logo-print

Έκδοση θεώρησης Σένγκεν: Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σε απόρριψη σχετικής αίτησης

Δικαστήριο ΕΕ: Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν το δικαίωμα προσφυγής σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης

14/12/2017

18/12/2017

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με την απόφασή του που δημοσιεύτηκε στις 13-12-2017, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι σε περίπτωση απόρριψης αίτησης έκδοσης θεωρήσεως, στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΚ) 810/2009 για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (ή αλλιώς κώδικας θεωρήσεων) [1], τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν διαδικασία προσφυγής κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίπτεται η αίτηση περί εκδόσεως θεωρήσεως.

Ειδικότερα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, έχουν την αρμοδιότητα να αποφασίσουν σχετικά με τη φύση και τις επιμέρους λεπτομέρειες των μέσων ένδικης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι αιτούμενοι την έκδοση θεωρήσεως, υπό τον όρο, όμως, ότι τηρούν τις απαιτήσεις της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

Διαβάστε επίσης: Δημοσιεύθηκε ο Κανονισμός για την τροποποίηση του κώδικα συνόρων Σένγκεν και το σύστημα εισόδου-εξόδου

Ωστόσο, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, σε περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή απορρίψει αίτημα έκδοσης θεωρήσεως Σένγκεν τυγχάνει εφαρμογής ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 47 του Χάρτη, ως διάταξη που κατοχυρώνει το δικαίωμα της αποτελεσματικής προσφυγής, ο σεβασμός του οποίου αναμφίβολα εναπόκειται στα κράτη μέλη. Έτσι, κατά το Δικαστήριο, το εν λόγω άρθρο του Χάρτη επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, τη δυνατότητα να αχθεί ενώπιον δικαστηρίου υπόθεση που αφορά οριστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση περί εκδόσεως θεωρήσεως.

Ιστορικό της υπόθεσης

Ο S. El Hassani υπέβαλε στον πρόξενο της Δημοκρατίας της Πολωνίας στο Ραμπάτ (Μαρόκο) αίτηση προς έκδοση θεωρήσεως Σένγκεν, προκειμένου να επισκεφθεί τη σύζυγο και το τέκνο του οι οποίοι είναι Πολωνοί υπήκοοι. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τον πρόξενο με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 2015.

Όπως προβλέπεται από τους πολωνικούς κανόνες διοικητικής δικονομίας, ο S. El Hassani ζήτησε την εκ νέου εξέταση της αιτήσεώς του στον ίδιο πρόξενο ο οποίος, στις 27 Ιανουαρίου 2015, την απέρριψε εκ νέου, με την αιτιολογία ότι ουδεμία βεβαιότητα υφίστατο ότι ο S. El Hassani θα είχε την πρόθεση να αναχωρήσει από την Πολωνία όταν θα έληγε η ισχύς της θεωρήσεώς του.

Κατόπιν αυτού, ο S. El Hassani άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (διοικητικού δικαστηρίου της περιφέρειας της Βαρσοβίας). Επιπλέον, ζήτησε από το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 32, παράγραφος 3, του κώδικα θεωρήσεων, προκειμένου να καθοριστεί εάν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής εμπίπτει και το δικαίωμα ασκήσεως ενώπιον δικαστηρίου προσφυγής κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση περί εκδόσεως θεωρήσεως.

Διαβάστε επίσης: Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ ελληνικού δικαστηρίου σε υπόθεση οικογενειακού δικαίου (Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα)

Με απόφασή του το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie απέρριψε την προσφυγή βάσει σχετικής διάταξης του πολωνικού κώδικα διοικητικής δικονομίας, κρίνοντας ότι οι προσφυγές που ασκούνται κατά αποφάσεως προξένου με την οποία απορρίπτεται η αίτηση περί εκδόσεως θεωρήσεως Σένγκεν δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του διοικητικού δικαστηρίου. Εξάλλου, το δικαστήριο αυτό απέρριψε το αίτημα περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

Στις 28 Απριλίου 2015, ο S. El Hassani άσκησε αναίρεση ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία), υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι, ως υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος δεν αποτελεί μέλος της οικογένειας πολίτη κράτους μέλους της Ένωσης κατά την έννοια του νόμου περί εισόδου στην επικράτεια, στερήθηκε του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ καθώς και του άρθρου 32, παράγραφος 3, του κώδικα θεωρήσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.

Το Naczelny Sąd Administracyjny αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: εάν το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κώδικα θεωρήσεων, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.

Απόφαση του Δικαστηρίου

Με την παρούσα απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι,  το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κώδικα θεωρήσεων στην περίπτωση οριστικής αποφάσεως επί της αιτήσεως περί εκδόσεως θεωρήσεως, παρέχει ρητώς στους αιτούμενους την έκδοση θεωρήσεως τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή συμφώνως προς την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους το οποίο έλαβε την απόφαση αυτή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στα κράτη μέλη την ευθύνη να αποφασίσουν σχετικά με τη φύση και τις επιμέρους λεπτομέρειες των μέσων ένδικης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι αιτούμενοι την έκδοση θεωρήσεως.

Το Δικαστήριο, εντούτοις, υπενθυμίζει τη νομολογία του ότι ελλείψει κανόνων της Ένωσης οι οποίοι να διέπουν ορισμένο ζήτημα, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

Το Δικαστήριο συνάγει σχετικά πως πρέπει να πληρούνται δυο σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας και της αρχής της αποτελεσματικότητας, ούτως ώστε να μπορεί ένα κράτος μέλος να επικαλεστεί την αρχή της δικονομικής αυτονομίας σε καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωση.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο τονίζει ότι οι απαιτήσεις της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας εκφράζουν τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης και ισχύουν τόσο για τον καθορισμό των δικαιοδοτικών οργάνων που είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται των ενδίκων προσφυγών που στηρίζονται στο δίκαιο αυτό όσο και για τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων.

Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπιστώνει πως εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, να διαπιστώσει εάν και σε ποιο βαθμό το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης καθεστώς επανεξετάσεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές.

Το Δικαστήριο παρατηρεί μάλιστα πως το εθνικό δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η ερμηνεία των διατάξεων του κώδικα θεωρήσεων πρέπει να γίνεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 29 του κώδικα αυτού, με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη.

Το Δικαστήριο, σε αυτό το σημείο, διευκρινίζει ότι μολονότι οι εθνικές αρχές διαθέτουν, κατά την εξέταση αιτήσεων περί εκδόσεως θεωρήσεως, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των λόγων απορρίψεως που προβλέπει ο κώδικας θεωρήσεων και την αξιολόγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, εντούτοις ένα τέτοιο περιθώριο εκτιμήσεως ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι οι αρχές αυτές εφαρμόζουν ευθέως διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Χάρτης τυγχάνει εφαρμογής όταν κράτος μέλος αποφασίζει να απορρίψει το αίτημα περί εκδόσεως θεωρήσεως δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 1, του κώδικα θεωρήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο επιβεβαιώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, τη δυνατότητα να αχθεί ενώπιον δικαστηρίου υπόθεση που αφορά οριστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση περί εκδόσεως θεωρήσεως.

Το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κώδικα θεωρήσεων, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν διαδικασία προσφυγής κατά των αποφάσεων με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση περί εκδόσεως θεωρήσεως, η δε ρύθμιση των λεπτομερών κανόνων της εμπίπτει στην έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Η διαδικασία αυτή πρέπει να διασφαλίζει, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, την άσκηση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

[1] Ο εν λόγω κώδικας έχει τροποποιηθεί σε ορισμένες διατάξεις του από τον κανονισμό (ΕΕ) 610/2013.

Η αναιρετική δίκη με άξονα το άρθρο 573 ΚΠολΔ - Πραγματείες Πολιτικής Δικονομίας Νο 4 - XVIII & 288

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Η ελαττωματική καταγγελία και οι συνέπειές της

ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send