logo-print

Διαφορά μεταξύ επαγγελματία στον οποίο μεταβιβάσθηκε απαίτηση ζημιωθέντος τροχαίου και ασφαλιστικής επιχείρησης: Διευκρινίσεις από το ΔΕΕ ως προς τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας

Έννοια του “ζημιωθέντος” - Επαγγελματίας του κλάδου των ασφαλίσεων - Έννοιες του “υποκαταστήματος”, του “πρακτορείου” ή της “κάθε άλλης εγκατάστασης”» - Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας

21/05/2021

24/05/2021

Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις - Ε έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ

Ερμηνεία κατ΄ άρθρo του ΚΝ 489/1976 περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης"

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 20-05-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) διασαφήνισε τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε διασυνοριακή διαφορά μεταξύ, αφενός, επαγγελματία στον οποίο μεταβιβάσθηκε η απαίτηση ζημιωθέντος από τροχαίο ατύχημα έναντι ασφαλιστικής επιχειρήσεως και, αφετέρου, της εν λόγω επιχειρήσεως.

Ιστορικό της υπόθεσης

Στις 28 Φεβρουαρίου 2018 συνέβη στην Πολωνία τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο συγκρούστηκαν δύο αυτοκίνητα. Ο υπαίτιος του ατυχήματος είχε συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης αυτοκινήτων οχημάτων με την Gefion Insurance A/S, ασφαλιστική εταιρία εδρεύουσα στη Δανία. Την 1η Μαρτίου 2018, η ζημιωθείσα μίσθωσε όχημα αντικαταστάσεως, έναντι αντιτίμου, από το συνεργείο που είχε αναλάβει την επισκευή του αυτοκινήτου της. Προς εξόφληση της εν λόγω παροχής υπηρεσίας μισθώσεως, η ζημιωθείσα εκχώρησε στο συνεργείο την απαίτησή της κατά της Gefion. Στις 25 Ιουνίου 2018 το συνεργείο εκχώρησε την απαίτηση αυτή στη CNP spółka z ograniczoną odpowiedzialnością.

Με επιστολή της 25ης Ιουνίου 2018, η CNP ζήτησε από την Gefion να της καταβάλει το ποσό που είχε χρεωθεί για τη μίσθωση του οχήματος αντικαταστάσεως βάσει του τιμολογίου.

Με επιστολή της 16ης Αυγούστου 2018, η Crawford Polska sp. z o.o., εταιρία εδρεύουσα στην Πολωνία και επιφορτισμένη από την Gefion με τον διακανονισμό της ζημίας, ενέκρινε την εν μέρει εξόφληση του τιμολογίου για τη μίσθωση του οχήματος αντικαταστάσεως και κατέβαλε στη CNP μέρος του χρεωθέντος βάσει του τιμολογίου ποσού σχετικά με την εν λόγω εκμίσθωση. Στο καταληκτικό τμήμα της επιστολής, η Crawford Polska μνημόνευε τη δυνατότητα προβολής αξιώσεων εναντίον της, ως εξουσιοδοτημένης από την ασφαλιστική επιχείρηση οντότητας, ή απευθείας εναντίον της Gefion, «είτε σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες περί δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας είτε ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ή της έδρας του αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου της ασφάλισης ή προσώπου έλκοντος δικαιώματα από τη σύμβαση ασφάλισης».

Στις 20 Αυγούστου 2018, η CNP άσκησε αγωγή κατά της Gefion ενώπιον του Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείου Białystok, Πολωνία)

Στις 11 Δεκεμβρίου 2018, το ως άνω δικαστήριο εξέδωσε διαταγή προς πληρωμή.

Η Gefion άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητώντας τη διεθνή δικαιοδοσία των πολωνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της διαφοράς. Στο πλαίσιο αυτό, το πολωνικό δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει το Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 [κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις] (γνωστός και ως «κανονισμός Βρυξέλλες Ια»).

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πρώτον το ζήτημα αν, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ, αφενός, επαγγελματία που απέκτησε απαίτηση έναντι ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία κατείχε αρχικώς ο ζημιωθείς, και, αφετέρου, της ίδιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να θεμελιωθεί ενδεχομένως η διεθνής δικαιοδοσία, κατά τρόπο αυτοτελή, στις διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δυνάμει των οποίων διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (σημείο 2) και εκείνα του τόπου του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης της μητρικής επιχειρήσεως, όσον αφορά αγωγές που ασκούνται κατά της μητρικής επιχειρήσεως στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που συνδέονται με υποκατάστημα, πρακτορείο ή κάθε άλλη εγκατάσταση (σημείο 5). 

Το Δικαστήριο υπενθύμισε συναφώς ότι το τμήμα 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων», θεσπίζει αυτοτελές σύστημα καταμερισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων. Σκοπός του τμήματος αυτού είναι η προστασία του ασθενέστερου συμβαλλομένου μέσω ευνοϊκότερων για τα συμφέροντά του κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, εν αντιθέσει προς τους γενικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, συνεπάγεται δε ότι η εφαρμογή των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο εν λόγω τμήμα, συγκεκριμένα στα άρθρα 10 έως 16 του κανονισμού, δεν επεκτείνεται σε πρόσωπα για τα οποία δεν δικαιολογείται η παροχή της προστασίας αυτής. Επιπλέον, μολονότι το πρόσωπο στο οποίο εκχωρήθηκαν τα δικαιώματα του ζημιωθέντος και το οποίο μπορεί να θεωρηθεί το ίδιο ασθενέστερο μέρος πρέπει να μπορεί να επωφεληθεί των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, οι οποίοι καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, καμία ειδική προστασία δεν δικαιολογείται εντούτοις στις σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών του τομέα των ασφαλίσεων, εκ των οποίων κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον άλλο. Εν προκειμένω, η CNP δραστηριοποιείται στον τομέα της διεκδικήσεως απαιτήσεων έναντι ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Δεδομένης της περιστάσεως αυτής, της οποίας η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, η εταιρία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ασθενέστερο μέρος της συμβάσεως σε σχέση με την αντίδικο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τύχει της εφαρμογής των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας.

Κατά συνέπεια, κατά το Δικαστήριο, το τμήμα 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ, αφενός, επαγγελματία που απέκτησε απαίτηση έναντι ασφαλιστικής επιχειρήσεως αστικής ευθύνης την οποία κατείχε αρχικώς ο ζημιωθείς, και, αφετέρου, της ίδιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως αστικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο θεμελιώσεως διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της διαφοράς στο άρθρο 7, σημείο 2, ή στο άρθρο 7, σημείο 5, του εν λόγω κανονισμού.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν εταιρία η οποία ασκεί εντός ενός κράτους μέλους, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας με ασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, εξ ονόματος και για λογαριασμό της εν λόγω ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δραστηριότητα εκκαθαρίσεως ζημιών από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκίνητων οχημάτων πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά υποκατάστημα, πρακτορείο ή κάθε άλλη εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 5, του κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Επεσήμανε συναφώς ότι ο κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίον προβλέπει η διάταξη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων που ενδέχεται να επιληφθούν της συγκεκριμένης διαφοράς, βάσει του οποίου δικαιολογείται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης. 

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι δύο κριτήρια καθιστούν δυνατό να καθοριστεί αν μια διαφορά αφορά την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως. Πρώτον, οι έννοιες αυτές προϋποθέτουν την ύπαρξη κέντρου επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως. Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικώς εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται, κατά συνέπεια, να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία. Δεύτερον, η διαφορά πρέπει να αφορά είτε πράξεις σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος είτε υποχρεώσεις που ανέλαβε το εν λόγω υποκατάστημα για λογαριασμό της μητρικής εταιρίας.

Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, το Δικαστήριο τόνισε ότι η Crawford Polska διαθέτει, ως νομικό πρόσωπο, αυτοτελή νομική υπόσταση και δική της διεύθυνση. Επιπλέον, προκύπτει ότι έχει κάθε εξουσία να ασκεί τη δραστηριότητα διακανονισμού και εκκαθαρίσεως των ζημιών, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα για την ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε η Crawford Polska πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά κέντρο επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που εκδηλώνεται κατά τρόπο διαρκή προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως. Αντιθέτως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν το κέντρο αυτό είναι υλικώς εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με τρίτους οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία.

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Gefion εξουσιοδότησε την Crawford Polska να προβεί στον διακανονισμό και στην εκκαθάριση της ζημίας της κύριας δίκης. Επιπλέον, η ίδια η Crawford Polska έλαβε, εξ ονόματος και για λογαριασμό της Gefion, την απόφαση να καταβάλει στην CNP μέρος μόνον της ζητηθείσας αποζημιώσεως. Μολονότι, όμως, το στοιχείο αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί από το αιτούν δικαστήριο, εξ αυτού προκύπτει ότι η Crawford Polska δεν ήταν απλώς μεσάζων επιφορτισμένος με τη διαβίβαση πληροφοριών, αλλά συνέβαλε ενεργώς στη νομική κατάσταση που συνιστά την αιτία της διαφοράς ενώπιον του πολωνικού δικαστηρίου. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της εμπλοκής της Crawford Polska στην έννομη σχέση των διαδίκων της κύριας δίκης, η διαφορά αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η Crawford Polska εξ ονόματος της Gefion.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

 

Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR
Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι - Γενικό Μέρος Γ έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ