logo-print

ΔΕΕ: Η Πολωνία να αναστείλει αμέσως την εφαρμογή της νομοθεσίας για την αρμοδιότητα του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Κομισιόν κατόπιν «prima facie» επιφυλάξεων που ανάγονται στην ανεξαρτησία και αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος

10/04/2020

10/04/2020

ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 8-04-2020 διάταξη του, επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της Επιτροπής, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφαίνεται ότι η Πολωνία θα πρέπει άμεσα να αναστείλει την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων για τις εξουσίες του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της σχετικά με πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν δικαστές.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι ισχυρισμοί που προβάλλει η Επιτροπή δικαιολογούν τη χορήγηση των προσωρινών μέτρων.

Ιστορικό της υπόθεσης

Το 2017, η Πολωνία θέσπισε το νέο πειθαρχικό καθεστώς για τους δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας) και των τακτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, βάσει της νομοθετικής αυτής μεταρρύθμισης, ένα νέο Τμήμα, το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) συστάθηκε στο εσωτερικό του Sąd Najwyższy. Ως εκ τούτου, στην αρμοδιότητα του Izba Dyscyplinarna εμπίπτει, μεταξύ άλλων, η εκδίκαση υποθέσεων πειθαρχικής φύσεως που αφορούν δικαστές του Sąd Najwyższy και, κατ’ έφεση, υποθέσεις πειθαρχικής φύσεως που αφορούν δικαστές των τακτικών δικαστηρίων. 

Η Επιτροπή, εκτιμώντας πως, με τη θέσπιση του νέου πειθαρχικού καθεστώτος για τους δικαστές, η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις της δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, ήτοι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 267, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, άσκησε την 25η Οκτωβρίου 2019 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-791/19 Επιτροπή κατά Πολωνίας).  Συγκεκριμένα, η Επιτροπή με την προσφυγή της υποστηρίζει, ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις: α) επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων ως πειθαρχικού παραπτώματος όσον αφορά τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων, β) δεν εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει ο έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδονται επί πειθαρχικών διαδικασιών, γ) αναγνωρίζουν στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό του αρμόδιου πρωτοβάθμιου πειθαρχικού δικαστηρίου σε υποθέσεις δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, και, κατά συνέπεια, δεν εξασφαλίζουν την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης από δικαστήριο «που έχει συσταθεί νομίμως», δ) αναγνωρίζουν στον Υπουργό Δικαιοσύνης αρμοδιότητα διορισμού Υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών παρά τω Υπουργώ Δικαιοσύνης, κατά συνέπεια, δεν εξασφαλίζουν την εντός εύλογης προθεσμίας εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων κατά δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, και επίσης προβλέπει ότι οι πράξεις που συναρτώνται με τον διορισμό εκπροσώπου ή με την ανάληψη από αυτόν των καθηκόντων εκπροσώπησης δεν αναστέλλουν την πειθαρχική διαδικασία και ότι το πειθαρχικό δικαστήριο διεξάγει τη διαδικασία παρά τη δικαιολογημένη απουσία του πειθαρχικά διωκόμενου δικαστή που ειδοποιήθηκε σχετικά ή του εκπροσώπου του, και, κατά συνέπεια, δεν εξασφαλίζει τα δικαιώματα άμυνας των πειθαρχικώς διωκόμενων δικαστών των τακτικών δικαστηρίων και ε) επιτρέπουν, μέσω της δυνατότητας κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας, τον περιορισμό του δικαιώματος των δικαστηρίων να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Με την απόφαση του της 19ης Νοεμβρίου 2019 [Υπόθεση: C-585/18, C-624/18 A.K. κ.α. και C625/18 (Ανεξαρτησία πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot.], το Δικαστήριο, με αντικείμενο το ερώτημα που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych) [Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως), Πολωνία], αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το ενωσιακό δίκαιο αποκλείει διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, τούτο συμβαίνει οσάκις οι αντικειμενικές συνθήκες της συστάσεως του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οργάνου αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και τα στοιχεία αυτά δύνανται, ως εκ τούτου, να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδει το εν λόγω όργανο εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. 

Κατόπιν αυτών, το Sąd Najwyższy – Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych, με τις αποφάσεις που εξέδωσε στις 5 Δεκεμβρίου 2019 και 15 Ιανουαρίου 2020, έκρινε συγκεκριμένα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες συστάθηκε, το εύρος των εξουσιών του, τη σύνθεσή του και την ανάμειξη του Krajowa Rada Sądownictwa (KRS, Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία) στη συγκρότησή του, το Izba Dyscyplinarna δε μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο για τους σκοπούς είτε του ενωσιακού δικαίου είτε του πολωνικού δικαίου. Μετά την έκδοση των αποφάσεων αυτών, το Izba Dyscyplinarna συνέχισε να εκτελεί τις δικαστικές εξουσίες του. 

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, στις 23 Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βέλγιο, τη Δανία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, αιτήθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, από το Δικαστήριο να διατάξει την Πολωνία να λάβει τα ακόλουθα προσωρινά μέτρα: α) να αναστείλει, όσο εκκρεμεί η έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της προσφυγής λόγω παραβάσεως (η οριστική απόφαση), την εφαρμογή των διατάξεων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του Izba Dyscyplinarna του Sąd Najwyższy να εκδικάζει, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, υποθέσεις πειθαρχικής φύσεως αναφορικά με δικαστές, β) να απέχει από την υποβολή εκκρεμών ενώπιον του Izba Dyscyplinarna υποθέσεων σε όργανο του οποίου η σύνθεση δεν πληροί τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας όπως ορίζονται, συγκεκριμένα, με την απόφαση Α.Κ. κ.α., και γ) να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο εντός μηνός από την κοινοποίηση της διάταξης του Δικαστηρίου που θα επιβάλλει τα αιτηθέντα προσωρινά μέτρα, όλα τα μέτρα που θα έχει υιοθετήσει προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως με τη διάταξη αυτή. Πρόσθετα, η Επιτροπή επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της να υποβάλλει επιπλέον αίτηση με αντικείμενο την επιβολή προστίμου στην περίπτωση που καταστεί προφανές από τις πληροφορίες που θα κοινοποιηθούν σε αυτή ότι η Πολωνία δεν έχει συμμορφωθεί πλήρως με τα προσωρινά μέτρα που θα διαταχθούν επί της αρχικής αίτησής της ασφαλιστικών μέτρων.  

Διάταξη του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με τη διάταξή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, απορρίπτει τα επιχειρήματα της Πολωνίας αναφορικά με το απαράδεκτο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ως προς την αρμοδιότητά του να διατάξει τα προσωρινά μέτρα εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι η οργάνωση των δικαστικών συστημάτων στα κράτη μέλη ανήκει στην αρμοδιότητα αυτών, εντούτοις παραμένει γεγονός ότι, κατά την άσκηση της συγκεκριμένης αρμοδιότητάς τους, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του ενωσιακού δικαίου. Ως εκ τούτου, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να διασφαλίσει ότι το πειθαρχικό καθεστώς, το οποίο εφαρμόζεται στους δικαστές των δικαστηρίων του που αποτελούν μέρος του συστήματός του παροχής ενδίκων μέσων στους τομείς που εμπίπτουν στο ενωσιακό δίκαιο, τελεί σε συμμόρφωση με την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων εξασφαλίζοντας ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε υποθέσεις πειθαρχικής φύσεως σε βάρος των δικαστών αυτών των δικαστηρίων υπόκεινται σε έλεγχο από όργανο το οποίο το ίδιο πληροί τις εγγυήσεις στο πλαίσιο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να διατάξει προσωρινά μέτρα για την αναστολή της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν τις εξουσίες του Izba Dyscyplinarna σχετικά με το πειθαρχικό καθεστώς για τους δικαστές.   

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι προσωρινό μέτρο μπορεί να διαταχθεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων μόνον εφόσον αποδειχθεί α) ότι η λήψη του δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών («fumus boni juris») και β) ότι το μέτρο αυτό είναι επείγον, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθεί και να παραγάγει τα αποτελέσματά του πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας δίκης. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Πρώτον, αναφορικά με την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη του «fumus boni juris», το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι αυτή η προϋπόθεση πληρούται εφόσον ένας τουλάχιστον από τους λόγους που προβάλλει ο αιτών τη λήψη προσωρινών μέτρων προς στήριξη της κύριας προσφυγής του δεν στερείται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρού ερείσματος. Στην παρούσα υπόθεση, χωρίς να αποφαίνεται επί της ουσίας των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι στην προσφυγή λόγω παραβάσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων επέστησε την προσοχή η Επιτροπή και τα ερμηνευτικά κριτήρια που παρείχε, συγκεκριμένα, η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019 [Υπόθεση: C-619/18 Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot] και η απόφαση AK κ.α., τα προβληθέντα με την προσφυγή λόγω παραβάσεως επιχειρήματα που αφορούν την έλλειψη της εγγύησης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του Izba Dyscyplinarna, φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να στερούνται σοβαρού ερείσματος

Δεύτερον, αναφορικά με την προϋπόθεση του επείγοντος χαρακτήρα, το Δικαστήριο τονίζει ότι σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στην έννομη προστασία που παρέχει το Δικαστήριο. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο επείγων χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί την προσωρινή προστασία. Στην υπόθεση εν προκειμένω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών διατάξεων μέχρι της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως δύναται να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στη λειτουργία της ενωσιακής έννομης τάξης. Κατά το Δικαστήριο, η εγγύηση ανεξαρτησίας του Izba Dyscyplinarna, ως αρμοδίου δικαστηρίου σε υποθέσεις πειθαρχικής φύσεως σχετικά με δικαστές του Sąd Najwyższy και των τακτικών δικαστηρίων, είναι αναγκαία προκειμένου να διατηρηθεί η ανεξαρτησία τόσο του Sąd Najwyższy όσο και των τακτικών δικαστηρίων. Και μόνο η προοπτική οι δικαστές του Sąd Najwyższy και των τακτικών δικαστηρίων να βρεθούν αντιμέτωποι με πειθαρχική διαδικασία η οποία ενδέχεται να εκδικαστεί ενώπιον ενός οργάνου του οποίου η ανεξαρτησία δε θα είναι εγγυημένη είναι πιθανό να επηρεάσει την ανεξαρτησία των ιδίων. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το γεγονός ότι η ανεξαρτησία του Sąd Najwyższy ενδέχεται να μην είναι εγγυημένη δύναται να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην ενωσιακή έννομη τάξη και κατ’ επέκταση στα δικαιώματα των πολιτών δυνάμει του ενωσιακού δικαίου και τις αξίες, που καθορίζονται στο άρθρο 2  ΣΕΕ, στις οποίες στηρίζεται η Ένωση, και συγκεκριμένα στο κράτος δικαίου. Συνεπώς, η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών διατάξεων, στον βαθμό που απονέμουν αρμοδιότητα εκδίκασης υποθέσεων πειθαρχικής φύσεως σχετικά με δικαστές του Sąd Najwyższy και των τακτικών δικαστηρίων σε ένα όργανο, ήτοι το Izba Dyscyplinarna, του οποίου η ανεξαρτησία ενδέχεται να μην είναι εγγυημένη, δύναται να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στην ενωσιακή έννομη τάξη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο καταλήγει ότι έχει αποδειχθεί ο επείγων χαρακτήρας των αιτηθέντων από την Επιτροπή προσωρινών μέτρων.  

Τρίτον, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον μία στάθμιση των συμφερόντων ευνοεί τη χορήγηση των προσωρινών μέτρων που αιτείται η Επιτροπή. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η χορήγηση των εν λόγω μέτρων δεν θα έχει ως αποτέλεσμα ούτε τη διάλυση του Izba Dyscyplinarna ούτε, ακολούθως, την απομάκρυνση των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών του, αλλά αποκλειστικά την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας του μέχρι εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως. Πρόσθετα, στο βαθμό που η χορήγηση των εν λόγω μέτρων συνεπάγεται την αναστολή της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του Izba Dyscyplinarna μέχρι εκκδόσεως της οριστικής αποφάσεως, η βλάβη που προκαλείται στα πρόσωπα που επηρεάζονται από την αναστολή εκδίκασης των συγκεκριμένων υποθέσεων θα είναι μικρότερη σε σχέση με τη βλάβη που προξενείται από την εξέταση των υποθέσεων αυτών από ένα όργανο, ήτοι το Izba Dyscyplinarna, του οποίου η έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να αποκλειστεί. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο εκτιμά ότι μία στάθμιση των συμφερόντων στην παρούσα υπόθεση ευνοεί τη χορήγηση των προσωρινών μέτρων που έχει αιτηθεί η Επιτροπή.  

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Επιτροπής και διατάσσει τη λήψη των προσωρινών μέτρων.

Το πλήρες κείμενο της διατάξεως είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA

Μεσιτεία Ακινήτων - Δημοσιεύματα ΕπΑΚ Νο 5
Επιδόσεις στο εξωτερικό Β έκδοση