logo-print

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για τις απαιτήσεις περί κατανοητού χαρακτήρα και περί διαφάνειας

"Δεν μπορεί να αντιταχθεί προθεσμία σε καταναλωτή που συνήψε τέτοιο δάνειο για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν βάσει ρήτρας της οποίας αγνοεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα”

11/06/2021

11/06/2021

Δικαιοδοσία και Εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρπωαϊκών οικογενειακών διαφορών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αναπροσαρμογή επιχειρηματικών πιστωτικών συμβάσεων λόγω της οικονομικής κρίσης - Συμβολές Αστικού Νο 6

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΤΟΥ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 10-06-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι σε καταναλωτή που συνήψε δάνειο συνομολογηθέν σε ξένο νόμισμα και ο οποίος αγνοεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας δανειακής σύμβασης δεν μπορεί να αντιταχθεί προθεσμία όσον αφορά την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν βάσει της επίμαχης ρήτρας.

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στον καταναλωτή σχετικά με την ύπαρξη του συναλλαγματικού κινδύνου δεν πληροί την απαίτηση διαφάνειας αν στηρίζεται στην υπόθεση ότι η ισοτιμία μεταξύ του λογιστικού νομίσματος και του νομίσματος πληρωμής θα παραμείνει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.

Ιστορικό της υπόθεσης

Το 2008 και το 2009, διάφοροι καταναλωτές συνήψαν με την τράπεζα BNP Paribas Personal Finance συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου συνομολογηθέντος σε ελβετικά φράγκα (CHF) και επιστρεπτέου σε ευρώ για να χρηματοδοτήσουν την αγορά ακινήτων ή μεριδίων εταιριών ακινήτων. Λόγω των χαρακτηριστικών των δανείων αυτών, η σύναψή τους συνεπαγόταν συναλλαγματικό κίνδυνο συνδεόμενο με τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του ευρώ προς το CHF. Μολονότι δεν γινόταν καμία ρητή μνεία του κινδύνου αυτού στις συμβάσεις δανείου, εξ αυτών προέκυπτε εμμέσως ότι ο συγκεκριμένος κίνδυνος ήταν εγγενής στις συμβάσεις και βάρυνε τον καταναλωτή.

Κατόπιν δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι καταναλωτές με την καταβολή των μηνιαίων δόσεων, κινήθηκαν ένδικες διαδικασίες ενώπιον, αντιστοίχως, του πρωτοδικείου Lagny-sur-Marne (Γαλλία) και του πολυμελούς πρωτοδικείου Παρισιού (Γαλλία). Τα δικαστήρια αυτά κλήθηκαν να εξετάσουν αν οι ρήτρες των επίμαχων δανειακών συμβάσεων, οι οποίες εξέθεσαν τους καταναλωτές σε απεριόριστο κίνδυνο, πρέπει, υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ [οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές], να θεωρηθούν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, μη δεσμευτικές για τους δανειολήπτες. Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτοδικείο Lagny-sur-Marne και το πολυμελές πρωτοδικείο Παρισιού υπέβαλαν στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων σχετικών με την ερμηνεία της οδηγίας.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο πρώτον, υπενθύμισε ότι οι καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνονται σε σύμβαση συναπτόμενη με καταναλωτή δεν δεσμεύουν τον τελευταίο και πρέπει να θεωρούνται ως ουδέποτε υπάρξασες, μη δυνάμενες, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν την πραγματική και νομική του κατάσταση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιτρέπεται να προβλεφθεί οποιαδήποτε προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής από καταναλωτή με σκοπό τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε τέτοια σύμβαση.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε πάντως ότι η οδηγία δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής με αντικείμενο την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συνεπεία της ως άνω διαπίστωσης. Εντούτοις, προθεσμία παραγραφής για την επιστροφή ποσών καταβληθέντων βάσει καταχρηστικών ρητρών η οποία ενδέχεται να έχει λήξει πριν ακόμη ο καταναλωτής μπορέσει να λάβει γνώση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι συμβατή με την οδηγία.

Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι απόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εκτιμήσουν αν οι επίδικες ρήτρες καθορίζουν ένα ουσιώδες στοιχείο που χαρακτηρίζει τις επίμαχες δανειακές συμβάσεις και αποτελεί το κύριο αντικείμενο αυτών. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η οδηγία επιτρέπει τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα τους μόνον εφόσον οι ρήτρες αυτές δεν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.

Τρίτον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν πληροί την απαίτηση διαφάνειας η κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης παροχή –ακόμη και πολυάριθμων– πληροφοριών από τον επαγγελματία στον καταναλωτή, όταν οι πληροφορίες αυτές στηρίζονται στην υπόθεση ότι η ισοτιμία μεταξύ των λογιστικών νομισμάτων και του νομίσματος πληρωμής θα παραμείνει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της οικείας σύμβασης. Τούτο ισχύει ιδίως όταν ο επαγγελματίας δεν έχει προειδοποιήσει τον καταναλωτή για το οικονομικό πλαίσιο που ενδέχεται να επηρεάσει τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Τέταρτον, υπό το πρίσμα των γνώσεων του επαγγελματία σχετικά με το προβλέψιμο οικονομικό πλαίσιο που μπορεί να έχει επιπτώσεις στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των ισχυρότερων μέσων του επαγγελματία για την πρόβλεψη του συναλλαγματικού κινδύνου, καθώς και του σημαντικού κινδύνου σχετικά με τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών τον οποίο επιρρίπτουν στον καταναλωτή οι επίδικες συμβατικές ρήτρες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρήτρες αυτές μπορούν να δημιουργήσουν εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση. Πράγματι, στο μέτρο που ο επαγγελματίας δεν τήρησε την απαίτηση διαφάνειας έναντι του καταναλωτή, οι εν λόγω ρήτρες φαίνεται να επιρρίπτουν στον καταναλωτή κίνδυνο δυσανάλογο προς τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και το χορηγηθέν ποσό του δανείου, δεδομένου ότι η εφαρμογή των συγκεκριμένων ρητρών συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής πρέπει να επωμιστεί το κόστος της εξέλιξης των προθεσμιακών συναλλαγματικών ισοτιμιών

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο των αποφάσεων C-609/19 και C-776/19 έως C-782/19 είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Το προσύμφωνο στο κτηματολογικό δίκαιο - Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 23
Η Διαμεσολάβηση
send