομη πράξη" αντιπροσωπεύει κάθε πράξη η οποία αντίκειται στον νόμο. Η έννοια της παράνομης πράξης είναι ευρύτερη από αυτήν της άδικης πράξης που συναντάται στο ποινικό δίκαιο.
Η χρήση του όρου «παράνομη πράξη» εστιάζεται κυρίως στο Διοικητικό Δίκαιο και συγκεκριμένα στον κλάδο της αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου δια μέσου των οργάνων του. Ως πράξη νοείται τόσο η θετική όσο και η παραλειπτική ενέργεια ενός κρατικού οργάνου, η οποία παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας είτε διότι το κρατικό όργανο δρα χωρίς νομοθετική πρόβλεψη είτε διότι δρα ενάντια σε οποιονδήποτε κανόνα δικαίου.
Παράνομη πράξη, δηλαδή, συνιστά κάθε πράξη ή παράλειψη η οποία είναι αντίθετη σε απλό, τυπικό ή ουσιαστικό νόμο, στο Σύνταγμα, στο Κοινοτικό Δίκαιο κ.ο.κ.
Τέλος, η παράνομη πράξη μπορεί να συνίσταται σε μία διοικητική πράξη, μία προπαρασκευαστική πράξη, μία απλή υλική ενέργεια ή μία παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εκ μέρους της Διοίκησης η οποία συνιστά παραβίαση της γενικής υποχρέωσης επιμέλειας της Διοίκησης βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της αρχής της καλής πίστης.