logo-print

Ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης των δικαστών και απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας (ενδιαφέρουσα απόφαση του ΔΕΕ)

Εθνική νομοθεσία που αποκλείει οποιαδήποτε αναβολή της συνταξιοδότησης των ομοσπονδιακών δικαστών – Δυνατότητα ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών των ομόσπονδων κρατών να ζητήσουν την αναβολή της συνταξιοδότησης

21/10/2024

22/10/2024

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11
Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος 

Με τη δημοσιευθείσα στις 17.10.2024 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι ομοσπονδιακοί δικαστές δεν μπορούν να αναβάλουν τη συνταξιοδότησή τους, ενώ τέτοια αναβολή επιτρέπεται σε ομοσπονδιακούς δημοσίους υπαλλήλους και σε δικαστές των ομόσπονδων κρατών, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

Ιστορικό της υπόθεσης

Ο HB, γεννηθείς στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, είναι δικαστής στο Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) και, ως ομοσπονδιακός δικαστής, υπόκειται σε αυστηρό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, καθοριζόμενο στα 67 έτη. Ο Deutsches Richtergesetz (DRiG, νόμος περί δικαστικών λειτουργών) δεν παρέχει στον HB καμία δυνατότητα να ζητήσει τη μετάθεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και προβλέπει ότι, για τους γεννηθέντες το 1960, η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης είναι τα 66 έτη και τέσσερις μήνες.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, ο HB ζήτησε από την πρόεδρο του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) να του γνωστοποιήσει, με απόφαση δεκτική προσφυγής, την ημερομηνία συνταξιοδότησής του. Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2021, η πρόεδρος του Bundesgerichtshof ενημέρωσε τον ΗΒ ότι επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί στις 31 Ιανουαρίου 2027, δηλαδή αφού συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης των 66 ετών και 4 μηνών. Ο HB, επιθυμώντας να ασκήσει τα καθήκοντα του δικαστή στο Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) πέραν της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης, υπέβαλε ένσταση κατά του εγγράφου αυτού ενώπιον του Bundesministerium der Justiz (BMJ, Ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης, Γερμανία).

Μετά την απόρριψη της ως άνω ένστασης, ο HB άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Karlsruhe (διοικητικού πρωτοδικείου Καρλσρούης, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Προς στήριξη της προσφυγής του, ο HB υποστήριξε ότι υπέστη άμεση διάκριση λόγω ηλικίας, διότι, αφενός, οι ομοσπονδιακοί δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης είναι η ίδια με τη δική του, μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 53 του Bundesbeamtengesetz (BBG, νόμου περί ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων, στο εξής), να αναβάλουν τη συνταξιοδότησή τους για χρονικό διάστημα δυνάμενο να ανέλθει έως και τρία έτη και, αφετέρου, οι δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης (Γερμανία), των οποίων η ηλικία συνταξιοδότησης καθορίζεται, κατ’ αρχήν, και για αυτούς, στα 67 έτη, μπορούν, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του νόμου περί των δικαστών και εισαγγελέων του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης, να ζητήσουν την αναβολή της συνταξιοδότησής τους για περίοδο δυνάμενη να ανέλθει έως και ένα έτος, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τη λήξη του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνουν το 68ο έτος της ηλικίας τους.

Το BMJ αμφισβήτησε την ύπαρξη, εν προκειμένω, άμεσης διάκρισης λόγω ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Υποστήριξε συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι, για να διαπιστωθεί αν υφίσταται ή όχι τέτοια διάκριση, δεν μπορεί να γίνεται σύγκριση μεταξύ, αφενός, ομοσπονδιακού δικαστή και, αφετέρου, ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων ή δικαστών των ομόσπονδων κρατών, στο μέτρο που η επιλογή των ομοσπονδιακών δικαστών διακρίνεται θεμελιωδώς από τον διορισμό των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται άνιση μεταχείριση, η άνιση αυτή μεταχείριση είναι δικαιολογημένη, διότι το άρθρο 48, παράγραφοι 1 και 2, του DRiG αποσκοπεί στη δημιουργία ισόρροπης ηλικιακής πυραμίδας εντός του δικαστικού σώματος, δεδομένου ότι η συνταξιοδότηση των μεγαλύτερων σε ηλικία υπαλλήλων καθιστά εφικτή την πρόσβαση νέων υπαλλήλων στη δημόσια διοίκηση. Εκτός αυτού, η ρύθμιση παρουσιάζει πλεονεκτήματα όσον αφορά την προβλεψιμότητα της ανανέωσης του προσωπικού, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της επιλογής των δικαστών. Τέλος, το προβλέψιμο και συνεχές άνοιγμα θέσεων ανώτερου βαθμού έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνονται οι δικαστές να επιδεικνύουν μεγαλύτερο ζήλο.

Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία απορρέει από τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Fuchs και Köhler (C‑159/10 και C‑160/10, σκέψη 34), της 6ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑286/12, σκέψη 51), και της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero della Giustizia (Συμβολαιογράφοι) (C‑914/19, σκέψη 26), εθνική διάταξη όπως το άρθρο 48, παράγραφος 1, του DRiG, το οποίο προβλέπει ότι τα πρόσωπα παύουν αυτοδικαίως να ασκούν τα καθήκοντά τους με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας, ενώ οι μικρότεροι σε ηλικία, που ασκούν τα ίδια καθήκοντα, μπορούν να συνεχίσουν να τα ασκούν, εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε μήπως, εν προκειμένω, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία, για τον πρόσθετο λόγο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν επιτρέπει στον HB να αναβάλει τη συνταξιοδότησή του, ενώ οι ομοσπονδιακοί δημόσιοι υπάλληλοι και –παραδείγματος χάριν– οι δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης έχουν τη δυνατότητα αυτή. Λαμβανομένης υπόψη της ευρύτητας του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, λόγω της διατύπωσης του άρθρου 3, παράγραφος 1, αυτής, όπου γίνεται λόγος για «όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι η σύγκριση μεταξύ των ομοσπονδιακών δικαστών και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών είναι λυσιτελής για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Οι διαφορές που υφίστανται όσον αφορά τον διορισμό, αφενός, των ομοσπονδιακών δικαστών και, αφετέρου, των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά το στάδιο της εξέτασης της δικαιολόγησης της διαφορετικής μεταχείρισης. Ως εκ τούτου, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν η κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενη διαφορετική μεταχείριση εμπίπτει ή όχι σε έναν από τους λόγους δυσμενούς διάκρισης του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Karlsruhe (διοικητικό πρωτοδικείο Καρλσρούης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απάντησε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι ομοσπονδιακοί δικαστές δεν μπορούν να αναβάλουν τη συνταξιοδότησή τους, ενώ τέτοια αναβολή επιτρέπεται σε ομοσπονδιακούς δημοσίους υπαλλήλους και σε δικαστές των ομόσπονδων κρατών, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στην ηλικία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι εν προκειμένω, η διαφορετική μεταχείριση δεν αφορά τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ομοσπονδιακών δικαστών που δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται πέραν της ηλικίας που ορίζει το άρθρο 48, παράγραφος 1, του DRiG και των ομοσπονδιακών δικαστών που δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία αυτή και μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται, αλλά τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των ομοσπονδιακών δικαστών και, αφετέρου, των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών, ιδίως εκείνων του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης.

Όπως, όμως, προκύπτει από το εθνικό νομικό πλαίσιο, οι διατάξεις που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων των διαφόρων αυτών δικαστών και υπαλλήλων προβλέπονται σε σαφώς διακριτές νομοθετικές πράξεις. Τα πρόσωπα που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες δεν ασκούν τα ίδια καθήκοντα, για την άσκηση δε των εν λόγω καθηκόντων ισχύουν ειδικές προϋποθέσεις ως προς καθεμιά από τις οικείες ομάδες.

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των ομοσπονδιακών δικαστών και, αφετέρου, των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών των ομόσπονδων κρατών, ιδίως εκείνων του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης, στηρίζεται στην αντίστοιχη θέση που κατέχουν οι διάφορες αυτές ομάδες προσώπων.

Εκ των ανωτέρω το Δικαστήριο κατέληξε ότι μια διαφορετική μεταχείριση όπως η επίμαχη στηρίζεται στην επαγγελματική κατηγορία στην οποία υπάγονται οι ενδιαφερόμενοι τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο και όχι στην ηλικία.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Τεχνητή Νοημοσύνη & ανταγωνισμός
Το δίκαιο των αποθεματικών και κερδών επιχειρήσεων, 2025
send