logo-print

CETA και δίκαιο ΕΕ: Είναι «προβληματικό» το δικαστικό σύστημα των επενδύσεων (ICS) που καθιερώνει η συμφωνία;

Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: Ο μηχανισμός είναι σύμφωνος με το ενωσιακό δίκαιο - Δεν διακυβεύονται ούτε η αυτονομία της έννομης τάξης, ούτε το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης

01/02/2019

05/02/2019

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Στις δημοσιευθείσες την Τρίτη, 29-01-2019, προτάσεις του επί της υπ’ αριθ. 1/17 Γνωμοδοτήσεως κατόπιν αίτησης που υπέβαλε στο ΔΕΕ το Βέλγιο, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Yves Bot προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι ο ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ΕΔΕΚ ή ISDS) που προβλέπεται στη συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά (ΣΟΕΣ ή CETA) είναι συμβατός με το δίκαιο της ΕΕ.

Επιπλέον, ο γεν. εισαγγελέας Bot επισημαίνει ότι η συμφωνία σέβεται την αυτονομία του ενωσιακού δικαίου και δεν θίγει την αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου όσον αφορά την οριστική ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ.

Τέλος, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός πως ο γεν .εισαγγελέας Bot υιοθετεί την άποψη ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην απόφαση Achmea δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην εξέταση του μηχανισμού επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών που προβλέπεται στην CETA.

Ενδεχομένως, κατ’ αυτό τον τρόπο, ο γεν. εισαγγελέας να προσπαθεί να αμβλύνει τις αρνητικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν μετά την έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης, καθώς βασικό επιχείρημα των επικριτών αυτής ήταν ότι δημιουργείται αρνητικό προηγούμενο από την πλευρά της ΕΕ στον τομέα των επενδύσεων.

Ιστορικό της υπόθεσης

Στις 30 Οκτωβρίου 2016, ο Καναδάς, αφενός, και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, αφετέρου, υπέγραψαν στις Βρυξέλλες «συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία» (ΣΟΕΣ), ευρέως γνωστή υπό το ακρωνύμιο CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement).

Η συμφωνία περιλαμβάνει ένα τμήμα αντικείμενο του οποίου είναι η καθιέρωση μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ΕΔΕΚ), επίσης γνωστού υπό το ακρωνύμιο ISDS System (Investor State Dispute Settlement System), αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της συμφωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται η σύσταση δικαστηρίου (δικαστήριο ή δικαστήριο της ΣΟΕΣ) και εφετείου (εφετείο ή εφετείο της ΣΟΕΣ) καθώς και, μακροπρόθεσμα, πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και δευτεροβάθμιου μηχανισμού ενόψει του τερματισμού της λειτουργίας των αρχικών δικαστηρίων. Στόχος είναι η καθιέρωση «δικαστικού συστήματος για τις επενδύσεις» (ΔΣΕ ή ICS).

Στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 το Βέλγιο, δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση γνωμοδοτήσεως με αντικείμενο τη συμβατότητα του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ΕΔΕΚ ή ISDS) με το δίκαιο της ΕΕ. Το εν λόγω κράτος μέλος, κατ’ ουσίαν, διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τις συνέπειες που επάγεται αυτός ο μηχανισμός για την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, για τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την επιταγή αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης καθώς και για το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ

Με τις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Yves Bot αποφαίνεται ότι ο μηχανισμός επίλυσης των διαφορών είναι συμβατός με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρώτον, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η συμφωνία ούτε θέτει εν αμφιβόλω την αυτονομία της έννομης τάξεως της Ένωσης, ούτε θίγει την αρχή της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς την οριστική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο γενικός εισαγγελέας αναφέρει ότι ο λόγος για την καθιέρωση του ειδικού μηχανισμού επιλύσεως διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών είναι η διατήρηση της αμοιβαιότητας στην προστασία που παρέχεται στους επενδυτές κάθε συμβαλλόμενου μέρους και ότι αυτό είναι συνεπές με την έλλειψη αμέσου αποτελέσματος της συμφωνίας. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η λύση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην απόφαση Achmea δεν μπορεί να ισχύσει για την εξέταση του μηχανισμού της συμφωνίας εν προκειμένω.

Ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι η συμφωνία περιέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την καθιέρωση του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου της συμφωνίας είναι αυστηρά οριοθετημένη, συγκεκριμένα, στην περίπτωση παράβασης σχετικών διατάξεων της συμφωνίας από ένα συμβαλλόμενο μέρος, το δικαστήριο αυτό επιδικάζει αποζημίωση στους επενδυτές που υφίστανται ζημία. Το δικαστήριο της συμφωνίας δεν έχει την εξουσία να ακυρώσει μέτρο το οποίο κρίνει αντίθετο προς τις διατάξεις της συμφωνίας, ούτε να απαιτήσει τη μεταρρύθμισή του ώστε να καταστεί σύμφωνο προς αυτή. Πρόσθετα, όσον αφορά την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ, το δικαστήριο της συμφωνίας δεσμεύεται από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει δοθεί από το Δικαστήριο και δεν μπορεί να προβεί το ίδιο σε δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Έξαλλου, αφενός η κοινή επιτροπή της συμφωνίας έχει την εξουσία να εγκρίνει δεσμευτικές ερμηνείες της συμφωνίας και  αφετέρου καθιερώνεται διαδικασία επανεξέτασης υποθέσεων ενώπιον εφετείου.

Ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί επίσης ότι τα προβλεπόμενα από τη συμφωνία όργανα για τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών δεν έχουν εξουσία να αποφαίνονται επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της.

Στη συνέχεια, ο γενικός εισαγγελέας συμπεραίνει ότι ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών δεν θίγει την αποστολή των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Τα δικαστήρια των κρατών μελών, μολονότι, ελλείψει αμέσου αποτελέσματος της συμφωνίας, δεν έχουν ως αποστολή να εφαρμόζουν τη συμφωνία αυτή, εντούτοις δεν στερούνται την ιδιότητά τους ως δικαστηρίων «γενικής δικαιοδοσίας» της έννομης τάξεως της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου τους κατά την ενδεχόμενη υποβολή αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Ακόμα, το Δικαστήριο δεν στερείται την αρμοδιότητά του να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις σε απάντηση των ερωτημάτων που υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά. Κατά τον γενικό εισαγγελέα, λοιπόν, δεν διαπιστώνεται αλλοίωση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται με τις Συνθήκες στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στα κράτη μέλη και οι οποίες είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της ίδιας της φύσης του δικαίου της Ένωσης.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα, το σύστημα επίλυσης διαφορών είναι πλήρως συμβατό με τους σκοπούς της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης, δεδομένου ότι συνδυάζει κανόνες για την προστασία των επενδύσεων, καθώς και ειδικό μηχανισμό επιλύσεως διαφορών, με τη ρητή επιβεβαίωση του δικαιώματος των συμβαλλομένων μερών να θεσπίζουν την απαραίτητη νομοθεσία για την επίτευξη θεμιτών σκοπών δημοσίου συμφέροντος, για παράδειγμα στους τομείς της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος ή της κοινωνικής προστασίας.

Δεύτερον, η συμφωνία δεν παραβιάζει τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφόρα την πρόσβαση στον μηχανισμό επίλυσης διαφορών. Η κατάσταση των Καναδών επενδυτών που πραγματοποιούν επενδύσεις στην Ένωση δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των Ευρωπαίων επενδυτών που πραγματοποιούν επενδύσεις στον δικό τους οικονομικό χώρο. Σύγκριση μεταξύ των Καναδών και των Ευρωπαίων επενδυτών χωρεί μόνον ως προς τις επενδύσεις που αυτοί πραγματοποιούν στο έδαφος του άλλου συμβαλλομένου μέρους.

Τρίτον, διαδικαστικές εγγυήσεις καθιστούν δυνατή τη διασφάλιση επαρκούς επιπέδου προστασίας του δικαιώματος προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Ο προβλεπόμενος στη συμφωνία μηχανισμός αποτελεί απλώς και μόνον εναλλακτικό τρόπο επιλύσεως των σχετικών με την εφαρμογή της συμφωνίας διαφορών, συμπληρωματικά στα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Επιπλέον, οι διατάξεις της συμφωνίας θέτουν τους όρους αμοιβής των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου, η οποία περιλαμβάνει ένα πάγιο μέρος και ένα μέρος που εξαρτάται από τον αριθμό και την πολυπλοκότητα των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται τα μέλη. Αυτή η διπλή συνιστώσα της αμοιβής των μελών του δικαστηρίου είναι συνεπής με τον υβριδικό χαρακτήρα του μηχανισμού επιλύσεως διαφορών που καθιερώνεται καθώς και με το γεγονός ότι, τουλάχιστον αρχικά, τα εν λόγω μέλη δεν θα απασχολούνται στο δικαστήριο με πλήρες ωράριο.

Εν κατακλείδι, οι προϋποθέσεις διορισμού και ενδεχόμενης απομακρύνσεως των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου καθώς και οι προβλεπόμενες εγγυήσεις είναι επαρκείς. Επιπρόσθετα, η συμφωνία περιλαμβάνει συγκεκριμένους κανόνες δεοντολογίας στους οποίους υπόκεινται τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου και οι οποίοι αποσκοπούν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους.

Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA

Η μικρή και κλειστή οικογενειακή ανώνυμη εταιρία

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ένδικα Μέσα και Ανακοπές - Β έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

send