logo-print

Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για παραβίαση προσωπικών δεδομένων – Το «αρχείο» ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης (ΑΠ 426/2022)

Δεν αιτιολογείται ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων - δικηγόρος επενέβη στο ποινικό, πολιτικό και πειθαρχικό αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, προκειμένου να λάβει αντίγραφα των επίδικων εγγράφων, δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων

02/08/2022

28/11/2022

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Η απόδειξη στην ποινική δίκη

Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Δεκτή έγινε από τον Άρειο Πάγο αίτηση του κατηγορούμενου – δικηγόρου για αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε για παραβίαση προσωπικών δεδομένων κατ’ άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4624/2019 (ΑΠ 426/2022).

Ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων είναι δικηγόρος, ο οποίος εκπροσώπησε αντιδίκους του μηνυτή. Μετά από αναφορά σε βάρος του και σχηματισμό ποινικής δικογραφίας, ο δικηγόρος προσκόμισε ενώπιον του Πταισματοδίκη σειρά εγγράφων, δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων σχετικών με το δικαστικό παρελθόν του μηνυτή.

Κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν ήταν άμεσα σχετιζόμενα με την σε βάρος του κατηγορουμένου διερευνόμενη υπόθεση, ούτε αναγκαία για την υπεράσπισή του, και ο κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του διαδίκου στις αναφερόμενες ποινικές, πολιτικές, πειθαρχικές υποθέσεις.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, οι κυρώσεις που προβλέπονται στο Ν. 2472/1997 και ήδη στο Ν. 4624/2019, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "αρχείων προσωπικών δεδομένων".

Συνεπώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται (α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ' άρθρο 2 περ. ε', το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, (β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και (γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται στον νόμο. Έτσι, δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες, των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου, ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επέμβασης, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.

Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνεται η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν παρατίθενται στο σκεπτικό της αυτής τα αναγκαία στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος.

Ειδικότερα, αν και έγινε δεκτό ότι, στα πλαίσια προκαταρκτικής έρευνας από τον δικηγορικό σύλλογο Πειραιά για πειθαρχική παράβαση, κατόπιν καταγγελίας του εγκαλούντος, τα έγγραφα που προσκόμισε ο αναιρεσείων είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εγκαλούντος και ότι αυτά ο αναιρεσείων τα απέκτησε, χωρίς δικαίωμα, με επέμβαση στο σύστημα αρχειοθέτησης, δηλαδή στο ποινικό, πολιτικό και πειθαρχικό αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, που αναφέρονται, εντούτοις δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων επενέβη στο Αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, προκειμένου να λάβει αντίγραφα των εγγράφων που αναφέρονται στο σκεπτικό από τις σχετικές υποθέσεις και δεν αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο τα έγγραφα αυτά περιήλθαν στην κατοχή του.

Το δικαστήριο επεσήμανε, επιπλέον, πως ουδεμία αναφορά γίνεται ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν ποινικές διώξεις ή καταδίκες του εγκαλούντος.

Με τις ως άνω ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανακοινώθηκαν από τον αναιρεσείοντα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν το προστατευόμενο έννομο αγαθό, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της συνδρομής της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, αφού ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι ανέφικτος.

Απόσπασμα απόφασης

Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για παραβίαση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 38 παρ.2 του Ν.4624/2019), δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, αφού δεν παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα αναγκαία στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος. Ειδικότερα αν και έγινε δεκτό ότι, στα πλαίσια προκαταρκτικής έρευνας από τον δικηγορικό σύλλογο Πειραιά για πειθαρχική παράβαση, κατόπιν καταγγελίας του εγκαλούντος, τα έγγραφα που προσκόμισε ο αναιρεσείων είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εγκαλούντος και ότι αυτά ο αναιρεσείων τα απέκτησε, χωρίς δικαίωμα, με επέμβαση στο σύστημα αρχειοθέτησης, δηλαδή στο ποινικό, πολιτικό και πειθαρχικό αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, που αναφέρονται, εντούτοις δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων επενέβη στο Αρχείο των αντίστοιχων υπηρεσιών, προκειμένου να λάβει αντίγραφα των εγγράφων που αναφέρονται στο σκεπτικό από τις σχετικές υποθέσεις και δεν αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο τα έγγραφα αυτά περιήλθαν στην κατοχή του. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται ότι: "... τα έγγραφα αυτά, όπως το περιεχόμενο τους αναπτύχθηκε παραπάνω αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του μηνυτή" πλην όμως όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης ουδεμία ανάπτυξη του περιεχομένου των εγγράφων αυτών έγινε ώστε να προκύπτουν τα στοιχεία του άρθρου 2 του ν. 2472/1997. Σε κάθε δε περίπτωση δεν γίνεται αναφορά ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν ποινικές διώξεις ή καταδίκες του εγκαλούντος. Έτσι, όμως, με τις ως άνω ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανακοινώθηκαν από τον αναιρεσείοντα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν το προστατευόμενο από τις ως άνω διατάξεις έννομο αγαθό, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της συνδρομής της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, αφού ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι ανέφικτος. Επομένως, ενόψει τούτων, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που δεν επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 38 παρ.2 του Ν.4624/2019, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ