Πλειστηριασμός από Fund: Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να διενεργηθεί
23/09/2024
31/10/2024
Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1873/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου το ζήτημα παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας, η δε Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε με την υπ’ αριθμ. 1/2023 απόφασή της ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των ν. 4354/2015 και ν. 3156/2003, οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρίες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη της προδικασίας της, πρέπει να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ από τη διάταξη του άρθρ. 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρ. 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ενεργείται από αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση τελεί σε γνώση της επελθούσας διαδοχής. Απαιτείται κατ’ αρχάς η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει, μάλιστα, να κοινοποιούνται στο πρωτότυπο ή σε επίσημο αντίγραφο, χωρίς να αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή προς εκτέλεση. Η παράβαση του άρθρ. 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας.
Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση διαδοχής στην εκτελούμενη (τραπεζική) απαίτηση λόγω μεταβίβασής της με τη μέθοδο της τιτλοποίησης κατά τους ορισμούς ιδία του ν. 3156/2003, αλλά και στις περιπτώσεις μεταβιβάσεων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών και, επομένως, και των αντίστοιχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρ. 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης της ανωτέρω διάταξης, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή και στείρα τυπολατρική, παρεμβάλλει δε, σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτή των δανειστών.
Απαιτείται συγκοινοποίηση με την επιταγή προς πληρωμή αντιγράφων από τα καταχωρηθέντα και δημοσιευθέντα στο Ενεχυροφυλακείο αποσπάσματα των συμβάσεων , που επαρκεί για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 925 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας υπό στοιχείο I, ως προς την υποχρέωση συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων και στην περίπτωση της μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων και ανάθεσης διαχείρισης της εκτελούμενης απαίτησης σε Εταιρία Διαχείρισης, κατά τις διατάξεις του ν. 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντίστοιχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρου του σώματος των σχετικών συμβάσεων, που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεση της ανάθεσης αυτής, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολογήτως στην εκτελεστική διαδικασία.
Η αναγκαστική εκτέλεση βάζει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, όπως άλλωστε υποδεικνύει η ίδια η ρύθμιση του νόμου, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνον τα έγγραφα, που αποδεικνύουν τη συντέλεση της διαδοχής και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντας (βλ. σχετ. ΑΠ 345/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 177/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 9462/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ επί οιονεί καθολικής διαδοχής, ΜΠρΘεσ 6562/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ επί διάσπασης Τραπεζικών Εταιριών).
Οι ανωτέρω νομικές σκέψεις προέρχονται από την απόφαση ΜΠΡ ΛΑΜΙΑΣ 62/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.