Οι κληρονόμοι αποβιώσαντος εργαζομένου μπορούν να αξιώσουν χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια
Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: Είναι δυνατή η απευθείας επίκληση του άρθρου 31 παρ. 2 του Χάρτη ακόμα και στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Στις δημοσιευθείσες την Τετάρτη, 29-05-2018, προτάσεις του σε δύο συνεκδικασθείσες υποθέσεις, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Yves Bot, προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης, και δη οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εμποδίζει τους κληρονόμους θανόντος εργαζομένου να αξιώσουν χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει στις προτάσεις του ο γεν. εισαγγελέας Bot, oι κληρονόμοι μπορούν να επικαλεστούν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 31, παράγραφος 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, τόσο έναντι εργοδότη που ανήκει στον δημόσιο τομέα όσο και έναντι εργοδότη που ανήκει στον ιδιωτικό τομέα.
Ιστορικό των υποθέσεων
Η Maria Elisabeth Bauer και η Martina Broßonn ζήτησαν από τους πρώην εργοδότες των θανόντων συζύγων τους, ήτοι, αντιστοίχως, από τον Stadt Wuppertal (Δήμο του Βούπερταλ, Γερμανία) και τον Volker Willmeroth (ως ιδιοκτήτη της επιχείρησης TWI Technische Wartung und Instandsetzung Volker Willmeroth) να τους καταβάλουν χρηματική αποζημίωση για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που οι σύζυγοί τους δεν είχαν λάβει πριν από τον θάνατό τους. Κατόπιν της άρνησης των εργοδοτών να τους καταβάλουν τέτοια αποζημίωση, η Μ. Ε. Bauer και η Μ. Broßonn προσέφυγαν ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων εργατικών διαφορών.
Στο πλαίσιο αυτό, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία 2003/88/ΕΚ για τον χρόνο εργασίας και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και ειδικότερα το άρθρο του 31, παράγραφος 2), τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Κατά την οδηγία, η άδεια αυτή πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων.
Το Bundesarbeitsgericht υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, στην απόφαση Bollacke, ότι η εν λόγω οδηγία αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία ή πρακτική η οποία προβλέπει ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται, χωρίς να γεννάται δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για μη ληφθείσα άδεια, όταν η σχέση εργασίας λύεται λόγω του θανάτου του εργαζομένου.
Ωστόσο, διερωτάται αν ισχύει το ίδιο όταν το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει να καταστεί μια τέτοια χρηματική αποζημίωση μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας. Κατά το γερμανικό δίκαιο, όπως αυτό ερμηνεύεται από το Bundesarbeitsgericht, το δικαίωμα άδειας του θανόντος αποσβέννυται με τον θάνατό του και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να μετατραπεί σε δικαίωμα αποζημίωσης ούτε να αποτελέσει μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας. Κατά το Bundesarbeitsgericht, οι επίμαχες διατάξεις του γερμανικού δικαίου δεν επιδέχονται άλλη ερμηνεία. Στην περίπτωση που κριθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε μια τέτοια εθνική ρύθμιση, το Bundesarbeitsgericht ζητεί επιπλέον να διευκρινιστεί αν ο κληρονόμος μπορεί να επικαλεστεί απευθείας το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικά σε διαφορά όπου ο αντίδικός του είναι εργοδότης που ανήκει στον ιδιωτικό τομέα, όπως ο V. Willmeroth
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Yves Bot συνάγει ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος να τεθεί υπό αμφισβήτηση η λύση την οποία το Δικαστήριο υιοθέτησε στην απόφαση Bollacke. Σημειώνει ειδικά ότι το Δικαστήριο όντως έλαβε υπόψη στην εν λόγω απόφαση την πτυχή κληρονομικού δικαίου που έχει η λύση στην οποία κατέληξε.
Συνεπώς, προτείνει να επιβεβαιωθεί ότι η οδηγία αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία ή πρακτική, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία προβλέπει ότι, όταν η σχέση εργασίας λύεται λόγω του θανάτου του εργαζομένου, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποσβέννυται, χωρίς να γεννάται δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, και η οποία επομένως καθιστά αδύνατη την καταβολή τέτοιας αποζημίωσης στους κληρονόμους του θανόντος.
Όσον αφορά τις συνέπειες που το Bundesarbeitsgericht πρέπει να συναγάγει από αυτή τη διαπίστωση της ασυμβατότητας του γερμανικού δικαίου με την οδηγία, ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει ερμηνεία αντίθετη προς τις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, απλώς και μόνον το γεγονός ότι εθνικό δικαστήριο παγίως ερμηνεύει διάταξη του εθνικού δικαίου κατά τρόπο που δεν είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τη δυνατότητα σύμφωνης ερμηνείας.
Για την περίπτωση που το Bundesarbeitsgericht εξακολουθήσει να θεωρεί ότι αδυνατεί να προβεί σε ερμηνεία σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, ο γενικός εισαγγελέας διακρίνει μεταξύ δύο καταστάσεων.
Η M. E. Bauer, λόγω του ότι ο σύζυγός της απασχολούνταν από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ήτοι τον Stadt Wuppertal, δύναται χωρίς δυσκολία να επικαλεστεί κατά του νομικού αυτού προσώπου το δικαίωμά της να της καταβληθεί χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, το οποίο της παρέχεται απευθείας από την οδηγία. Το Bundesarbeitsgericht θα πρέπει τότε να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου.
Η περίπτωση της Μ. Broßonn είναι αντιθέτως πιο περίπλοκη, καθόσον ο σύζυγός της απασχολούνταν από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια οδηγία δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει υποχρεώσεις ενός ιδιώτη και, επομένως, αυτή καθ’ εαυτή δεν μπορεί να τύχει επίκλησης κατά ιδιώτη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.
Ωστόσο, κατά τον γενικό εισαγγελέα, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, όπως κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, δεν αποτελεί μόνον ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, αλλά επίσης πρέπει να χαρακτηριστεί ως αυτοτελές θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα.
Ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι το εν λόγω άρθρο του Χάρτη πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να είναι δυνατή η απευθείας επίκλησή του στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή εθνικών διατάξεων που έχουν ως αποτέλεσμα να στερείται ο εργαζόμενος του δικαιώματός του για ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών. Πράγματι, το άρθρο αυτό έχει επιτακτικό χαρακτήρα και αυτάρκεια υπό την έννοια ότι δεν απαιτεί την έκδοση συμπληρωματικής πράξης προκειμένου να έχει απευθείας αποτελέσματα έναντι των ιδιωτών.
Επιπλέον, κατά τον γενικό εισαγγελέα, από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (οι οποίες παραπέμπουν στην οδηγία) προκύπτει ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη διασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων.
Επίσης αυτή η αλληλουχία κανόνων είναι λόγος για τον οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι προστατεύεται με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης το οποίο πρέπει να έχει κάθε εργαζόμενος ο οποίος, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, δεν μπόρεσε να ασκήσει πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπως αυτό απορρέει από την οδηγία και έχει αναγνωριστεί και διευκρινιστεί από το Δικαστήριο.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA