logo-print

Αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου ή του ΣτΕ επί προσβολής πράξεων του προσυμβατικού σταδίου από τρίτους μη μετασχόντες σε διαδικασία διαγωνισμού; (ΣτΕ 1987/2023)

Παραπομπή στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος

10/01/2024

12/01/2024

Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων Δ έκδοση

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΑΙΚΟΣ

Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων Δ έκδοση

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΑΙΚΟΣ

Παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας το ζήτημα της αρμοδιότητας του Διοικητικού Εφετείου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί προσβολής πράξεων του προσυμβατικού σταδίου από τρίτους μη μετασχόντες στη διαδικασία του διαγωνισμού (ΣτΕ 1987/2023).

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, τρίτοι μη μετασχόντες στην διαγωνιστική διαδικασία ανάθεσης δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφόσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους (λ.χ. λόγω παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας), δεν μπορούν, όμως, να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας.

Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, προκειμένου να καθορισθεί, βάσει του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010, το αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς δικαστήριο, είναι αδιάφορο το ότι η αίτηση ακύρωσης δεν ασκείται από πρόσωπο το οποίο είχε μετάσχει σε διαγωνισμό για την ανάληψη δημοσίου έργου, προμήθειας και υπηρεσίας, αλλά από τρίτον ο οποίος βλάπτεται από την εκτέλεση του έργου και προβάλλει αιτιάσεις σχετικές με την τήρηση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Κατά τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η ενιαία υπαγωγή διαφορών που ανακύπτουν από τον αυτό διαγωνισμό έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας στο αυτό δικαστήριο, βάσει του κριτηρίου εάν ο εν λόγω διαγωνισμός εμπίπτει, λόγω αντικειμένου και ποσού, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 ή του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 ασχέτως της ιδιότητας του αιτούντος ή των προβαλλομένων λόγων ακύρωσης. Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίσιμη για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας Διοικητικού Δικαστηρίου ή Τμήματος του ΣτΕ επί ακυρωτικών διαφορών είναι η νομοθεσία κατ΄ επίκληση της οποίας έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη, ασχέτως των αιτιάσεων που προβάλλονται με το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα.

Στο πλαίσιο αυτό και προ του ν. 3900/2010, επί αιτήσεων ακύρωσης κατά πράξεων του προσυμβατικού σταδίου, που ησκούντο εκ μέρους τρίτων οι οποίοι δεν είχαν μετάσχει στο διαγωνισμό και προέβαλαν λόγους ακύρωσης που άπτονταν της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αρμόδιο παρέμενε το Δ΄ [και όχι το Ε΄] Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει του κριτηρίου της νομοθεσίας κατ΄ επίκληση της οποίας είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη και όχι της ιδιότητας του αιτούντος ή των προβαλλομένων λόγων ακύρωσης.

Ωστόσο, κατά την άποψη δύο παρέδρων, όταν ο ασκών το ένδικο βοήθημα είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς με τη νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με τη νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για τη μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Η αντίθετη άποψη οδηγεί σε μη ηθελημένο από το νομοθέτη αποτέλεσμα, δηλαδή την αποξένωση του Συμβουλίου της Επικρατείας από υποθέσεις μη σχετιζόμενες αμέσως με το δίκαιο που διέπει τους διαγωνισμούς δημοσίων έργων.

Εν προκειμένω, η υπό κρίση ακυρωτική διαφορά, η οποία ανακύπτει από την προσβολή εκ μέρους του αιτούντος Δήμου απόφασης, με την οποία ασκείται εποπτεία επί πράξεών του εκδοθεισών κατά τη διαδικασία ανάθεσης σύμβασης δημοσίου έργου προϋπολογισμού 12.000 ευρώ, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 και υπάγεται στην αρμοδιότητα του οικείου Διοικητικού Εφετείου, χωρίς να ασκεί επιρροή στο ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν διοικητικής προσφυγής τρίτου, ο οποίος προέβαλε αιτιάσεις σχετικώς με τη μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη εκτέλεσης του έργου.

Αντιθέτως, κατά την προεκτεθείσα άποψη της μειοψηφίας η υπόθεση εξακολουθεί να ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο αποφάσισε λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος την παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος.

Απόσπασμα απόφασης

Επειδή, όπως έχει κριθεί, τρίτοι, δηλαδή μη μετασχόντες στην διαγωνιστική διαδικασία αναθέσεως δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφόσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους (λ.χ. λόγω παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας), δεν μπορούν, όμως, να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας (βλ. Σ.τ.Ε. 665/2009, 1085/2008, 1190/2000, 857/1997, 2589/1991). Εξάλλου, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, μετά από επισκόπηση της μέχρι τούδε επί του ζητήματος νομολογίας του Δικαστηρίου, προκειμένου να καθορισθεί, βάσει του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010, το αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς Δικαστήριο, είναι αδιάφορο το ότι η αίτηση ακυρώσεως δεν ασκείται από πρόσωπο το οποίο είχε μετάσχει σε διαγωνισμό για την ανάληψη δημοσίου έργου, προμήθειας και υπηρεσίας, αλλά από τρίτον ο οποίος βλάπτεται από την εκτέλεση του έργου και προβάλλει αιτιάσεις σχετικές με την τήρηση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Κατά τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η ενιαία υπαγωγή διαφορών που ανακύπτουν από τον αυτό διαγωνισμό έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας στο αυτό Δικαστήριο, βάσει του κριτηρίου εάν ο εν λόγω διαγωνισμός εμπίπτει, λόγω αντικειμένου και ποσού, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 ή του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 ασχέτως της ιδιότητας του αιτούντος ή των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίσιμη για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας Διοικητικού Δικαστηρίου ή Τμήματος του ΣτΕ επί ακυρωτικών διαφορών είναι η νομοθεσία κατ΄ επίκληση της οποίας έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη, ασχέτως των αιτιάσεων που προβάλλονται με το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα. Στο πλαίσιο αυτό, και προ του ν. 3900/2010, επί αιτήσεων ακυρώσεως, κατά πράξεων του προσυμβατικού σταδίου, που ησκούντο εκ μέρους τρίτων οι οποίοι δεν είχαν μετάσχει στο διαγωνισμό και προέβαλαν λόγους ακυρώσεως που άπτονταν της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αρμόδιο παρέμενε το Δ΄ [και όχι το Ε΄] Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει του κριτηρίου της νομοθεσίας κατ΄ επίκληση της οποίας είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη και όχι της ιδιότητας του αιτούντος ή των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως (πρβ. ΣτΕ 551/93, 648, 841/97, 1607/98, 1095/2000, 16/2001, 839/2002, 2995/2007, 3179/2008, 617/2010, 1672/2011 κ.ά.). Κατά την άποψη όμως των Παρέδρων Κ. Σκούρα και Μ. Φασιλάκη, όταν ο ασκών το ένδικο βοήθημα είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς με τη νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με τη νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για τη μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Η αντίθετη άποψη οδηγεί σε μη ηθελημένο από το νομοθέτη αποτέλεσμα, δηλαδή την αποξένωση του Συμβουλίου της Επικρατείας από υποθέσεις μη σχετιζόμενες αμέσως με το δίκαιο που διέπει τους διαγωνισμούς δημοσίων έργων (βλ. ΣτΕ 5/2013 επτ., 982/2018 επτ. 195/2021 κ.ά.).

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr

Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος
Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος
send