logo-print

Οι κληρονόμοι αποβιώσαντος εργαζομένου μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια (Δικαστήριο ΕΕ)

Δυνατή η απευθείας επίκληση των διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ κληρονόμου και ιδιώτη εργοδότη

07/11/2018

09/11/2018

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις Η έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 6-11-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι οι κληρονόμοι θανόντος εργαζομένου μπορούν να ζητήσουν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, από τον πρώην εργοδότη του αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία ο εργαζόμενος αυτός δεν είχε λάβει πριν από τον θάνατό του.

Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι το δικαίωμα του θανόντος εργαζομένου σε χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα άδεια είναι μεταβιβάσιμο αιτία θανάτου στους κληρονόμους του.

Να σημειωθεί ότι στην απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο συντάσσεται, τόσο ως προς το αιτιολογικό όσο και ως προς το διατακτικό, σε γενικές γραμμές με τις από 29-05-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ΔΕΕ Yves Bot.

Ιστορικό της υπόθεσης

Οι θανόντες σύζυγοι των Maria Elisabeth Bauer και Martina Broßonn απασχολούνταν από τον δήμο Wuppertal (Γερμανία) και από τον Volker Willmeroth, αντιστοίχως. Δεδομένου ότι οι κληρονομούμενοι δεν είχαν λάβει, πριν από τον θάνατό τους, όλες τις ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν, η Μ. Ε. Bauer και η Μ. Broßonn, ζήτησαν ως μοναδικές κληρονόμοι, από τους πρώην εργοδότες των συζύγων τους χρηματική αποζημίωση για τις ημέρες αυτές. Κατόπιν της αρνήσεως του δήμου Wuppertal και του V. Willmeroth να καταβάλουν την αποζημίωση αυτή, η Μ. Ε. Bauer και η Μ. Broßonn άσκησαν αγωγές ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων εργατικών διαφορών.

Το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία), που επελήφθη των διαφορών αυτών, ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει, στο πλαίσιο αυτό, το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα την οδηγία 2003/88/ΕΚ (σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας) και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κατά το οποίο κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε περίοδο ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων το οποίο μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας.

Το Bundesarbeitsgericht υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, το 2014, ότι το δικαίωμα του εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν αποσβέννυται με τον θάνατό του1.

Εντούτοις, διερωτάται αν ισχύει το ίδιο όταν το εθνικό δίκαιο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση το γερμανικό δίκαιο, δεν επιτρέπει να καταστεί ένα τέτοιο δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας. Επιπλέον, εκτιμά ότι ο σκοπός του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που συνίσταται στην παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα αναψυχής και ψυχαγωγίας δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί μετά τον θάνατο του ενδιαφερομένου.

Απόφαση του Δικαστηρίου

Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, ο θάνατος του εργαζομένου δεν συνεπάγεται απόσβεση του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι οι κληρονόμοι του εργαζομένου μπορούν να ζητήσουν χρηματική αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός δεν είχε λάβει πριν από τον θάνατό του.

Στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό και, ως εκ τούτου, δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, οι κληρονόμοι μπορούν να επικαλεστούν απευθείας το δίκαιο της Ένωσης τόσο έναντι εργοδότη που είναι δημόσια αρχή όσο και έναντι ιδιώτη εργοδότη.

Το Δικαστήριο δέχεται ότι αναπόφευκτη συνέπεια του θανάτου του εργαζομένου είναι η απώλεια της δυνατότητας αυτούσιας χρήσεως του χρόνου αναπαύσεως και αναψυχής που συνδέεται με την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός δικαιούνταν. Εντούτοις, η αυτούσια χρήση του χρόνου ανάπαυσης είναι μία από τις δύο πτυχές του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, το οποίο αποτελεί ουσιώδη αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται ρητά ως θεμελιώδες δικαίωμα στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα στην καταβολή αποδοχών κατά τη διάρκεια της άδειας, καθώς και το, άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα ετήσιας άδειας «μετ’ αποδοχών», δικαίωμα στην καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια κατά τη λύση της σχέσης εργασίας.

Η χρηματική αυτή πτυχή του δικαιώματος είναι αμιγώς περιουσιακής φύσης και, ως εκ τούτου, προορίζεται να αποτελέσει μέρος της περιουσίας του ενδιαφερομένου, με αποτέλεσμα ο θάνατός του να μην μπορεί να την αφαιρέσει αναδρομικά από την περιουσία αυτή και, κατά συνέπεια, να στερήσει από εκείνους που πρόκειται να την κληρονομήσουν, τη δυνατότητα να απολαύσουν πραγματικά την περιουσιακή αυτή πλευρά του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ερμηνεία εθνικής κανονιστικής ρύθμισης (όπως η επίμαχη γερμανική ρύθμιση) κατά τρόπο ώστε να συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς μεταξύ του κληρονόμου θανόντος εργαζομένου και του πρώην εργοδότη του εργαζομένου αυτού οφείλει να μην εφαρμόσει την εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση και να μεριμνήσει ώστε ο εν λόγω κληρονόμος να εισπράξει, εις βάρος του πρώην εργοδότη, χρηματική αποζημίωση για την κεκτημένη βάσει του δικαίου της Ένωσης ετήσια άδεια του εν λόγω εργαζόμενου την οποία αυτός δεν είχε λάβει πριν από τον θάνατό του.

Το εθνικό δικαστήριο υπέχει αυτή την υποχρέωση ανεξαρτήτως του αν αντίδικοι στην διαφορά είναι ο κληρονόμος και ένας εργοδότης που αποτελεί δημόσια αρχή (όπως ο δήμος Wuppertal) ή ο κληρονόμος και ένας ιδιώτης εργοδότης (όπως ο V. Willmeroth)2.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

  • 1. Απόφαση του Δικαστηρίου Bollacke, C-118/13
  • 2. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού. Εντούτοις, όσον αφορά το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, είναι δυνατή στο πλαίσιο τέτοιας διαφοράς η επίκληση του Χάρτη.
Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα - Κατ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
 

Το δίκαιο της απόδειξης στις διοικητικές διαφορές ουσίας (XXII & 327)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΉ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ